Ο-μεγάλον

Κώστας Μποτόπουλος 22 Δεκ 2016

Σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, η παρουσία ενός ψύχραιμου, ή ενός μη ψύχραιμου, ανθρώπου στο τιμόνι της ισχυρότερης, αν και σε υποχώρηση, χώρας του κόσμου εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη σημασία. Έστω κι αν τα προηγούμενα οκτώ χρόνια δεν αποφεύχθηκαν καταστροφές κι ο κόσμος δεν είναι συνολικά ασφαλέστερος, όσα έγιναν αλλά και όσα έρχονται ρίχνουν κι από αυτή την άποψη ένα άλλο φως στα «χρόνια Ομπάμα».

  1. Πόλεμος και ειρήνη

 

Περισσότερο από εξωτερική πολιτική με την παραδοσιακή έννοια των παράλληλων κινήσεων σε πολλά μέτωπα, ο Πρόεδρος Ομπάμα αντιλήφθηκε από την αρχή της θητείας του ότι ο κόσμος περίμενε από αυτόν κάτι πιο συνολικό: μια άλλη αντίληψη της Αμερικής για τις διεθνείς σχέσεις, μια διαφορετική αντιμετώπιση της αιώνιας και άλυτης διαπάλης ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Κι όσο κι αν είναι αλήθεια ότι δεν του έλειψαν ούτε οι πόλεμοι, που συνήθως δεν θέλησε, ούτε οι ειρηνευτικές προσπάθειες, έστω κι αν οι περισσότερες έμειναν ημιτελείς, το τελικό αποτέλεσμα είναι όχι μόνο άνισο αλλά και γριφώδες.

Ο Ομπάμα κληρονόμησε δύο πολέμους από τον μικρό Μπους –στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν- και ενεπλάκη, με διαφορετικό τρόπο, σε άλλους δύο –στη Λιβύη και τη Συρία. Από την αρχή ανακοίνωσε και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2010 ολοκλήρωσε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ –οι περίπου 10.000 άνδρες που παραμένουν δεν έχουν στρατιωτικό ρόλο αλλά υποβοηθητικό των πελαγωμένων ιρακινών αρχών. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν μάλιστα να παρέμβουν ακόμα και όταν τους ζητήθηκε από τις ιρακινές αρχές, το Σεπτέμβριο του 2014. Η κατάσταση στη χώρα βέβαια κάθε άλλο παρά είναι ομαλή αλλά, όπως ισχύει σε όλες σχεδόν τις σχετικές συρράξεις και τα επακόλουθά τους, η Αμερική δεν είναι δυνατόν να είναι συγχρόνως στρατιωτικά αμέτοχη και εγγυήτρια της κοινωνικής ειρήνης.

Στο Αφγανιστάν, αντίθετα, παρά τις αρχικές διακηρύξεις, ο Ομπάμα αποφάσισε, το Δεκέμβριο του 2009, να στείλει 30.000 επιπλέον στρατιώτες για να αναχαιτίσουν έναν εχθρό που είχε πάψει να είναι η Αλ Κάιντα και είχε πάρει την ακόμα απειλητικότερη –και για τους κατοίκους του ίδιου του Αφγανιστάν και για την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή- μορφή της «δεύτερης γενιάς» των Ταλιμπάν. Ο εκ προοιμίου αδύνατον να κερδηθεί ανταρτοπόλεμος συνεχίστηκε, αποτελέσματα, πέρα από την επαναβύθιση της χώρας στο χάος, δεν υπήρξαν, κι έτσι το Μάιο του 2012 ο Ομπάμα ανακοίνωσε σταδιακή απόσυρση, που αναβλήθηκε για το τέλος του 2014, αλλά με αναβολή της αναβολής παραμένουν ακόμα 5.500 στρατιώτες. Ούτε ο πόλεμος τέλειωσε, ούτε η χώρα κυβερνάται, ούτε προοπτικές υπάρχουν: δίπλα-δίπλα με την εμπειρία του Ιράκ το μάθημα ότι ούτε η ανάμιξη ούτε η μη ανάμιξη είναι πανάκεια κατέστη περισσότερο από σαφές.

Στη Λιβύη, μετά από αρκετούς δισταγμούς, και μπροστά όχι μόνο στην αποκάλυψη –που δεν ήταν δα και καινούργια- του πραγματικού προσώπου του καθεστώτος, αλλά κυρίως στη σχεδόν ομόφωνη αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, ο Ομπάμα αποφάσισε, το Μάρτιο του 20111, ότι έπρεπε να τελειώσει τον Καντάφι. Η πρώτη φάση, της στρατιωτικής επέμβασης και της γρήγορης πτώσης του ίδιου του τρελού δικτάτορα και του καθεστώτος του, μπορεί να θεωρηθεί ότι στέφθηκε από επιτυχία. Όμως η δεύτερη και πιο κρίσιμη φάση της εγκαθίδρυσης μιας κυβέρνησης που να μπορεί να διοικήσει και να ενώσει χωρίς ξένες παρεμβάσεις, έμεινε εντελώς στον αέρα. Η Λιβύη είναι σήμερα «ελεύθερη» αλλά χωρίς κράτος και εξουσία και με έναν εμφύλιο πόλεμο για τον οποίο η διεθνής κοινότητα απλώς δεν ενδιαφέρεται. Αφημένη στη μοίρα της αλλά με μια μοίρα μη εξαγόμενη.

Δεν ισχύει το ίδιο για τη Συρία, που αποτέλεσε ίσως τη δυσκολότερη δοκιμασία αλλά και πιθανότατα, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, τη μεγαλύτερη αποτυχία του Ομπάμα ως στρατιωτικού ηγέτη. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να κρατήσουν μια σχετικά ήπια στάση απέναντι στο καθεστώς Άσαντ και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε –δηλαδή εξολόθρευε- τους εσωτερικούς αντιπάλους του, μη θέλοντας να προκαλέσει την παραδοσιακή προστάτιδα της Συρίας Ρωσία αλλά και αντλώντας μαθήματα από την αναποτελεσματικότητα των επεμβάσεων τόσο στο Ιράκ όσο και στη Λιβύη. Στις 20 Μαρτίου του 2013, όμως, με την ένταση του εμφυλίου πολέμου και τη βαρβαρότητα του καθεστώτος να εντείνονται διαρκώς, αυτοκλήτως ο Ομπάμα τράβηξε μια «κόκκινη γραμμή»: οποιαδήποτε επίθεση με χημικά κατά αμάχων θα σηματοδοτούσε επέμβαση των ΗΠΑ για ανθρωπιστικούς λόγους. Επίθεση κατά αμάχων με την ουσία «σαρίν» –δεν ήταν η μόνη αλλά εκείνη που πήρε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα- έλαβε χώρα στις 21 Αυγούστου του 2013 στη Δαμασκό και μάλιστα ο ίδιος ο Υπουργός Εξωτερικών Κέρι τη χαρακτήρισε δολοφονική και αποδεδειγμένη. Η κόκκινη γραμμή είχε ξεπεραστεί. Ο Ομπάμα, αφού πρώτα ανακοίνωσε την πρόθεση των ΗΠΑ να χτυπήσουν στη Συρία, αποφάσισε, μετά από μια μυστηριώδη βόλτα 45 λεπτών στους κήπους του Λευκού Οίκου με τον προσωπάρχη του, να ζητήσει πρώτα την έγκριση του Κογκρέσου, την οποία ήξερε ότι δεν μπορούσε να λάβει, αφού και πολλοί Δημοκρατικοί ήταν αντίθετοι. Ψάχνοντας και  μη βρίσκοντας νομική και πολιτική αιτιολόγηση (ο Πρόεδρος δεν είχε άδικο ούτε θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καμία «καθαρή» λύση, ούτε συνυπολογίζοντας την αντίστοιχη άρνηση του Βρετανικού Κοινοβουλίου, ούτε σκεπτόμενος ότι χρειαζόταν το πράσινο φως του Κογκρέσου ενόψει πιθανής κλιμάκωσης του πολέμου), ο Ομπάμα έπεσε στην παγίδα της αυτοαναίρεσης από υπερβολική ψυχραιμία. Η αποφυγή ενός άγνωστης έκβασης, εκτός από την πτώση του Άσαντ, και πολυμέτωπου πολέμου είχε ως εξαιρετικά βαρύ τίμημα το δράμα του συριακού λαού, που σφραγίστηκε στο τέλος του 2016 με την ανακατάληψη και τη σφαγή στο Χαλέπι, την ενδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ, τη στρατιωτική και πολιτική νίκη της Ρωσίας και του Πούτιν προσωπικά, τη βύθιση όλης της περιοχής στο γεωπολιτικό χάος και, πιο έμμεσα αλλά ίσως πιο κρίσιμα από οτιδήποτε άλλο, την επιβίωση, αν όχι ενδυνάμωση, του ισλαμικού Κράτους και τη «δικαιολόγηση» του ολοκληρωτικού πολέμου του έναντι της Δύσης. Τα όρια του «σκέψου τα πάντα πριν δράσεις» βρίσκουν στην περίπτωση της Συρίας τη δραματική κορύφωσή τους, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι συνέπειες μιας επέμβασης το Σεπτέμβριο του 2013 θα ήταν αναγκαστικά καλύτερες.

Αντιλαμβανόμενος την αποτυχία του στη Συρία, ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι θα έστρεφε εφεξής τις προσπάθειες του σε δύο μεγάλα μέτωπα: το Ιράν και το πυρηνικό του πρόγραμμα αφενός, την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή από την άλλη. Στο πρώτο κατήγαγε μια μεγάλη διπλωματική νίκη: η συμφωνία του Ιουλίου του 2015 (που επικυρώθηκε μάλιστα τον Αύγουστο από ένα εχθρικότατο Κογκρέσο) για σταμάτημα των προσπαθειών του Ιράν για δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου με αντάλλαγμα την άρση του αμερικανικού και δυτικού εμπάργκο και την προώθηση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με το καθεστώς της Τεχεράνης, αποτελεί μια τολμηρή και ελπιδοφόρα πρωτοβουλία. Γενικότερα στον τομέα του ελέγχου των πυρηνικών όπλων, ο Ομπάμα κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες και είχε απτά αποτελέσματα: ανάληψη της παγκόσμιας ηγεσίας στον αγώνα κατά των πυρηνικών (λόγος της Πράγας, Απρίλιος 2009), εγκατάλειψη της πυραυλικής ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη με αντάλλαγμα τον πυρηνικό αφοπλισμό με το Ιράν (Σεπτέμβριος του 2009), συμφωνία περιορισμού πυρηνικών όπλων με τη Ρωσία (τον Απρίλιο του 2010), διεθνής διάσκεψη για την αποτροπή πρόσβασης τρομοκρατικών οργανώσεων στα πυρηνικά (επίσης τον Απρίλιο του 2010).

Ο Ομπάμα όμως ηττήθηκε, σχεδόν χωρίς αγώνα, στο μέτωπο της ειρήνευσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Στην αρχή οι ιδέες και τα σχέδια δεν του έλειψαν: «λύση 57 κρατών» (απόσυρση Ισραήλ από τα εδάφη του 1967 και σταμάτημα εποικισμών σε αντάλλαγμα με αναγνώριση και παραχώρηση δικαιώματος εισόδου και υπερπτήσεων από τα αραβικά κράτη), δέσμευση για λύση στη βάση «2 χώρες, όχι έποικοι, όχι βία» (λόγος του Καϊρου, τον Ιούνιο του 2009), έντονες διπλωματικές προσπάθειες, διμερείς και τριμερείς συναντήσεις το 2009 και το 2010. Όλα έμειναν μετέωρα λόγω κυρίως της άρνησης του Ισραηλινού Πρωθυπουργού Νετανιάχου –του ξένου ηγέτη με τον οποίο ο Ομπάμα είχε, σε όλη τη διάρκεια της θητείας του, τη χειρότερη σχέση- να κάνει την παραμικρή υποχώρηση στα θέματα των εποίκων, αλλά και λόγω της στροφής του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινότητας σε άλλες πιο επικίνδυνες εστίες, καθώς και της αδυναμίας της αμερικανικής ηγεσίας να προτείνει οτιδήποτε απτό από ένα σημείο και μετά και ιδίως κατά τη δεύτερη θητεία, όταν ο Τζόν Κέρι διαδέχθηκε τη Χίλαρι Κλίντον στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Ο Ομπάμα προσπάθησε και εν μέρει κατάφερε να θέσει σε νέες βάσεις τη σχέση των ΗΠΑ με τη Ρωσία, αλλά τα πήγε –προφανώς- καλύτερα με Πρόεδρο τον Μεντβέντεφ, με τον οποίο υπέγραψε τη συμφωνία μείωσης των πυρηνικών, παρά με τον Πούτιν, ο οποίος, ιδίως μέσα από την περιπέτεια της Συρίας, ενισχύθηκε και αποτελεί ανοιχτή απειλή για τη διεθνή τάξη που ονειρευόταν ο Αμερικανός Πρόεδρος –και ίσως και όλοι μας. Βρήκε μπροστά του μια πολύ ισχυροποιημένη Κίνα, στην οποία δεν κατάφερε να επιβάλει βελτίωση στον τομέα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά που την κατέστησε σύμμαχο σε δύο σημαντικές διεθνείς συμφωνίες, για την μείωση των εμπορικών δασμών (Νοέμβριος 2014) και ιδίως για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής (βλ. την προηγούμενο επεισόδιο της σάγκας Ομπάμα). Βελτίωσε τις σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ακόμα και την εποχή, περασμένη πια, που κυριαρχούσαν εκεί οι αριστεριστές ηγέτες, η δε συμφωνία (Δεκέμβριος 2014) και επίσκεψη (Μάρτιος 2016) στην Κούβα είναι βέβαιο ότι ανοίγει νέους δρόμους και για τις δύο χώρες. Περιέργως, δεδομένης της καταγωγής αλλά και της πολιτικής φιλοσοφίας του, ο Ομπάμα αμέλησε σχετικώς την Αφρική (ο ωραίος λόγος στη Γκάνα, τον Ιούλιο του 2009, δεν ακολουθήθηκε από κάτι απτό) και την Ευρώπη (ο επίσης ωραίος λόγος περί του δημοκρατικού «μοντέλου» της, ήρθε μόλις τον Απρίλιο 2016. Οι Έλληνες δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως ότι μας έσωσε δυο τουλάχιστον φορές, στη διάρκεια της κρίσης, από της Μέρκελ τα δόντια).

Μετά από όλα αυτά, υπάρχει άραγε, και πώς αποτιμάται, «δόγμα Ομπάμα» για την ειρήνη στον κόσμο; Ο ίδιος προσπάθησε να διατυπώσει κάποιες γενικές αρχές, ξεκινώντας από το λόγο που έβγαλε στο Όσλο, το Δεκέμβριο του 2012, με την ευκαιρία της απονομής σε αυτόν του αναπάντεχου όσο και πρόωρου βραβείου Νομπέλ Ειρήνης: «πρέπει να σκεφτούμε με νέους τρόπους τον πόλεμο και την ειρήνη», «είμαι μια ζωντανή απόδειξη της ηθικής δύναμης της μη βίας», «τα μέσα του πολέμου έχουν ένα ρόλο να παίξουν στη διατήρηση της ειρήνης». Τα μέσα αυτά δικαιολογούνται μόνο αν συνδέονται με ανθρωπιστικούς σκοπούς, υπακούουν σε διεθνείς κανόνες, δεν αναλαμβάνονται από μια χώρα μόνη της και οδηγούν «όχι σε μια οποιαδήποτε ειρήνη, αλλά σε μια δίκαια ειρήνη». Ο Ομπάμα θα τιμούσε αυτή τη θεωρία εγκαταλείποντας, και φραστικά (λόγος του Καϊρου) και έμπρακτα τον «πόλεμο με το Ισλάμ» και γενικά αναβαθμίζοντας τις ΗΠΑ σε συγκρατημένη φωνή παγκόσμιας αποτροπής. Αλλά και θα την αρνιόταν δυο τουλάχιστον φορές: εγκαταλείποντας πλήρως, μετά την τραυματική εμπειρία της Συρίας, την ιδέα των στρατιωτικών παρεμβάσεων (λόγος στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουεστπόιντ, το Μάιο του 2014). Και κυρίως κάνοντας ευρεία και διαρκή χρήση των μη επανδρωμένων πολεμικών αεροσκαφών (drones), ταυτιζόμενος έτσι σχεδόν με ένα είδους έμμεσου και εξ αποστάσεως «πολέμου» κατά της τρομοκρατίας, της οποίας σκότωσε τον επιφανέστερο εκπρόσωπο (τον Μπιν Λάντεν, την 1η Μαΐου του 2011) όχι όμως και την παγκόσμια εξάπλωση (μάλιστα της «επέτρεψε», μέσω Ισλαμικού Κράτους, να εξαπλωθεί και στην Ευρώπη).

Ούτε περιστέρι ούτε γεράκι, ο Ομπάμα αποδείχτηκε, και σε αυτόν τον τομέα, ένας διανοούμενος πραγματιστής, που προσπάθησε πολύ και καλόπιστα αλλά προδόθηκε αρκετές φορές από τη διάνοια και τον πραγματισμό του.