Τυπικά εμείς τον αποχαιρετούμε σήμερα. Ουσιαστικά αυτός θα μας συντροφεύει μέχρι εμείς να φύγουμε. Άκουγα στο ραδιόφωνο την πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ 3 όταν ο Γιώργος Τούλας μας πληροφόρησε ότι έφυγε ο Μίκης. Αμέσως έπαιξε το « Δρόμοι παλιοί» σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη με την φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά . Και μου ήρθε αβίαστα και αυθόρμητα η αντίδραση : «Την σημαντική παρουσία σου βρίσκω σε κάθε γωνιά. Ένας κόμπος, ένα δάκρυ. Τα νιάτα μας, τα τραγούδια μας, οι αγάπες μας». Τώρα που επι μέρες ακούμε ξανά και ξανά τα τραγούδια του, ακούμε τον ίδιο σε συνεντεύξεις ποταμούς συνειδητοποιούμε το μέγεθος. Μου έκανε εντύπωση οτι κατά κανόνα απουσίασαν κριτικές παρατηρήσεις για πλευρές της πολιτικής του παρουσίας τα τελευταία χρόνια, πλευρές παράδοξες και αφύσικες. Και αυτό όχι λόγω μιας τυπικής στάσης απέναντι στον θάνατο, όπου ο θανών δεδικαίωται σε κάθε περίπτωση. Αλλά γιατί οι πάντες συνειδητοποιούν οτι το μέγεθος και η ανεξίτηλη πολιτιστική και δημοκρατική προσφορά του εξαφάνιζαν κάθε παραφωνία , κάθε παραδοξότητα, αφαιρούσαν κάθε τεχνητό μέλος από ένα θεϊκά σμιλεμένο σώμα. Και έμενε ο Μίκης με την τριπλή σφιχταγκαλιασμένη , αδιαίρετη ιδιότητα του οικουμενικού Έλληνα αριστερού . Επίτηδες δεν έβαλα κόμμα ανάμεσα στις τρεις λέξεις. Και όποιος προσπάθησε αυτές τις ημέρες να υποβαθμίσει, να υπερτονίσει η να αυτονομήσει μια από τις τρεις ιδιότητες ή να τον αποχρωματίσει απέτυχε οικτρά .
Αποχαιρετώντας τον σήμερα και προς επιβεβαίωση των παραπάνω θα αναφερθώ σε δυο ιστορίες που έζησα και με σημάδεψαν. . Και θα αφήσω να μιλήσει το κείμενο που γράφτηκε το 2010. Τότε που ο Μίκης ήταν δίπλα μας, δεν υπήρχε το βάρος του θανάτου αλλά της ζώσης πολιτικής αντιπαράθεσης που όμως - όπως ελπίζω ότι θα δείτε- δεν άφησε αρνητικό αποτύπωμα στην συνολική κρίση μου . Από το « Προχωρώντας και αναθεωρώντας « , λοιπόν, εκδόσεις Πόλις του καλού φίλου Νίκο Γκιώνη.
Η πρώτη ιστορία αφορά στο Περιγιάλι , όπως ζητούσε ο κόσμος τον δίσκο, την μελοποιημένη δηλαδή «Άρνηση» του Γιώργου Σεφέρη. Θα ακούσατε αυτές τις ημέρες τον Μικη να διηγείται τις περιπέτειες του μέχρι να καθιερώσει τον Μπιθικώτση. Ούτε στον Σεφέρη, ούτε στον Ρίτσο , ούτε στον μουσικοκριτικό της Αυγής άρεσε η «σπηλαιώδης» φωνή του. Ήθελαν και για τον Επιτάφιο και για το Περιγιάλι κάτι πιο σοφτ, πιο οικείο στα τότε ακούσματα ( Μούσχουρη άντε μέχρι Μαίρη Λίντα) κάποιοι δεν ήθελαν και τα «τέλια» να συνοδεύουν την ποίηση. Τα σάρωσε όλα αυτά ο λαός τραγουδώντας. Υπήρχε και ένα άλλο ζήτημα με το Περιγιάλι. Στην Άρνηση ο Σεφέρης μετά το « …πήραμε την ζωή μας» βάζει άνω τελεία και μετά συνεχίζει « λάθος». Μεγάλη συζήτηση για αυτή την άνω τελεία. Αλλάζει το νόημα αν την αγνοήσεις; Και πως να την αποδώσει ο Μπιθικώτσης; Διηγείται ο Μίκης. «Προσπάθησα. Του είπα μετά την ζωή μας πάρε μια ανάσα. Δεν βγαίνει κύριε Μίκη , μου λέει. Πήρε φόρα το έβγαλε όλο μαζί» Πήραμε την ζωή μας λάθος, έξαλλος ο Σεφέρης , το κράτησε για ένα διάστημα του Μικη. Μόνο όταν άκουσε σε όλες τις ταβέρνες και τα κέντρα τον κόσμο να το τραγουδάει συμφιλιώθηκε με το αναποπφευκτο.
Στην κηδεία του Σεφέρη όλοι οι δημιουργοί απουσίαζαν για διαφορετικούς λόγους. Όμως ήταν παρούσα η δημιουργία και ένας διαφορετικός εκτελεστής, μια μεγάλη λαϊκή χορωδία. Από το βιβλίο:
«Η κηδεία είχε αντιδικτατορικό χρώμα, σχεδόν όλοι είχαμε προστρέξει επί τούτου για να διαδηλώσουμε την αντίθεσή μας στην Χούντα. Η ατμόσφαιρα, ηλεκτρισμένη από την αρχή, φορτιζόταν από τις αλλεπάλληλες αφίξεις προσωπικοτήτων του παλαιού πολιτικού κόσμου. Χλιαρά και αναγκαστικά τους χειροκροτούσαμε για να υποδηλώσουμε τα αντιδικτατορικά μας αισθήματα. Η Μητροπόλεως πήρε φωτιά και ο κόσμος βρήκε την λαλιά του μόλις εμφανίστηκε το μεγάλο, γεμάτο γαρίφαλα στεφάνι με την υπογραφή «Πολιτικοί κρατούμενοι φυλακών Κορυδαλλού». Η ίδια η κηδεία ήταν μια επίδειξη αντιδικτατορικής ενότητας, προάγγελος της Ελλάδας της συμφιλίωσης και εκατέρωθεν ανοχής που οικοδομήθηκε μετά το 1974. Ο ίδιος ο νεκρός ανήκε στον αστικό πολικό χώρο, αλλά με τη δήλωσή του είχε ξεπεράσει τα στενά σύνορα της παράταξής του, βοηθούντος δε του ποιητικού του έργου και κυρίως της μελοποίησής του από τον Μίκη ,είχε αγγίξει και τους ηττημένους του Εμφυλίου. Μέσα στην εκκλησία συνωστίζονταν οι εκπρόσωποι του παλαιού πολιτικού κόσμου, κάπως πιο σοφοί οι περισσότεροι μετά την συνειδητοποίηση των δικών τους ευθυνών στην επικράτηση της δικτατορίας. Κι έξω από την εκκλησία ο κόσμος της καθημαγμένης αλλά ακόμα τότε ακτινοβολούσας Αριστεράς, έτοιμος για τη δύσκολη δουλειά, έτοιμος να διαδηλώσει έχοντας ως λάβαρο το στεφάνι των εγκλείστων του Κορυδαλλού. Αν στο φέρετρο του Παλαμά ακουμπούσε όλη η Ελλάδα όπως είπε ο μεγαλόστομος Σικελιανός, στο φέρετρο του Σεφέρη ακουμπούσε η αγωνιζόμενη Ελλάδα. Και αν κρίνουμε από το πλήθος των συγκεντρωμένων δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά μετά την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου που ο κόσμος έβγαινε στον δρόμο. Όλη η δύναμη της Αστυνομίας ήταν εκεί μαζί με το σπουδαστικό και το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας. Μόλις το φέρετρο βγήκε από την Εκκλησία κάποια μισόκλειστα χείλη άρχισαν να μουρμουρίζουν τραγουδιστά το πασίγνωστο «Περιγιάλι». «Ησυχία», «Σκασμός», «Διαλυθείτε», φώναζαν οι επικεφαλής της Αστυνομίας και οι ασφαλίτες, αλλά το πλήθος τους ξεπέρασε, πήρε στο κατόπι το φέρετρο, το μουρμούρισμα δυνάμωσε, έγινε λέξεις και σε δευτερόλεπτα τραγούδι και κραυγή ελευθερίας.
Διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό.
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας . Λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή.
Όσο κι αν ο έρωτας αποτελεί στην απόλυτη μορφή του κατάθεση ελευθερίας, δύσκολα ο νεκρός θα φανταζόταν ότι το ερωτικό και λυρικό Περιγιάλι του θα μετατρεπόταν σε αγωνιστικό παιάνα. Υπάρχουν, όμως, στιγμές που οι λέξεις ξεπερνάνε τον δημιουργό και τις προθέσεις του, αυτονομούνται και εκφράζουν την ταραγμένη εποχή και αυτούς που τις έχουν στα χείλη τους». Ποιος να ασχοληθεί έκτοτε με την άνω τελεία. Είχε μπει το θαυμαστικό/
Η δεύτερη ιστορία αφορά στην παρουσία του Μίκη στο 3ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ . Έχοντας την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγράμματος στα τρία πρώτα Φεστιβάλ έζησα όλες τις πλευρές της πολυκύμαντης σχέσης του Μικη με το κόμμα. Ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα στην κομματική γραμμή και τις εκάστοτε προτιμήσεις της και το τεράστιο βάρος της παρουσίας η της απουσίας του Μίκη. Πάλι από το βιβλίο.
«Το Φεστιβάλ έγινε στο Περιστέρι. Τώρα όμως τα πράγματα μουσικοπολιτικά είχαν αλλάξει. Το εκκρεμές Μίκης Θεοδωράκης είχε πάρει κατεύθυνση προς το άλλο άκρο. Πλησίαζαν δημοτικές εκλογές και η απόφαση για την υποψηφιότητα του Μίκη στον Δήμο Αθηναίων είχε ληφθεί στα ανώτερα κλιμάκια και το φεστιβάλ ήταν ο ιδανικός χώρος για να περάσει στον κόσμο του ΚΚΕ. Παρότι οι κομμουνιστές αποτελούν πειθαρχημένο στρατό, η στροφή ήταν τόσο απότομη, ώστε υπήρχε κίνδυνος κάποιοι να βρεθούν από την καρότσα στον δρόμο και να μην ακολουθήσουν το όχημα στην ανέφικτη –όπως αποδείχθηκε- πορεία κατάληψης του Δήμου Αθηναίων. Ενώ, λοιπόν, στη Καισαριανή δεν μπορούσες να ακούσεις Θεοδωράκη, στο Περιστέρι ήταν δύσκολο να ακούσεις κάτι άλλο. Το αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη συναυλία που θα έδινε ο Μίκης με τη Φαραντούρη, την Κυριακή το βράδυ, πριν από τη κεντρική ομιλία του Χαρίλαου. Δεν έπεφτε καρφίτσα όταν ο Μίκης σήκωσε το τεράστιο σώμα του, ανέβηκε τα σκαλιά της εξέδρας και με μια ανάλαφρη κίνηση μέσης και φουντωτού κεφαλιού χαιρέτισε το πλήθος. Η υποδοχή ήταν ίσα βάρκα, ίσα νερά. Καλή, αλλά όχι ενθουσιώδης. Το κίτρινο βλέμμα του μίσους είχε φύγει, αλλά το παράπονο για τους «γενίτσαρους» ήταν ακόμα εκεί. Ο Μίκης δεν έδειχνε την παραμικρή ανησυχία, αυτός ήξερε καλύτερα τους κομμουνιστές και την ψυχολογία των μαζών. Πριν καν ακουστεί η επική φωνή της Μαρίας, με το που βγήκε η πρώτη πενιά από το μπουζούκι του Καρνέζη και του Παπαδόπουλου, με το που διπλασίασε το κορμί του ο Μίκης ανοίγοντας σαν αετός τα χέρια του, με το που άρχισε να κρατά το ρυθμό με το αριστερό του πόδι, ένα ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το πλήθος. Σε ένα λεπτό τραγουδούσαν, σε πέντε παραληρούσαν, στο τέλος είχαν γίνει επικίνδυνοι. Τι δήμαρχος! Γραμματέα του ΚΚΕ στη θέση του Χαρίλαου να τους ζητούσες να τον κάνουν, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να δεχτούν. Στο τέλος τον πλησίασαν, τον περικύκλωσαν, προσπαθούσαν να τον φτάσουν, να απλώσουν το χέρι ,να τον ακουμπήσουν, να πάρουν την ευλογία του. Και αυτός γέλαγε σαν μικρό παιδί. Ζούσε τον θρίαμβό του. Τίποτε από όσα έχω ζήσει στα φεστιβάλ μπορούσε να συγκριθεί με αυτό το σχεδον θρησκευτικό παραλήρημα . Το πάθος των από κάτω γινόταν ένα με την δημιουργική μανία της μαυροντυμένης μεγαλόπρεπης φιγούρας που διεύθυνε από πάνω.
Η μουσική και τα τραγούδια του Μίκη είναι αξεπέραστη δημιουργία, ελληνική και παγκόσμια, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να μιλήσω εγώ. Πριν από όλα όμως είναι μουσική και τραγούδια που απευθύνονται –χωρίς αυτό σε τίποτε να τα περιορίζει- στον κόσμος της Αριστεράς. Γι’ αυτό τον καθημαγμένο κόσμο γράφτηκαν και χωρίς αυτόν δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα γράφονταν έτσι. Ο μεγάλος δημιουργός ξεπερνά την εποχή του, αλλά ξεκινά από αυτή…Κάθε φορά που ο Μίκης μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, ήξερα την θεραπεία. Ξαναγινόμουν ο ακροατής του Φεστιβάλ. Έβαζα στο στερεοφωνικό κάποιο από τα αγαπημένα μου, την Πολιτεία και τα Επιφάνια Αβέρωφ, την Κατάσταση Πολιορκίας, τον Επιτάφιο ή τις Μικρές Κυκλάδες, χανόμουν μέσα στην σπηλαιώδη φωνή του Μπιθικώτση και το παράπονο της Ντόρας Γιαννακοπούλου και τα ξέχναγα όλα. Ξεκίναγα θυμωμένος και στο τέλος ήθελα να τον ευχαριστήσω για όσα μας έδωσε.»
Δεν έχω να προσθέσω ή να αλλάξω μια λέξη. Ευγνώμονες σε κατευοδώνουμε.