Φίλος μου, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όταν συζητούσαμε για τη διαφθορά στο χώρο της δικαιοσύνης, μου έλεγε συχνά πως δεν φοβάται τόσο τον διεφθαρμένο δικαστή, όσο τον ηλίθιο. Γιατί ο διεφθαρμένος έχει επίγνωση των ορίων του, ενώ ο ηλίθιος δεν γνωρίζει όρια.
Η «αρχή» αυτή έχει την αντίστοιχη εφαρμογή της στο χώρο της πολιτικής, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν του Α. Παπανδρέου.
Όπως μας είπε «πρόσφατα» ο Λ. Κύρκος, επρόκειτο για «βαθιά διεφθαρμένο άτομο», που «δεν πίστευε σε τίποτε», κατά τη διαβεβαίωση και του ίδιου του πατέρα του.
Ας μου επιτραπεί να εξομολογηθώ και την προσωπική μου άποψη για τον Ανδρέα, όπως αυτή προκύπτει από τη δική μου «συμμετοχή» στο συλλογικό πένθος, την ημέρα της κηδείας του: Ζήτησα από τις κόρες μου να αποχαιρετήσουμε κι εμείς, με τον δικό μας τρόπο, το «μεγάλο ηγέτη». Έτσι, τους διάβασα το ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ του Αναγνωστάκη. («Α ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα….»).
Αυτή όμως η ιδιότητα του διεφθαρμένου και ιδίως το γεγονός ότι δεν πίστευε σε τίποτε, ήταν και το μεγάλο «προσόν» του Ανδρέα. Και δεν είναι παραδοξολογία. Διότι, ναι μεν οι ιδιότητες αυτές του επέτρεπαν να παίζει με τη χώρα σαν να ήταν κτήμα του (πάντοτε οι διεφθαρμένοι συγχέουν το ιδιωτικό με το δημόσιο), πλην όμως, σε αντίθεση με τον ηλίθιο, γνώριζε τα όριά του. Ήξερε λοιπόν πού έπρεπε να σταματήσει. Και σταματούσε.
Δυστυχώς όμως, με τον Παπανδρέου δεν τελειώσαμε. Επανέρχεται σήμερα απειλητικά ως «παπανδρεϊσμός», με τη μορφή που περιγράφει ο Μαρξ τη σχέση μας με το παρελθόν: «Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν’ ασχολούνται ν’ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, σ’ αυτές ακριβώς τις εποχές…. επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους, για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή σεβάσμια μεταμφίεση και μ’ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα, τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας….» (18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη).
Στην προφητική αυτή και για τη δική μας ιστορική συγκυρία, περιγραφή του Μαρξ, η ιδιαιτερότητά μας προσθέτει ένα δραματικό στοιχείο: Ότι αυτοί που δανείζονται σήμερα τα συνθήματα, τη γλώσσα και τις στολές του Παπανδρέου, περιβαλλόμενοι την «αρχαιοπρεπή σεβάσμια μεταμφίεση» του ανδρεϊσμού, έχουν ένα ιστορικό μειονέκτημα, σε σχέση με το νεκρό που «ανασταίνουν»: Δεν είναι Παπανδρέου. Δηλαδή, δεν είναι διεφθαρμένοι.
Έτσι, μπορεί μεν εκείνος να τους εξαπατούσε όλους, με μοναδικό σκοπό την εξουσία, όμως είχε επίγνωση του κινδύνου της καταστροφής. Και επειδή δεν επιθυμούσε να ηγεμονεύει σε καταστραμμένη χώρα, δεν έκανε το τελευταίο βήμα στο γκρεμό.
Βεβαίως, γνώριζε ότι ετοίμαζε την καταστροφή της χώρας για την επόμενη γενιά, αλλά αυτό για τον ίδιο ήταν αδιάφορη λεπτομέρεια.
Σε αντίθεση όμως με τον Ανδρέα που δεν πίστευε στις διακηρύξεις του, στο «ΝΕΟΠΑΣΟΚ» του ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύουν σ’ αυτά που, με τη «δανεισμένη γλώσσα» του ανδρεϊσμού, μας «υπόσχονται». Άρα, αλλοίμονό μας.