Η ανακοίνωση της πρόθεσης του Μάριο Μόντι να παραιτηθεί μετά την ψήφιση του νέου προϋπολογισμού προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία στην Ευρωζώνη: το πρόγραμμα λιτότητας και η προσπάθεια εξυγίανσης των οικονομιών του Νότου έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση ακόμα μίας κυβέρνησης, επιτείνοντας την αβεβαιότητα για τις δυνατότητες επιτυχίας της γραμμής Μέρκελ. Είχαν προηγηθεί οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και, βέβαια, της Ελλάδας.
Η πτώση της κυβέρνησης Μόντι -ενός μάλλον συντηρητικού πολιτικού, που οι «New York Times» χαρακτηρίζουν ως τον μόνο φίλο της Μέρκελ στον Ευρωπαϊκό Νότο- έχει, ωστόσο, ορισμένες ιδιαιτερότητες. Υπεύθυνος για την πτώση της είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ηγέτης της συντηρητικής παράταξης, ο οποίος υποσχέθηκε ήδη φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές, θέλοντας να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια όσων πλήττονται από τη λιτότητα.
Αντιθέτως ο νέος ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος και πρώην κομμουνιστής Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι υπογράμμισε ότι θα συνεχίσει την πολιτική και τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μόντι. Φυσικά δεν χρειάζεται να πάμε στην Ιταλία για να βρούμε τέτοιες ανατροπές. Στην αδελφή Κύπρο ο Δημήτρης Χριστόφιας, εν ενεργεία κομμουνιστής, αναγκάστηκε -με δάκρυα στα μάτια είναι αλήθεια- να προσφύγει και αυτός σε Μνημόνιο, αφού προηγουμένως οι προσπάθειές του να εξασφαλίσει δάνεια από Ρωσία και Κίνα αποδείχθηκαν μάταιες.
Και, βέβαια, στην Ελλάδα ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης έγινε πρωθυπουργός χάρη στις ψήφους της Κεντροαριστεράς και μέρους της Αριστεράς. Τι συνέβη; Είναι άραγε όλοι αυτοί οι πολιτικοί προδότες των εργαζομένων που παρέσυραν τα κόμματά τους στη στήριξη των σχεδίων της κ. Μέρκελ για μια γερμανική Ευρώπη; Δύσκολα. Ούτε ο κ. Τσίπρας -που έως πρόσφατα χρησιμοποιούσε τον κ. Χριστόφια ως παράδειγμα προς μίμηση- δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέτοιας εμβέλειας συνωμοσία.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση χωρίς προηγούμενο. Δεν είναι ούτε κρίση του καπιταλισμού ούτε κρίση του συστήματος – παρά το ότι οι αδυναμίες του συστήματος και, κυρίως, η απουσία αποτελεσματικού ελέγχου των τραπεζών συνετέλεσαν στο να πάρει τέτοιες διαστάσεις.
Πρόκειται για μια κρίση που προκαλείται από τις ανατροπές στον παγκόσμιο χάρτη της εργασίας, κυρίως, δηλαδή, από την άνοδο της Κίνας που διεκδικεί το δικό της μερίδιο στις παγκόσμιες αγορές. Κάτω από άλλες συνθήκες αυτό θα είχε οδηγήσει ήδη σε ριζικές αναπροσαρμογές. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και πολλές χώρες στην Ευρώπη, ωστόσο, κατάφεραν να διατηρήσουν την υψηλή κατανάλωση με δανεικά. Χάρη στη διόγκωση του χρέους, δηλαδή, που βέβαια αγόραζε -ποιος άλλος;- η Κίνα.
Τα δανεικά, όμως, είναι προσωρινή λύση, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται για την αγορά σπιτιών -να η φούσκα των ακινήτων- ή για κατανάλωση. Μακροπρόθεσμα οδηγούν στη χρεοκοπία. Γι? αυτό και η εμμονή της κ. Μέρκελ και των Γερμανών ότι η Ευρώπη σαν σύνολο θα πρέπει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της ώστε να μπορεί να σταθεί απέναντι στις ανατέλλουσες οικονομικές υπερδυνάμεις – Κίνα, Ινδία αλλά και Βραζιλία.
Ελάχιστοι σοβαροί Ευρωπαίοι πολιτικοί θα μπορούσαν να διαφωνήσουν με αυτήν τη λογική. Από εκεί προκύπτουν και αυτές οι περίεργες συμπτώσεις δεξιών με αριστερούς, παρά τις «επιμέρους» διαφωνίες που υπάρχουν για τον βαθμό της λιτότητας ή την ταχύτητα των απαιτούμενων αλλαγών. Στον αντίποδα υπάρχουν οι δυνάμεις εκείνες, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τα προβλήματα προτάσσοντας την ιδέα της κλειστής και απομονωμένης Ευρώπης. Αυτή θα είναι η μάχη του αύριο. Κι ακόμα δεν έχει κριθεί!