Χίλιες αντένες τσακισμένες για το σήμα
Και σήματα είναι όλα
του ακατανόητου
Οι ερωτήσεις έχουν λείψει όλα είναι η απάντηση
—Παυλίνα Παμπούδη—
—του Γιώργου Ζεβελάκη και του Γιώργου Τσακνιά—
Στις 25 Απριλίου 1874, γεννήθηκε στην Μπολόνια ο ξακουστός εφευρέτης της εκπομπής ραδιοκυμάτων σε μεγάλη απόσταση Γουλιέλμο Μαρκόνι. Το όνομά του πήραν οι ραδιοτηλεγραφητές: «μαρκόνης» δούλεψε στα καράβια, για πολλές δεκαετίες, ο Νίκος Καββαδίας. Το 1935, ένα από τα τελευταία καλοκαίρια της ζωής του, ο Γουλιέλμο Μαρκόνι —πέθανε το 1937— επισκέφτηκε με τη γυναίκα του την Αθήνα και φωτογραφήθηκαν μπροστά στον Παρθενώνα. Είναι μία από τις λίγες φωτογραφίες μεγάλων επιστημόνων και εφευρετών στην Ακρόπολη — ο Τόμας Έντισον π.χ. είναι γνωστό πως ήθελε να επισκεφτεί την Αθήνα αλλά δεν τα κατάφερε.
Η εφεύρεση της ασύρματης επικοινωνίας αποτέλεσε τεράστιο βήμα προόδου. Ειδικά όσον αφορά τη ναυσιπλοΐα, ο ασύρματος στάθηκε σωτήριος και έσωσε πολλές ζωές, καθώς έως τότε δεν υπήρχε τρόπος επικοινωνίας των πλοίων που κινδύνευαν.
Το 1919, ο Μαρκόνι αγόρασε το ατμόπλοιο Rovenska για τα πειράματά του στην ασύρματη επικοινωνία. Η Rovenska είχε κατασκευαστεί το 1904 στα ναυπηγεία Ramage & Ferguson και είχε χρησιμοποιηθεί στον Α΄ Παγκόσμιο ως ναρκαλιευτικό. Ο Μαρκόνι μετονόμασε το πλοίο —απολύτως ταιριαστά— σε Elettra· εκτός από καμπίνες για τον ίδιο, για τη σύζυγό του Βεατρίκη και για τους καλεσμένους τους, η Elettra διέθετε βιβλιοθήκη και εργαστήριο, εξοπλισμένο με πομπό 8Kw.
Η αντένα, η κεραία του ασυρμάτου αρχικά και της ραδιοτηλεόρασης αργότερα, εμφανίζεται σε αρκετές περιπτώσεις στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ενδιαφέρον ότι ο όρος απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Από την κυριολεκτική τους χρήση στο «Πούσι» του ασυρματιστή – ποιητή Νίκου Καββαδία μέχρι τον κεντρικό τους ρόλο στις περίφημες «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» του Καρυωτάκη, οι αντένες καταγράφονται ως αξιοπερίεργο και ενδιαφέρον μοτίβο στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα. Ακολουθεί μια —επιλεκτική και όχι εξαντλητική— αποδελτίωση (στην παρένθεση, το έτος δημοσίευσης του ποίηματος):
Κώστας Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες…] (1927)
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Γιώργος Σεφέρης, Ρουκέτα (1936)
Δεν είναι ούτε η θάλασσα
δεν είναι ούτε ο κόσμος
το γαλάζιο αυτό φως
στα δάχτυλά μας
κάτω από τα βλέφαρα
χίλιες αντένες
ψάχνουν ζαλισμένες
τον ουρανό
κόκκινο γαρούφαλο
μοναχό στη γλάστρα
στάθηκες σαν έγραφα
μπρος μου σαν αγάπη
ήταν μια ελαφίνα
κίτρινη σα θειάφι
κι ήταν ένας πύργος
από χρυσάφι
μέτρησαν τα χρόνια τους
πέντε κοράκια
μάλωσαν και σκόρπισαν
σαν πεντάλφα
τα μαλλιά της όμορφης
τ’ άσπρισαν τα κρίνα
στο κορμί της όμορφης
έγραψα βιβλία.
Δεν μπορώ να ζω
όλο με παγόνια
μήτε να ταξιδεύω μερόνυχτα
μέσα στα μάτια της γοργόνας.
Νίκος Καββαδίας, Πούσι (1947)
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.
Διονύσης Σαββόπουλος, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (1969)
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλληκάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς
Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Πού πας παλληκάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
οι προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Οδυσσέας Ελύτης, Η ταράτσα και το παράθυρο (1972)
α’
Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες
Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη
Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα
Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα
Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε
Να δείτε που φυλάγω καραούλι
σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.
β’
Όπα και να σου — μέσα στο σκοτάδι
ένα παρά — παράθυρο που ανάβει:
Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
απ’ τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι
και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
ένα κορίτσι — πως το περιμένω!
Κάθε που το ‘να γόνατο σηκώνει
μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει
Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει
Με παίρνει τ’ αεράκι και πηγαίνω
στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω
Διαβάστε την συνέχεια εδώ