Ο Μόντι μάς δείχνει τον δρόμο

Σήφης Πολυμίλης 01 Ιουλ 2012

Υστερα από μήνες αμφιταλαντεύσεων και αδράνειας η Ευρώπη έκανε επιτέλους ένα βήμα, που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για τη διαχείριση της κρίσης που πλήττει άμεσα πέντε χώρες της ευρωζώνης και απειλεί όλες τις υπόλοιπες. Χρειάστηκε βέβαια να κερδίσει ο Ολάντ στη Γαλλία και να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στη Μέρκελ ένας τεχνοκράτης, από αυτούς που περιφρονούμε εδώ στην Ελλάδα, ο Μάριο Μόντι. Η πάγια γερμανική αντίληψη ότι χωρίς την πίεση των αγορών τα κράτη δεν λειτουργούν ορθολογικά και δεν διαχειρίζονται συνετά τα δημόσια οικονομικά τους πήγε περίπατο. Γιατί άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι μια κατάρρευση του ευρώ θα έπληττε βαρύτατα και τη Γερμανία, αλλά και γιατί βρήκαν απέναντί τους έναν ηγέτη, τον ιταλό πρωθυπουργό, που ήταν αποφασισμένος να φθάσει στα άκρα.

Προφανώς το ειδικό βάρος της Ιταλίας, σε συνδυασμό με την παραγωγική της βάση που της επιτρέπει να αντέξει ακόμη και μια έξοδο από το ευρώ, έπαιξε τον ρόλο του στη διαπραγμάτευση. Υπήρχε όμως και ένα άλλο καθοριστικό δεδομένο: ο κ. Μόντι εφήρμοσε χωρίς τρικλοποδιές και αναβολές όλες τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει απέναντι στην Ευρώπη. Αρα ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας πως ό,τι έλεγε το εννοούσε…

Ο ιστορικός συμβιβασμός που επετεύχθη ανοίγει και ένα παράθυρο για την Ελλάδα. Με πολλά ερωτηματικά όμως και πολλές αμφιβολίες λόγω προτέρου μη… εντίμου κυβερνητικού βίου. Γιατί επί δυόμισι χρόνια, με ελάχιστα διαλείμματα, κωλυσιεργούμε, παίζουμε υποτίθεται άμυνα, γι’ άλλα δεσμευόμαστε και άλλα κάνουμε. Αφήσαμε τον χρόνο για το πρώτο μνημόνιο να περάσει, γιατί η κυβέρνηση δεν είχε την πολιτική αντοχή να προχωρήσει σε μια σειρά μέτρα που, ακόμη και αν δεν απέδιδαν όσα προέβλεπε η συμφωνία με την τρόικα, θα είχαμε όλο το δικαίωμα να ζητήσουμε την αναθεώρηση ή την αλλαγή του, γιατί θα αποδεικνυόταν ατελέσφορο. Δεν το εφαρμόσαμε όμως και μετά τρέχαμε να ζητούμε επιπλέον βοήθεια, ενώ όλοι μάς θεωρούσαν αναξιόπιστους.

Χρειάστηκε να φθάσουμε στο αμήν, να κινδυνεύουμε με άμεση κατάρρευση, για να πάρουμε ύστερα από εξευτελισμούς και νέες υποσχέσεις το δεύτερο μνημόνιο, το «κούρεμα» του χρέους συνοδεία φυσικά νέων, πιο αυστηρών και πιο επώδυνων, για τους εργαζομένους, δεσμεύσεων. Υπονομεύσαμε προκαταβολικά την κυβέρνηση Παπαδήμου, γιατί δεν μας άρεσε να μας κυβερνά ένας τεχνοκράτης χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση, λες και η Βουλή είναι άβουλο όργανο, ή γιατί ορισμένοι βιάζονταν να καταλάβουν τον πρωθυπουργικό θώκο. Χρειαστήκαμε δύο εκλογικές αναμετρήσεις για να φθάσουμε σε μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να προϋπήρχε, μόνο που εν τω μεταξύ παρέλυσε το κράτος και σταμάτησε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, με συνέπεια να ξεκινάμε πάλι σχεδόν από την αρχή…

Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που έκαναν οι Ιταλοί και ο κ. Μόντι. Τώρα έχουμε ακόμη μία ευκαιρία μπροστά μας, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα αποδειχθούμε για ακόμη μία φορά αφερέγγυοι και ασυνεπείς. Να μη μείνουμε δηλαδή πάλι στα λόγια και στις υποσχέσεις, αλλά να αποδείξουμε, πολύ γρήγορα μάλιστα, ότι έχουμε κατ’ αρχήν την πολιτική βούληση και την ικανότητα να τηρήσουμε τις συμφωνίες που υπογράφουμε. Και μετά μπορούμε, όπως φαίνεται, και να διαπραγματευθούμε και να απαιτήσουμε ίση μεταχείριση με τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Ιρλανδούς. Το αντέχουμε;