Στις 20 Ιανουαρίου, σε εννέα ακριβώς μέρες από σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ θα αντικαταστήσει τον Μπαράκ Ομπάμα στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Και μια νέα εποχή θα αρχίσει και επίσημα.
- Το ύφος ως ήθος
Αν η λίστα των πολιτικών επιτυχιών και μη επιτυχιών του Ομπάμα είναι, όπως προσπάθησα να δείξω στα προηγούμενα εννέα επεισόδια της σειράς που παίρνει τέλος σήμερα, σχετικά μοιρασμένη, αυτό δεν αλλάζει, ή τουλάχιστον, στα μάτια μου, δεν πρέπει ν’ αλλάξει, την αποτίμηση του (δημοσίου) προσώπου ως προσώπου και όχι αποκλειστικά ως αθροίσματος πράξεων και παραλείψεων.
Αν και δύσκολα κανείς θα με πείσει ότι η διάσωση της αμερικανικής, και άρα και της παγκόσμιας, οικονομίας (έστω και με μετάθεση, που σήμαινε όμως ταυτοχρόνως και λείανση, της κρίσης σε πιο ευάλωτες περιοχές), η δημιουργία 15 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, η ένταξη άλλων 20 τουλάχιστον εκατομμυρίων σε ένα, έστω ατελές και «ιδιωτικο-οικονομικής» λογικής, σύστημα υγείας, η έμπρακτη προώθηση της πράσινης ενέργειας στη χώρα του και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε πλανητικό επίπεδο, η αποφυγή πολλών ενόπλων συγκρούσεων και το, επίσης έμπρακτο, άνοιγμα στη φυλετική, πολιτισμική, εθνοτική, θρησκευτική, ατομική διαφορετικότητα είναι ομοιοβαρή με το μη κλείσιμο του Γουαντάναμο, τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσω drones, τη δυνατότητα που δόθηκε σε δυνάμεις του τρόμου να δυναμώσουν λόγω αποφυγής της σύγκρουσης με αυτές, το άφημα του Συριακού λαού στη δραματική μοίρα του -αν δύσκολα λοιπόν κανείς θα με πείσει πως ο τελικός απολογισμός δεν είναι θετικός, το ζήτημα δεν είναι στο ζύγι. Το ζήτημα είναι –ή τουλάχιστον είναι επίσης και σε σημαντικό βαθμό- ποιος, πώς, με τι κριτήρια και με πόση σταθερότητα άσκησε την εξουσία στη σημαντικότερη για την ανθρωπότητα χώρα.
Δεν πιστεύω ότι είναι ούτε ιδεαλισμός ούτε ιεροσυλία το να πει κανείς –το να δει κανείς- ότι το σημαντικότερο πράγμα που κέρδισε η Αμερική, αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος, από την οκταετία Ομπάμα ήταν ότι ο Ομπάμα υπήρξε ο Ομπάμα. Ας μην παρεξηγηθώ: δεν μιλώ για τον Ομπάμα των «μεγάλων λόγων» και των «αγαθών προθέσεων» αλλά για τον Πρόεδρο της καθημερινής στάσης και των καθημερινών αποφάσεων. Το γεγονός ότι σκεφτόταν –και μάλιστα προσπαθώντας να γυρίσει το ζήτημα από όλες τις μεριές- πριν πράξει. Ότι διατήρησε πάντα την ψυχραιμία του και στα εύκολα και στα δύσκολα, καταφέρνοντας το ακατόρθωτο: να αποτινάξει από πάνω του σα νερό της βροχής το μίσος –δεν υπάρχει άλλη λέξη και δεν εκφράστηκε ποτέ τόσο μίσος τόσο γυμνά- εκατομμυρίων συμπατριωτών του που δεν μπήκαν καν στον κόπο να πάνε πέρα από το χρώμα του δέρματός του και το περίγραμμα των ιδεών του. Ότι ποτέ δεν χάιδεψε αυτιά, δεν θριαμβολόγησε, δεν δίστασε να παραδεχτεί τα λάθη του και τις ατέλειες του –θυμηθείτε το λόγο της Αθήνας: «κανείς περισσότερο από εμένα δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πόσο η δημοκρατία είναι εύθραυστη και πόσο το έργο της Προεδρίας μου ανολοκλήρωτο». Ότι δεν λοιδόρησε κανέναν ανταγωνιστή, εχθρό, αντίπαλο, ακόμα και τον άνθρωπο που εξελέγη με βασικό μέλημα την εκθεμελίωση του δικού έργου –πάλι στην Αθήνα: «όπως μπορεί να έχετε προσέξει, ο επόμενος Πρόεδρος της Αμερικής δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερες διαφορές από εμένα … αλλά η δημοκρατία είναι πιο μεγάλη από ένα και μόνο άτομο… γι’ αυτό η κυβέρνηση μου θα κάνει τα πάντα για να επιτευχθεί η ομαλότερη δυνατή μετάβαση». Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε μια λέξη, που δυστυχώς δεν μεταφράζεται στα ελληνικά, και που είναι η λέξη grace. Και μάλιστα amazing grace, αν σκεφτεί κανείς τις αντικειμενικές συνθήκες και την εποχή μέσα στην οποία εκτυλίχτηκε η Προεδρία του.
Και πάλι βιάζομαι να πω: αν όλα αυτά έμεναν στα λόγια και στη στάση –στην «επικοινωνία», που τόσο καλά γνωρίζουμε σε πολλές χώρες, με πρώτη τη δική μας- δεν θα είχαν νόημα. Μεταβλήθηκαν όμως σε πολιτικές επιλογές και σε προσπάθειες, που δεν πέτυχαν ασφαλώς όλες και που δεν πολεμήθηκαν ασφαλώς όλες με τον τρόπο που τους άξιζε και που, συνολικά ειδωμένες, δεν άλλαξαν και δεν βελτίωσαν τον κόσμο και την πολιτική όσο είχε υποσχεθεί ο ίδιος και όσοι όλοι ελπίζαμε. Όμως τα δημοκρατικά ιδανικά δεν διέπνεαν μόνο τους λόγους του Ομπάμα και δεν βρήκαν φραστικό μόνο απόγειο στο λόγο της Αθήνας: η πίστη στη δημοκρατία, στη διαφορετικότητα, στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στη λείανση αλλά όχι κατάργηση της «παγκοσμιοποίησης», στην αντίσταση στην πρόκληση της λαϊκιστικής αποσάθρωσης της νεωτερικότητας και, τελικά, της προόδου, ενυπήρχαν σε πολιτικές επιλογές, συχνά συγκρουσιακές, κι έδωσαν καρπούς. Ιδίως έδωσαν παράδειγμα –άλλο αν, και δέχομαι ότι δεν μπορεί να μείνει ανείπωτο ούτε να θεωρηθεί τυχαίο- ο κόσμος, ξεκινώντας από την ίδια χώρα του, δείχνει προς το παρόν όχι μόνο να μη μιμείται αλλά να γυρίζει την πλάτη σε αυτό το παράδειγμα.
Ας πάρουμε τις τελευταίες του ενέργειες, από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι θα τον διαδεχτεί ο Τραμπ: εξασφάλιση ομαλής μετάβασης (σε σχέση με έναν διάδοχο που είχε δηλώσει ότι, αν δεν κέρδιζε, δεν θα αποδεχόταν το εκλογικό αποτέλεσμα), άρση του βέτο στον ΟΗΕ και διευκόλυνση έτσι της καταδίκης του Ισραήλ για την εποικιστική πολιτική του (και πάλι όχι με συναισθηματικά αλλά με πολιτικά κριτήρια: οι ΗΠΑ παραμένουν στενός σύμμαχος του Ισραήλ αλλά δεν δικαιολογούν τον τρόπο με τον οποίο εμπόδισε την ειρηνευτική διαδικασία και τα εξίσου δίκαια αιτήματα της Παλαιστίνης), καταγγελία της Ρωσίας για την ανάμιξη της στις αμερικανικές εκλογές και γενικά για το ρόλο παγκόσμιου bully στην οποία όλο και πιο ανοικτά τη σπρώχνει ο Πούτιν. Γι’ αυτό συνεχίζει να κάνει εντύπωση –για μένα είναι η μόνη πραγματικά ακατανόητη επιλογή του Ομπάμα- η ανοχή σε παραβιάσεις του κράτους δικαίου στην και από την ίδια του τη χώρα: Γουαντάναμο φυσικά, αλλά και βία κατά διαδηλωτών του κινήματος Occupy, παρακολουθήσεις ξένων ηγετών και δημοσιογράφων, σιωπηρή έστω κατάφαση σε πρακτικές των αρχών ασφαλείας. Δεν ξεχνιούνται κι αυτά αλλά πρέπει να μπουν στη θέση που τους αξίζει.
Για οκτώ χρόνια ο δημοκρατικός κόσμος –οι κάθε λογής «πολίτες του κόσμου», οι οποίοι, πολύ περισσότερο από τους κυβερνώντες, ενσαρκώνουν την πεμπτουσία της Δημοκρατίας, όπως μας θύμισε ο Ομπάμα στο λόγο της Αθήνας- δεν ηγεμονευόταν αλλά ενσαρκωνόταν από έναν άνθρωπο που έκανε πράξη τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια.
Πολίτες όλου του κόσμου, όποιες και να είναι οι πεποιθήσεις του καθενός, ας προσδεθούμε όχι για την προσγείωση αλλά για την πτώση.