Ο Μαρξ, η αριστερά και η «Χαλυβουργική»

Κώστας Κούρκουλος 26 Ιουλ 2012

Περιγράφοντας ο Μαρξ τη σχέση του «τυχοδιώκτη» – δικός του ο χαρακτηρισμός – Λουδοβίκου Βοναπάρτη («18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»), με τη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία, έγραφε: «Είναι αναγκασμένος, δίπλα στις πραγματικές τάξεις, να δημιουργήσει μία τεχνητή κάστα, για την οποία η διατήρηση του καθεστώτος του, είναι ζήτημα καθημερινού ψωμιού. Γι’ αυτό, μία από τις πρώτες οικονομικές πράξεις του, ήταν να ανεβάσει πάλι τις αποδοχές των υπαλλήλων στο παλιό τους επίπεδο και να δημιουργήσει καινούργιες αργομισθίες…». (Όποιος βρει ποιο ελληνικό κόμμα, ταυτιζόμενο με τη συμπεριφορά του «τυχοδιώκτη» Λουδοβίκου Βοναπάρτη, υποσχέθηκε επιστροφή των μισθών του δημοσίου στα επίπεδα του 2009 και 100.000 καινούργιες αργομισθίες, κερδίζει πρώτο βραβείο μελαγχολίας για το μέλλον της χώρας μας).

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο – συνεχίζει ο Μαρξ – η τεχνητή κοινωνική τάξη των δημοσίων υπαλλήλων, ανάγεται σε «…φρικιαστικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της …κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της.»

Απ’ όσα μας λέει λοιπόν ο Μαρξ, εφ’ όσον οι σιτιζόμενοι στο δημόσιο οφείλουν τη σίτισή τους σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, τυχόν ανατροπή αυτών των συνθηκών, ή ακόμη και μεταρρύθμιση, θα έθετε σε κίνδυνο τη θέση τους. Άρα, έχουν κάθε συμφέρον – και το γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους – να αναχθούν σε στυλοβάτες του καθεστώτος, από το οποίο πηγάζει η κοινωνική τους ύπαρξη.

Ο συντηρητισμός, δηλαδή, της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, εξηγείται «μαρξιστικότατα»: Οι υλικές συνθήκες ύπαρξής της, διαμορφώνουν και τη συνείδησή της.

Και ερχόμαστε στα καθ’ ημάς. Η Μιμίκα Κρανάκη, στο βιβλίο της «Διαβάζοντας τον Φρόιντ», αναφέρει πως η σύγχρονη Ελλάδα, λόγω της ιστορικής της καθυστέρησης, δεν διαθέτει τις πραγματικότητες της Δύσης. Συνέπεια λοιπόν αυτής της απουσίας, είναι η εισαγωγή στη χώρα μας, δίκην νεοαποικιακού ιδιώματος, «εξωτικών» εννοιών και γλωσσικών όρων, που δεν αντιστοιχούν σε εγχώριες πραγματικότητες.

Και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επισημαίνει την «εισαγωγή» του μαρξιστικού όρου «βιομηχανικό προλεταριάτο», προτού αυτό υπάρξει ως ιστορική πραγματικότητα.

Η μαρξογενής όμως εγχώρια αριστερά, για να εκπληρώσει τον «ιστορικό προορισμό» της, είχε ανάγκη από το βιομηχανικό προλεταριάτο, ως «ιστορικό υποκείμενο». Αυτό λένε οι γραφές. Ελλείψει λοιπόν εγχώριου «υποκειμένου», έπρεπε να εφεύρει υποκατάστατό του.

Και το υποκατάστατο εφευρέθηκε. Είναι οι σιτιζόμενοι στο δημόσιο (στενό και ευρύτερο), οι οποίοι, στις φαντασιώσεις της αριστεράς – επειδή προφανώς εισπράττουν μισθό – έλαβαν τη θέση του υποκειμένου για την κοινωνική ανατροπή. Ενώ, όπως εξηγεί ο Μαρξ, η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία είναι αναγκαστικά το κατ’ εξοχήν συντηρητικό κοινωνικό στρώμα, αφού γι’ αυτήν «…η διατήρηση του καθεστώτος… είναι ζήτημα καθημερινού ψωμιού».

Αυτό ακριβώς προσδίδει στην πολιτική μας επικαιρότητα, παρανοϊκά χαρακτηριστικά. Διότι, προκειμένου η αριστερά να προστατεύσει τα συμφέροντα της κρατικής γραφειοκρατίας, την οποία υιοθετεί ως κοινωνική της βάση, είναι αναγκασμένη να δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για να μην αλλάξει τίποτε. Και αυτό, εν ονόματι της «προόδου» και της «αλλαγής»!!!

Το παράδειγμα που ακολουθεί, είναι εφιαλτικά αποκαλυπτικό: Είναι γνωστό ότι τόσο ο στενός δημόσιος τομέας, όσο και οι ΔΕΚΟ, χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο του πελατειακού συστήματος ως φέουδα των κομμάτων εξουσίας, για το διορισμό των «πελατών» τους. Είναι επίσης γνωστό, ότι στη συνέχεια, η σχέση τους αντιστράφηκε. Δηλαδή, οι διορισμένοι «πελάτες» άλλαξαν ρόλο: Έτρεψαν τις ΔΕΚΟ και πολλές δημόσιες υπηρεσίες, σε ιδιωτική τους, ουσιαστικά, περιουσία, προορισμένη αποκλειστικά να τους μισθοδοτεί. Οι ΔΕΚΟ, δηλαδή, είναι ήδη ιδιωτικές, αφού στην πραγματικότητα ανήκουν στους διορισμένους «πελάτες» των κομμάτων εξουσίας. Γι’ αυτό και οι τελευταίοι δηλώνουν «δεν πουλάμε», που σημαίνει: «Μας ανήκει η δημόσια περιουσία». Γι’ αυτό και εκβιάζουν την κοινωνία με την απειλή ότι «θα σβήσει η χώρα», αν το δημόσιο επιχειρήσει, ως τυπικός ιδιοκτήτης οποιασδήποτε ΔΕΚΟ, να ασκήσει τα δικαιώματά του, μέσα στα οποία είναι και η πώληση.

Ταυτόχρονα, η αριστερά, υπερασπιζόμενη τα ιδιωτικά – συντεχνιακά συμφέροντα της κρατικής γραφειοκρατίας, απειλεί με φυλακίσεις, όποιον θίξει την «ιδιοκτησία» της! Υπό τον ευφημισμό μάλιστα της προστασίας της δημόσιας περιουσίας !

Έχει δίκιο λοιπόν ο Γ. Μεϊμάρογλου, όταν γράφει πως «…στη μεγάλη σύγκρουση που ήδη ξεκίνησε ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, η επόμενη -κυρίως- γενιά, δεν θα έχει την αριστερά μαζί της…».

Γιατί η «αριστερά» – του Περισσού και της Κουμουνδούρου, για να εξηγούμαστε – δεν είναι αριστερά. Εκπροσωπεί μαζί με τη ναζιστική και τη λαϊκή ακροδεξιά, ό, τι πιο αντιδραστικό μπορεί να αναδυθεί σε μία χώρα της καθ’ ημάς ανατολής.

Υ.Γ. Είναι προφανές πως η ύπαρξη και ελάχιστων βιομηχανικών εργατών, τους χαλάει τον ύπνο. Χαρακτηριστική περίπτωση η «Χαλυβουργική», όπου με όρους κοινωνικής δολιοφθοράς, επιδιώκουν το κλείσιμό της. Και αυτό, όχι για να καταστρέψουν και τις ελάχιστες έστω επιχειρήσεις που απέμειναν, όπως κάποιοι, ίσως και οι ίδιοι, νομίζουν. Αλλά για να εξαλειφθούν ακόμη και τα ίχνη βιομηχανικών εργατών από τη χώρα, ώστε να μην παρεμβάλλονται στη σχέση τους με την κρατική γραφειοκρατία. Αυτό όμως ανοίγει μεγάλη συζήτηση.