Ο μηδενισμός, τα πανεπιστήμια και η νέα κανονικότητα?

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 21 Δεκ 2018

«Αυτό που εξιστορώ είναι η ιστορία των επόμενων 2 αιώνων που έπονται.  Κάνω την περιγραφή εκείνου που είναι αναπόφευκτο να επέλθει ? δηλαδή την κυριαρχία του μηδενισμού. Και καθώς η ανάγκη είναι ήδη επιτακτική, μπορώ να γράψω από τώρα αυτή τη σελίδα στην ιστορία… Όλα μοιάζουν σα ν’ αναγγέλλουν προφητικά κάτι, που έχει κιόλας συμβεί.»

Ο Νίτσε εξιστορούσε τον 19ο αιώνα την ιστορία των επόμενων 2 αιώνων και αφηγείτο παρότι ήταν υπερβολικά παράτολμο, το ερχόμενο  ?  την ανάδυση του μηδενισμού.

Επαληθευμένης πλήρως σήμερα της πρόβλεψής του, ο μηδενισμός δρασκέλισε το κατώφλι της ιστορίας.  Έχει ανέβει ήδη στη σκηνή.

Τι σημαίνει όμως μηδενισμός; Σημαίνει ότι οι υπέρτατες αξίες έχουν χάσει κάθε αξία. Σημαίνει την πτώση κάθε υψηλής αξίας. Σημαίνει την ασημαντότητα που σφραγίζει τα πάντα. Την έλλειψη του στόχου.

Το κενό που προέκυψε και το ισχυρό αίσθημα απώλειας για το νεωτερικό και το σύγχρονο άνθρωπο τροφοδοτεί τον σκεπτικισμό, τον  κυνισμό και τον μηδενισμό.

Οι παρανοϊκές συνέπειες του μηδενισμού δημιούργησαν μετά την μεταπολίτευση στα πανεπιστήμια – ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια – έναν νέο ανθρώπινο τύπο, θορυβώδη, χωρίς νεανικό ρομαντισμό, εξαρθρωμένο από τον αναρχικό ακτιβισμό, με νέα πρότυπα συμπεριφοράς και με την χαρακτηριστική άρνηση αναγνώρισης των ορίων του.

Τα πανεπιστήμια παραδόθηκαν στο «άχρηστο πάθος» του φοιτητικού συνδικαλισμού. Μία φρικώδης δραστηριότητα, η οποία με το πρόσχημα της απελευθέρωσης από την αυταρχική εκπαίδευση, επιτίθεται στην αλήθεια – ως μία έννοια με διαφορετική πρόσληψη από την επιθυμητή – πλαστογραφώντας την πραγματικότητα, όπως «βολεύει» να την προσλάβουμε.

Το πολυθρύλητο κάποτε φοιτητικό κίνημα, έχει διολισθήσει σε μία μορφή ακτιβιστικού μηδενισμού, που τροφοδοτεί τον κρατικό μηχανισμό με κομματικά στελέχη.

Αναπαράγει την αρχέγονη μέθοδο απόκτησης της εξουσίας: τη συγκρότηση ομάδων που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων.

Το νέο ήθος που επιβλήθηκε μέσω του συνδικαλισμένου φοιτητικού κινήματος, περιλαμβάνει την εκκωφαντική απόρριψη της αστικής παιδείας και των θεσμών, ως κατάλοιπων του δεξιού κομφορμισμού. Περιλαμβάνει επιπλέον, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αποστροφή για τον αστικό πολιτισμό», δηλαδή την απόρριψη των κανόνων της πολιτισμένης κοινωνίας και την εκτόνωση μέσω της επιστροφής στον πρωτογονισμό.

Στην χαρακτηρισμένη από τεράστια κόπωση πραγματικότητα, διδάσκοντες, διδασκόμενοι, αποστάσεις ανάμεσα στις γενιές και ιδέες πολτοποιούνται.

Αυτό απεικονίζει την κατάρρευση της τάξης πραγμάτων στον ακαδημαϊκό χώρο, την ακύρωση της μετακένωσης και της ανταλλαγής των ιδεών ανάμεσα στις γενιές, δηλαδή της δημιουργικής σχέσης διδάσκοντος και διδασκόμενου.

Απεικονίζει και τις ευρύτερες προεκτάσεις που έχει και οι οποίες συνδέονται με τον φόβο του Γκαίτε για τον απόλυτο εκτροχιασμό που μπορεί να φτάσει ο κόσμος.

Είναι ο φόβος της άρνησης και της καταστροφής σε ό,τι δημιουργήθηκε. (Μεφιστοφελής)

Θα μπορούσε όμως να συνδέεται και με τον παραλογισμό της νέας κανονικότητας, που σε αντίθεση με όσα κάποτε θεωρούσαμε φυσιολογικά ρυθμίζει τις ζωές μας.

Η νέα κανονικότητα, μία αλλόκοτη υπερδραστηριότητα – αποτέλεσμα όπως φαίνεται ελλειμματικής παιδείας και αναζήτησης της ταυτότητας ενός ελλειμματικού εαυτού – συνιστά κάθε φορά μια καινούρια εμπειρία, έλλειψης κοινωνικής αγωγής, σύνεσης και αυτογνωσίας.

Είναι πάντα μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη, ενυπάρχει δυναμικά και είναι μία από τις μύριες μορφές των ομόκεντρων κύκλων, που πήρε και άφησε – γεμάτος από σημαίνοντα και σημαινόμενα – ο αντισυστημισμός.

Είναι πλέον η εποχή, που τα γεγονότα φαντάζουν και προβλέψιμα και απίστευτα. Ο όρος κανονικότητα, χάνοντας την πρωταρχική του σημασία, κατέληξε να υποδηλώνει το μη κανονικό της νέας κανονικότητας.

Σπάνια σε μία εποχή συνδυάζονται τόσο πυκνά και ισορροπημένα η αγάπη για την μη κανονικότητα, μαζί για την απελπισία γι’ αυτήν.

Ωστόσο, η νέα κανονικότητα είναι εδώ και μας θυμίζει επιτακτικά, την κατάργηση της αριστείας, την αποθέωση της ημιμάθειας και των ημιαργιών, την υποβάθμιση και κατάρρευση της παιδείας, την θεσμοποίηση της «ήπιας βίας» και τη επικράτηση της «μεταμοντέρνας» αντίληψης που αθωώνει την μετριότητα.

Θα είναι πάντα η απόφυση, που θα λειτουργεί ως σύμβολο της στροφής και του εθισμού της κοινωνίας στην γοητεία των συνάψεων για την προάσπιση των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των χαμηλών προσδοκιών, της αδιαφορίας για την αλλοίωση του ρόλου και την εργαλειακή χρήση της δικαιοσύνης και των ανθρώπων του πνεύματος, μέσω της ιδεοληψίας και της μετοχής στην εξουσία.

Αναμοχλεύει τα βαθειά στρώματα μέσα της – μία ανυποψίαστη γενιά της απόλυτης αμηχανίας, που ενσωματώνει το τέλος όλων των μεταπολιτευτικών μας βεβαιοτήτων – εφόσον βίωσε τη διάψευση, έχει απωλέσει κάθε προσδοκία και κάθε υλική σταθερά.

Κάποιες φορές αυτή καθ’ εαυτήν η εμπειρία μοιάζει με απόπειρα κατάληψης της πολιτικής σκηνής και της κοσμοθεωρητικής της χωροταξίας και τείνει να γίνει αποδεκτή.

Ο λαός κινείται σ’ έναν ανεμοστρόβιλο, που διαπερνά και αποστοιχίζει, από τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες, τάξεις και διαχωριστικές γραμμές.

Στην καθήλωση σε μία παγίδα της ιστορίας.

Στο μανιχαϊστικό σύμπαν της νέας κανονικότητας, ένα αφήγημα, που πραγματεύεται τη γκρίζα πραγματικότητα μιάς πολύ άστατης συνθήκης, τοιχογραφεί μία Ελλάδα, χωρισμένη σε ανθρώπους, που ζουν τη ζωή τους σε μία αδιατάρακτη – κάποιες φορές και επαυξημένη κανονικότητα – και σε ανθρώπους, που ζουν την εποχή τους, αναζητώντας τα νέα τους όρια και τον τρόπο της αυτοπραγμάτωσης.

Έναν κόσμο διπλό, χωρισμένο, αντιθετικό.

Έναν κόσμο που αποδείχθηκε πιο σύνθετος και οι ιδεολογίες μικρές.

Αντιπροσωπεύει μία γενιά, που είναι μέρος της γενιάς της κρίσης, η οποία εμφυτεύοντας το σπέρμα μίας θητείας «ήπιας βίας» διαβάζει αλλιώς τον κόσμο, ώστε να μην ενοχλεί τις προοδευτικές της μνήμες, καταγγέλοντας συγχρόνως έναν κόσμο απολιθωμένο, που έζησε και έκλεισε τον κύκλο του. Επισημαίνει ότι η μοναδικότητα του κόσμου αυτού, όσο σπουδαία και αν είναι δε συγκινεί πλέον.

Η κοσμοαντίληψη αυτού του τύπου, που ενσωματώνει την αμφιθυμία, τον θυμό και τη σύγχυση φλερτάρει συχνά με ακραίες και περιθωριακές ιδέες, υπαινισσόμενη ως δικαιολογητική αιτία αυτό που ο Ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Cas Mudde ονομάζει «αντιφιλελεύθερη δημοκρατική απάντηση στον αντιδημοκρατικό φιλελευθερισμό.»

Η ιστορική έρευνα θα είναι αντιμέτωπη με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αντίσταση των λησμονημένων». Γιατί δύσκολα η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία θα μπορούσε να ενσωματώσει μία αφήγηση εντεινόμενης αμετροέπειας.

Μέσα στην τρέχουσα απελπιστική σύγχυση ζητημάτων και επιχειρημάτων, η σύγχρονη Ελλάδα ζει «τη μοίρα» που προφητικά προανήγγειλε ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός.  Συνιστά ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Αναζητά την αρμονία ανάμεσα στη δύναμη και την αδυναμία, στην κατάφαση και την αίρεση, τη γείωση και το ταξίδι.

Περιγράφεται ως μία χώρα εξαίσιας ωραιότητας, η οποία είναι συνδεδεμένη με την ειρήνη, τον ανθρωπισμό, τον έρωτα, με μία μεγάλη ανθρώπινη θέρμη, ενώ βγαίνει από τα ερείπια και προσπαθεί να αφήσει πίσω της τη θέα και την επίμονη μυρωδιά τους. Αλλά επιπλέον και με το ναρκισσισμό μιας νωθρής ιδιαιτερότητας. Οι νεοέλληνες σύμφωνα με τον φιλόσοφο συλλογίζονται μεν, αλλά δε σκέπτονται. Λείπει ο στοχασμός.

Με αυτόν τον τρόπο ακτινογραφεί αδιατάρακτες παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας.

Η πολιτική σπουδαιότητα των παραπάνω, επιβάλλει στην κοινότητα να κοιτάζει «στις απαρχές της για μία εξήγηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της και επομένως για μία ένδειξη του τι της επιφυλάσσει το μέλλον».

Χρέος μας είναι, να μη θεωρούμε τίποτε φυσιολογικό απ’ όσα συμβαίνουν και να αγωνιζόμαστε για το αυτονόητο. Και όταν απογοητευόμαστε, μπορούμε πάντα να ακούμε σαν «χάδι της ιστορίας» το κομμάτι, που είχε παίξει ο Λ. Κύρκος στην φυσαρμόνικα, αποχαιρετώντας τον Μπερλίνγκουερ. Την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν. Αυτό το τελευταίο, το κατά συμβεβηκός, ταύτισε την ανανεωτική και φιλοευρωπαϊκή αριστερά με τον «ύμνο στη χαρά», που περιέχει συνήχηση πολιτισμού  και ορθολογικής κανονικότητας.

Είναι οι συνηχήσεις, που ανεπαισθήτως επινεύουν στην αφύπνιση και στην καταγγελία του ύπνου της κοινωνίας, σε σχέση με τη δυστοπική πορεία προς το άγνωστο, καθώς και στην απονομιμοποίηση της υπονόμευσης της αλήθειας.

Το συμπέρασμα επίκαιρο, υπαινίσσεται, την ασυμβατότητα ανάμεσα στην παλαιά μυθική αλήθεια της αριστεράς και σε ένα εντελώς νέο σύνολο εικόνων καθώς και σε ένα εντελώς νέο λεξιλόγιο, που ενσωματώνεται στην πολιτική γλώσσα – κληροδότημα του αντισυστημισμού. Τα τελευταία σάρωσαν και καταβύθισαν αλησμόνητες  αρχές – μέρος μίας ιερής ιστορίας – δομημένες σε συγχορδία με τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου.  Σάρωσαν  επιπλέον και  την πιθανότητα επίσπευσης της κανονικότητας, αφήνοντας ανοιχτό το τραύμα της  ματαίωσης.