Ο Μακρόν επέλεξε να προσεγγίσει τις μετεκλογικές κοινοβουλευτικές ισορροπίες στη Γαλλία με ιδιοτελή, αριθμητικά κριτήρια. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο, η συμμαχία των τριών κομμάτων που τον υποστηρίζουν («Μαζί για τη Δημοκρατία», «Ορίζοντας» και «Δημοκρατικό Κίνημα») και των «Ρεπουμπλικάνων» (των ρεταλιών της «Γκολικής» Δεξιάς) είναι πλέον η (σχετική) πλειοψηφία, με 210-220 Βουλευτές. Η Αριστερά («Ανυπότακτοι», Σοσιαλιστές, Οικολόγοι και Κομμουνιστές) διαθέτει 190-210, και η Ακροδεξιά («Εθνικός Συναγερμός» και «αποστάτες» γκολικοί του Σιοτί) 140-150. Όπως φαίνεται, ο Μακρόν θα επιλέξει τώρα Πρωθυπουργό από αυτή τη νέα προεδρική πλειοψηφία, αρνούμενος να συγκατοικήσει με τον νικητή των εκλογών, την Αριστερά.
Αυτή η επιλογή παραγνωρίζει το γεγονός πως οι βουλευτές του Μακρόν και των Ρεπουμπλικάνων εξελέγησαν ως «αντιλεπενικοί», όχι ως «αντιαριστεροί»! Πράγματι, στο Β’ γύρο των εκλογών, οι Αριστεροί ψηφοφόροι ψήφισαν μαζικά (άνω του 70%) Μακρονικούς και «Γκολικούς» για να μη βγει βουλευτής από το κόμμα της Λεπέν! Αντίθετα, μόνο οι μισοί Γκολικοί και Μακρονικοί ψήφισαν Αριστερούς για τον ίδιο λόγο. Αυτή η διαφορά (70% «πειθάρχηση» των Αριστερών στο «Δημοκρατικό Μέτωπο», έναντι μόνο 50% των Μακρονικών και των Γκολικών) διέσωσε στον Β’ γύρο την παράταξη του Μακρόν και τους Γκολικούς. Εκατοντάδες βουλευτές του Μακρόν και των Ρεπουμπλικάνων χρωστάνε την εκλογή τους στην αντιφασιστική συνέπεια των Αριστερών ψηφοφόρων! Δεκάδες Λεπενικοί εκλέγηκαν χάρη στη λιποταξία των Κεντρώων από το «Δημοκρατικό Μέτωπο».
Επιλέγοντας τώρα, στο Κοινοβούλιο, την αποστασιοποίησή του από την Αριστερά, ο Μακρόν δημιουργεί μία πολιτική γεωμετρία, που έχει παρενέργειες.
Κατ’ αρχήν, η Αριστερά αναδεικνύεται σε Αξιωματική Αντιπολίτευση απέναντι σε μία Κυβέρνηση που είναι προφανές πως έχει φάει τα ψωμιά της. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια (2022-2024), η (νέα) προεδρική πλειοψηφικά Κεντρώων-Κεντροδεξιών έχει ήδη χάσει το 1/4 της εκλογικής της επιρροής! Έχοντας πια καταλάβει μια πρωταγωνιστική θέση στην κεντρική πολιτική σκηνή, οι Αριστεροί δεν έχουν κανένα λόγο να επιδιώξουν να γίνονται αρεστοί στους Μακρονιστές. Ενόψει των Προεδρικών εκλογών του 2027, το πιθανότερο είναι να διαγκωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος είναι ο πιο σκληρός (ή ο πιο αποτελεσματικός) αντίπαλος του Μακρόν. Ας μην ξεχνάμε πως όλοι τους (ο Μελανσόν, οι Σοσιαλιστές και οι Οικολόγοι) έχουν προεδρικές φιλοδοξίες.
Κατά δεύτερον, ο Μακρόν πλέον θα κινηθεί εκ των πραγμάτων δεξιότερα. Συνεργάζεται πλέον στρατηγικά με τους Ρεπουμπλικάνους και είναι υποχρεωμένος να στηρίζεται (τουλάχιστο) στην ανοχή του Λεπενικού «Συναγερμού» για να υπερψηφίζονται τα νομοσχέδιά του. Η Λεπέν από τη μεριά της χρειάζεται ακόμα μερικά πιστοποιητικά «υπευθυνότητας», και θα αξιοποιήσει την τριετία που απομένει για να τα πάρει, από τον Μακρόν.
Ο Μακρόν μετεκλογικά οδηγείται να θεωρεί ως βασικό του αντίπαλο τον προεκλογικό βασικό του σύμμαχο στο «Δημοκρατικό Μέτωπο», την Αριστερά. Κάνοντάς το, αναθέτει στο Λεπενικό γκρουπ τον ρόλο του επιδιαιτητή, στο κέντρο του πολιτικού συστήματος. Διαμορφώνονται δηλαδή οι όροι για μία de facto προσέγγιση των Κεντρώων με τους Λεπενιστές, που θα δώσει κι άλλον αέρα στα προεδρικά πανιά της Λεπέν. Ο Μακρόν ήρθε στην εξουσία ως ανάχωμα στην Ακροδεξιά, αλλά θα μείνει στην ιστορία ως το προγεφύρωμά της προς την εξουσία. Το 1978, ο Φρανσουά Μιτεράν είχε χαρακτηρίσει το Κέντρο «μαλθακή εκδοχή της Δεξιάς», μετά από μισό αιώνα, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για προφητεία.