—της Όλγας Σελλά—
«Έχω μια αγάπη όλο δική μου…» — να αυτό, η αίσθηση της ιδιοκτησίας και της ταύτισης μας έφαγε… Η προσήλωση σε ό,τι νομίζαμε πως ήταν οι άλλοι, η ψευδαίσθηση πως πήγαιναν όπου πηγαίναμε, πως γύρευαν ό,τι γυρεύαμε. Άτοπον. Σε κάθε σχέση. Πόσο μάλλον όταν μέσα μπαίνει η πολιτική, η δημοσιότητα, η φιλοδοξία, η υστεροφημία, ο ναρκισσισμός, η αίσθηση του μεγαλείου, η επίγνωση του μεγαλείου.
Έχω απόλυτη επίγνωση του τι λέω, και όλα τα παραπάνω τα λέω (και) για τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον συνθέτη που αγαπήσαμε ως δημιουργό και αρκετοί από εμάς μισήσαμε ως πολιτικό.
Ο Μίκης συντρόφευσε τις μουσικές μας διαμορφώσεις και όχι μόνο. Συντρόφευσε τους μύθους που μεγάλωσαν την εφηβεία μας και την πήγαν (σε όσους την πήγαν) στην ενηλικίωση· ήταν η ζωντανή διαδρομή της τέχνης, της πολιτικής επιλογής και του πολιτικού κόστους. Και μετά άρχισαν όλα ν’ αλλάζουν. Ο Μίκης, ο πληθωρικός Μίκης, σταδιακά έκανε άλλες επιλογές, τότε που δεν ήταν αυτονόητες. Έγινε υπουργός, άνευ χαρτοφυλακίου, της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη! Είχε κόστος η επιλογή του, αλλά εκ των υστέρων διαισθάνθηκα ότι όλες οι επιλογές του είχαν κόστος.
Ήταν πάντα παρών. Πάντα με δηλώσεις, πάντα με πρωτοβουλίες, πάντα με προσκλητήρια. Μέρος της ζωής του όλα.
Τα τελευταία χρόνια η αλήθεια είναι ότι επιχειρεί να είναι παρών. Όχι πάντα επιτυχημένα…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art