Το καλοκαίρι των διαπραγματεύσεων. Ενας κύκλος διαπραγμάτευσης, ο εσωτερικός μεταξύ των τριών αρχηγών, μόλις έκλεισε. Ενας δεύτερος κύκλος διαπραγμάτευσης μεταξύ Αθήνας και τρόικας για μια ακόμη δέσμη μέτρων αρχίζει ξανά. Κι ένας τρίτος κύκλος διαπραγμάτευσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκεται σε πλήρη, αγωνιώδη και εντελώς αβέβαιη εξέλιξη.
Είναι φανερό ότι η μοίρα μας εξαρτάται από την έκβαση αυτού του τρίτου κύκλου διαπραγμάτευσης. Αφορά το αν και πώς η ζώνη του ευρώ θα λύσει το υπαρξιακό της ζήτημα. Αν και πώς, δηλαδή, θα κλείσει το χάσμα ανάμεσα σε έναν υπερχρεωμένο και μη ανταγωνιστικό Νότο και έναν υπερανταγωνιστικό Βορρά. Χάσμα που αντανακλάται στις αβυσσαλέες διαφορές επιτοκίων και που απειλεί την επιβίωση του ίδιου του ευρώ.
Μέχρι τώρα η κυρίαρχη πολιτική μετέφερε όλα τα βάρη της προσαρμογής στις οικονομίες του Νότου – με πρώτη την ελληνική – οι οποίες βρέθηκαν πιασμένες σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, που επιδεινώνει το βάρος του χρέους, αχρηστεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή και σωρεύει εκρηκτικό κοινωνικό υλικό. Οι χώρες του Βορρά, αντίθετα, διατηρούσαν ανέπαφους τους όρους της υπεροχής τους και κυρίως τον χαμηλό τους πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα είναι, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια σκληρής (και αναπόφευκτης) λιτότητας στις οικονομίες του Νότου, το βάρος του χρέους τους να είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι ήταν. Και το χάσμα ανταγωνιστικότητας με τον Βορρά να έχει γίνει μεγαλύτερο.
Μόλις τώρα, για πρώτη φορά, διαμορφώνεται ένα ισχυρό μέτωπο στην Ευρώπη που επιδιώκει να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Να υποχρεώσει τις νεράιδες του Βορρά να πάρουν μέρος στην προσπάθεια διάσωσης του ευρώ – δηλαδή στην προσπάθεια εξισορρόπησης Βορρά – Νότου – πληρώνοντας και αυτές εύλογο μέρος του τιμήματος προσαρμογής, αποδεχόμενες έναν υψηλότερο πληθωρισμό και τη χρήση των «απαγορευμένων» από το Βερολίνο νομισματικών εργαλείων.
Ολοι καταλαβαίνουμε ότι η επιτυχία αυτού του μετώπου του Νότου (και της λογικής) είναι η μόνη ελπίδα να αποφύγει η ευρωζώνη την άμεση κατάρρευση, που τόσοι αναλυτές προφητεύουν. Και είναι επίσης η μόνη ρεαλιστική ελπίδα, για την πιο αδύναμη και ιδιόμορφη από τις οικονομίες του Νότου, την ελληνική, να ξεφύγει από τον δικό της φαύλο κύκλο που τη σπρώχνει προς την κοινωνική καταστροφή και την έξοδο από το ευρώ (ασχέτως του τι από τα δύο θα προηγηθεί). Αλλά τι πιθανότητες επιτυχίας υπάρχουν στ’ αλήθεια;
Ο Μαρξ έχει γράψει πως «τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν τις επιβάλλει η αδυναμία των ισχυρών, αλλά η ισχύς των αδυνάτων». Αν ο αφορισμός διατηρεί την αξία του, τότε, τηρουμένων των αναλογιών, έχει εφαρμογή και στις προσπάθειες μεταρρύθμισης της κυρίαρχης πολιτικής στην ευρωζώνη. Η οποία, όπως έδειξε και η προχθεσινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, έχει ακόμη ψηλά βουνά να διαβεί.
Και στο μεταξύ εμείς τι κάνουμε;
Από τον Φεβρουάριο του 2010 ως σήμερα οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν πολλές φορές αντιμέτωπες με το ίδιο δίλημμα: να αποδεχθούν ένα «πακέτο μέτρων», για τη σοφία των οποίων αμφιβάλλουν, τις υφεσιακές συνέπειες των οποίων προεξοφλούν, τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις τρέμουν και την ικανότητα εφαρμογής τους, από μια ξεχαρβαλωμένη διοίκηση κι ένα απρόθυμο πολιτικό προσωπικό, δικαίως, αμφισβητούν; ’Η να πατήσουν πόδι, να τραβήξουν «κόκκινες γραμμές», να εκβιάσουν με στάση πληρωμών, να πουν «όχι»;
Η απάντησή τους ήταν κάθε φορά «ναι». Ή, για την ακρίβεια, «ναι και βλέπουμε». Και αυτό εξηγείται νομίζω – αν δεν αγαπάτε τις θεωρίες συνωμοσίας και τα μελό σενάρια «εθνικής προδοσίας» – από την ίδια μαρξική ρήση. Η Ελλάδα, μόνη της απέναντι στην τρόικα, ένιωθε και νιώθει εντελώς αδύναμη. Μπορεί να αποκτήσει την αναγκαία ισχύ, μόνον αν ενταχθεί σε ένα μπλοκ του Νότου, που φιλοδοξεί να επιβάλει στους ισχυρούς την ισχύ των αδυνάτων.
Οποιος θεωρεί την ένταξη αυτή δεδομένη, αυταπατάται. Οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί το γνωρίζουν καλύτερα. Εκριναν, λοιπόν, ότι η αποδοχή των μέτρων τώρα είναι αναγκαίος όρος για την επανένταξη της αποσυνάγωγης χώρας στο ευρωπαϊκό διαπραγματευτικό μέτωπο. Ακούγεται λογικό. Αλλά μένει να αποδειχθεί και εφικτό.