Η κρίση που συγκλονίζει την ευρωζώνη εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια αποκάλυψε δραματικά τα ευάλωτα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και ιδιαίτερα του οικοδομήματος της ευρωζώνης. Η δέσμη μέτρων που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης έχουν αποδειχθεί αποσπασματικά, αναποτελεσματικά και ατελέσφορα.
Επομένως, το ερώτημα έχει ανακύψει με δραματική επιτακτικότητα: βαθύτερη ένωση με ομοσπονδιοποίηση ή αποσύνθεση. Καθώς οι κεντρικές χώρες – μέλη του ενοποιητικού συστήματος (Γερμανία, Γαλλία, Benelux και άλλοι) δεν διανοούνται καν την κατάρρευση του συστήματος και την απεμπόληση της «ιστορικής επένδυσης» που έγινε, η επιλογή είναι μία: βαθύτερη ενοποίηση, ομοσπονδιοποίηση, πολιτική ένωση. Ενα γιγαντιαίο άλμα μπροστά, για να αποφευχθεί το καταστροφικό βήμα προς τα πίσω. Ιδιαίτερα σημαντική για την προοπτική της βαθύτερης ενοποίησης είναι η προσχώρηση της Γερμανίας και ειδικότερα της Καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στον στόχο της υπερεθνικής, βαθύτερης ενοποίησης. Εως πρόσφατα, η κ. Μέρκελ ήταν επιφυλακτική στην ιδέα (αν και η πολιτική της Γερμανίας κινείται παραδοσιακά προς αυτήν την κατεύθυνση). Η όξυνση της κρίσης φαίνεται ότι έχει ασκήσει «καθαρτική επίπτωση» στη σκέψη της, οδηγώντας στην αποδοχή του αιτήματος για «περισσότερη Ευρώπη», για να μην καταλήξουμε σε «περισσότερη Γερμανία», δηλαδή σε μια «γερμανική Ευρώπη». Η πλειοψηφία των άλλων χωρών-μελών της Ενωσης (Ιταλία, Ισπανία, Πολωνία…) πλειοδοτούν επίσης υπέρ της επιτάχυνσης της ενοποιητικής διαδικασίας. Κάπως αμφίσημη εμφανίζεται η Γαλλία. Ενώ ο Φρανσουά Ολάντ υποστηρίζει την προώθηση μιας συνολικής αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ευρώπη όσο και στοιχεία της δημοσιονομικής ένωσης (έκδοση ευρωομολόγου κ.λπ.), εμφανίζεται επιφυλακτικός στις προτάσεις για βαθύτερη υπερεθνική ολοκλήρωση θεσμών και πολιτικών. Η Γαλλία είναι, ως γνωστόν, αλλεργική απέναντι σε μορφές υπερεθνικής ολοκλήρωσης, προτιμά τη διακυβερνητική συνεργασία (η οποία όμως έδειξε τις αδυναμίες της στην αντιμετώπιση της κρίσης). Η ειρωνεία είναι ότι η χώρα που ενθαρρύνει τη βαθύτερη ενοποίηση και ομοσπονδιοποίηση της ευρωζώνης είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι το ίδιο δεν θα συμμετέχει ούτε στην ευρωζώνη ούτε σε οποιοδήποτε σχήμα που θα συνεπαγόταν κάποιο κόστος για τη χώρα (π.χ. πανευρωπαϊκό σχήμα εγγύησης των καταθέσεων).
Αναπόφευκτα, η επιτάχυνση της ενοποίησης θα οδηγήσει σε «Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων», όπως άλλωστε έγινε ανοιχτά αποδεκτό από την κ. Μέρκελ. Στην πρώτη ταχύτητα θα περιλαμβάνονται οι χώρες – μέλη της ευρωζώνης, σε μια δεύτερη ταχύτητα οι δυνητικά υποψήφιες χώρες – μέλη για ένταξη (π.χ., η Πολωνία) και στην τρίτη ταχύτητα όλες οι υπόλοιπες που είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να ενταχθούν. Η ευρωζώνη θα αποτελέσει επομένως την «Ενωση μέσα στην Ενωση».
Η υλοποίηση του σχεδίου για βαθύτερη ενοποίηση δεν θα είναι ούτε εύκολη ούτε σύντομη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που θα πραγματοποιηθεί στις επόμενες μέρες θα συμφωνήσει κατά πάσα πιθανότητα σ’ έναν οδικό χάρτη για την προώθησή του. Οι σημαντικές αποφάσεις θα ληφθούν στα επόμενα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Eurogroup προετοιμάζουν πακέτο σχετικών προτάσεων. Το πακέτο αυτό φαίνεται ότι θα κινείται σε τρεις άξονες: (α) δημοσιονομική ενοποίηση με μεταφορά της εξουσίας κατάρτισης των προϋπολογισμών των κρατών-μελών της ευρωζώνης σε κεντρικό επίπεδο στις Βρυξέλλες και, στη βάση αυτή, «αμοιβαιοποίηση» (mutualisation) μέρους ή του συνόλου του χρέους των κρατών-μελών της ευρωζώνης με έκδοση ευρωομολόγου ή άλλου μηχανισμού και θέσπιση κεντρικής Αρχής επίβλεψης της εκτέλεσης των προϋπολογισμών (ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών), (β) οικονομική ένωση με κοινή φορολογική πολιτική, «τραπεζική ένωση», πολιτική για την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μακροοικονομική πολιτική, πολιτική ανάπτυξης κ.ά. και (γ) πολιτική ένωση με φιλόδοξες ιδέες για τη μετατροπή της Επιτροπής σε «Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση», ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανάδειξη των Προέδρων Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Επιτροπής μέσα από την εκλογική διαδικασία κ.λπ. Ολα αυτά θα γίνουν σταδιακά και δύσκολα.
Το ερώτημα είναι πού θα βρεθεί η Ελλάδα σ’ ένα τέτοιο σχήμα; Αν παραμείνει μέλος της ευρωζώνης, θα μπορέσει να συμβάλει και να επωφεληθεί από την προώθηση της βαθύτερης ενοποίησης και για τη ριζική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος. Αν βρεθεί εκτός ευρωζώνης ή σε αβέβαιη θέση, είναι σαφές ότι θα περιέλθει στην εξωτερική ταχύτητα, έστω κι αν παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πρόκληση, επομένως, είναι μεγάλη. Ο κόμπος φτάνει στο χτένι.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ