Παρακολουθώντας τους τελευταίους μήνες τις κινήσεις του κ. Σαμαρά καθώς και τα λεγόμενά του για τα εθνικά θέματα, δε μπόρεσα να αποφύγω τον πειρασμό της σύγκρισης με την προγαγιά του Πηνελόπη Δέλτα, που έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση στον Ελευθέριο Βενιζέλο και την πολιτική του σκέψη. Κι αυτό γιατί η μοίρα το έφερε να ανήκουν στις δυο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του πατριωτισμού, το ρομαντικό πατριωτισμό του θυμικού και των εθνικών τραγωδιών και το ρεαλιστικό πατριωτισμό του σχεδίου και του αποτελέσματος.
α. Ρομαντικός πατριωτισμός.
Χαρακτηριστικό του η κυριαρχία του θυμικού. Όσοι λειτουργούν έτσι, συγκινούνται με τα δίκαια του ελληνικού έθνους και θέτουν υψηλούς στόχους σχετικά με την ικανοποίηση αυτών των δικαίων. Επειδή δεν υπολογίζουν και πολύ την πραγματικότητα και τους συσχετισμούς δυνάμεων, καθετί χαμηλότερο εύκολα χαρακτηρίζεται ως υποχωρητικότητα και μειοδοσία. Αν αυτό είναι γενικά προβληματικό καθώς οι συγκεκριμένοι πολίτες ενεργούν και ψηφίζουν μη ορθολογικά, είναι εγκληματικό όταν τέτοιοι άνθρωποι βρεθούν σε θέσεις ευθύνης. Διότι τότε καταλήγουν να διαχειρίζονται τα εθνικά θέματα με όρους εσωτερικής κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι είτε να οδηγούμαστε σε εθνικές τραγωδίες είτε σε διαιώνιση προβλημάτων και παγίωση επώδυνων τετελεσμένων. Κι αυτό γιατί κάποιοι «υπερπατριώτες» πολιτικοί δεν είχαν το τσαγανό να πάρουν μια ενδεχομένως δυσάρεστη απόφαση η οποία όμως θα οδηγούσε τελικά σε επιτυχές εθνικά αποτέλεσμα.
β. Ρεαλιστικός πατριωτισμός.
Χωρίς να υπολείπεται σε στόχους, τους ιεραρχεί και τους εντάσσει στη διεθνή πραγματικότητα. Για την υλοποίησή τους αγωνίζεται με συνέπεια, διαμορφώνει και ακολουθεί σχέδιο με εναλλακτικά πλάνα και παίρνει πρωτοβουλίες κινητοποιώντας όλους τους διαθέσιμους πόρους. Προσπαθεί να πετύχει το βέλτιστο για τα εθνικά δίκαια εκμεταλλευόμενος τους διεθνείς συσχετισμούς και συμφέροντα, μια και όπως το διατύπωσε εύστοχα ο Ελ. Βενιζέλος «στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια αλλά εθνικά συμφέροντα». Πόσο διαφορετική ήταν η συμπεριφορά του κ. Σαμαρά όταν προσπάθησε δακρυσμένος να πείσει τους εταίρους μας για τα δίκαιά μας στην υπόθεση του ονόματος των Σκοπίων. Ενώ στόχος θα έπρεπε να είναι η κατανόηση από την πλευρά τους ότι αυτό που θέλαμε εμείς εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σημαντικού στόχου, που υλοποιήσαμε με οδηγό τον ρεαλιστικό πατριωτισμό, είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα χωρίς να έχει λυθεί το πολιτικό της πρόβλημα. Αντίστοιχα πιο πρόσφατα, η υπογραφή του ελληνοαιγυπτιακού μνημονίου για την ΑΟΖ απετέλεσε ένα δείγμα διπλωματικής πρωτοβουλίας, που με σωστό σχεδιασμό και κάποιους αναγκαίους συμβιβασμούς, υπηρέτησε το μεγάλο στόχο που ήταν η ακύρωση στην πράξη του τουρκολιβυκού μνημονίου. Ένας «υπερπατριώτης» πολιτικός δε θα προχωρούσε καθώς δε θα μπορούσε να δεχτεί κάποιους συμβιβασμούς απέναντι στην Αίγυπτο σε σχέση με τις αρχικές μας θέσεις. Έτσι θα είχαμε χάσει το μεγάλο στόχο.
Παρατίθενται λίγα ψήγματα από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία που αποτυπώνουν τις διαφορές των δυο αυτών τρόπων σκέψης:
1897 & 1912-1913. Το 1897, πλήθη διαδηλωτών ζητούσαν την έξοδο της Ελλάδας σε πόλεμο με την Τουρκία για να υπερασπιστεί το δίκαιο αίτημα των Κρητικών για ένωση. Έτσι παρασύρθηκαν οι μικροί πολιτικοί που κυβερνούσαν και η Ελλάδα υπέστη μια ταπεινωτική ήττα.
Το 1912-1913, η Ελλάδα, μέσω των βαλκανικών πολέμων, διπλασιάστηκε. Αυτό δε συνέβη ούτε από τύχη ούτε επειδή οι Έλληνες έδειξαν μεγαλύτερο πατριωτισμό, μόλις 15 χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα. Συνέβη γιατί ένας μεγάλος ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κινητοποίησε το λαό και τους παράγοντες του τόπου (επιλέγοντας χωρίς φοβίες αυτούς που θεωρούσε ικανότερους), ενίσχυσε τη χώρα θεσμικά και κοινωνικά και την προετοίμασε στρατιωτικά (εξοπλισμοί, εκπαιδεύσεις από Γάλλους αξιωματικούς) και διπλωματικά (συμφωνία με Σερβία και Βουλγαρία).
Χαρακτηριστικό του τι σημαίνει να υπηρετείς ένα στόχο με σχέδιο και συνέπεια είναι το παρακάτω γεγονός. Στο τέλος του 1911, αντιπροσωπεία Κρητικών βουλευτών (η Κρήτη ήταν αυτόνομη πολιτεία υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου) και παρά τις προειδοποιήσεις του Βενιζέλου, ήρθαν στον Πειραιά με σκοπό να εισέλθουν στη Βουλή και να κηρύξουν de facto την ένωση με την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε τριβές με τις μεγάλες δυνάμεις και θα οδηγούσε σε πόλεμο με την Τουρκία. Η Ελλάδα ήθελε τον πόλεμο με την Τουρκία με σκοπό την επέκταση σε περιοχές με ελληνικούς πληθυσμούς. Όμως έπρεπε να το κάνει σε χρόνο που θα επέλεγε αυτή και ανάλογα με την ετοιμότητά της. Η κυβέρνηση φρόντισε οι Κρητικοί βουλευτές να κρατηθούν αποκλεισμένοι στο πλοίο τους μέχρι την αναχώρησή τους. Από πολλούς ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε ως μειοδότης. Ένα χρόνο μετά, με τις επιτυχίες στους βαλκανικούς πολέμους, φάνηκε ποιος είχε δίκιο και τι σημαίνει να υπηρετείς το στόχο σου με σχέδιο και συνέπεια αντί να σέρνεσαι από το πολιτικό κόστος και το θυμικό.
Κυπριακό ή το πρόβλημα των χαμένων ευκαιριών.
Από το 1950 που ξεκινάει η σύγχρονη φάση του κυπριακού προβλήματος, και με εξαίρεση την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., ο κυπριακός ελληνισμός συνεχώς υποχωρεί. Και όμως όλα αυτά τα χρόνια η ιστορία είναι γεμάτη από ενέργειες «πατριωτών» πολιτικών που επιδοκιμάστηκαν και χειροκροτήθηκαν:
- Ο Παπάγος έφερε το θέμα, χωρίς τη σωστή ανάγνωση των συσχετισμών, στον ΟΗΕ. Η ψηφοφορία κατέληξε σε πανωλεθρία. Πρωτύτερα ο Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης της μικρασιατικής εκστρατείας, αν και δε φημιζόταν για τη διορατικότητά του, το αρνήθηκε στο Μακάριο.
- Ο Μακάριος το 1956 απέρριψε το σχέδιο Χάρντιγκ που προέβλεπε λύση κατά πολύ καλύτερη από την ανεξαρτησία του 1959.
- Ο Μακάριος, με γνώμονα το εσωτερικό κοινό, αρνήθηκε προσωρινά την υπογραφή της συμφωνίας ανεξαρτησίας, ενώ προηγουμένως είχε δώσει τη συγκατάθεσή του.
- Ο Μακάριος το 1963, παρά τις πολλές αντίθετες εισηγήσεις, τροποποίησε μονομερώς άρθρα του συντάγματος.
- Ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964, στη Νέα Υόρκη, αρνήθηκε πεισματικά να συναντήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού με θέμα το κυπριακό, παρά τις πιέσεις του Λύντον Τζόνσον. Η Ελλάδα παρουσιάστηκε ως αδιάλλακτη και σίγουρα δεν κέρδισε κάτι.
Όλες αυτές οι ενέργειες έδειχναν να απευθύνονται στο εσωτερικό ακροατήριο, να χαρακτηρίζονται από μαξιμαλισμό και έλλειψη αντίληψης και αξιοποίησης των διεθνών συσχετισμών (ιδίως από το Μακάριο). Ήταν χαρακτηριστικά δείγματα ρομαντικού πατριωτισμού. Το τελικό χτύπημα βέβαια το έδωσε ένας «υπερπατριώτης» περιορισμένης αντίληψης, που πίστευε ότι με τις ενέργειές του θα πετύχαινε την ένωση, ο Δημήτρης Ιωαννίδης.
Και να, ήρθαν οι τελευταίες δηλώσεις του κ. Σαμαρά, και μάλιστα από την Κύπρο, για να μας δείξουν ότι τέτοιοι κίνδυνοι από υπερπατριώτες πάντα θα παραμονεύουν. Αν η Πηνελόπη Δέλτα τον βλέπει από ψηλά, σίγουρα δε θα είναι περήφανη.