Ο Μαγκούφης κι ο Σημίτης

Αθανάσιος Θεοδωράκης 13 Ιαν 2017

Ας δούμε ποια είναι η κυρίαρχη αφήγηση στη χώρα μας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε ένα παραδοσιακά μικρό, αριστερό κόμμα που εξαιτίας της κρίσης, μεγάλωσε και αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ.

Σύμφωνοι, ο Σκουρλέτης δεν έχει σχέση με τον Γιαννίτση. Μήπως όμως είχε με τον Λυκούδη; Είχε σχέση ο Σημίτης με τον Κουρή; Όση η Δάφνη με τη Μιμή. Ο Αγγελόπουλος με τον Λαζόπουλο, για να αντιπαραβάλλουμε τους καλλιτέχνες που συνομιλούσαν με την κυβέρνηση Σημίτη με τους συνομιλητές του σημερινού πρωθυπουργού. Αν το εκλογικό μας σύστημα ήταν πλειοψηφικό, όλοι οι παραπάνω, είτε ως ψηφοφόροι είτε ως υποψήφιοι, θα ήταν στο ίδιο κόμμα, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Εργατικούς στην Αγγλία.

Ο Άδωνις Γεωργιάδης, τον οποίο οι απανταχού αντί-ΣΥΡΙΖΑ βάζουν στο youtube, εναλλάξ με Βενιζέλο στο vimeo, για να ξεθυμάνουν με ανελέητο μαστίγωμα Συριζαίων χωρίς παύσεις και σαρδάμ, το έχει πει πολλές φορές: η μεγαλύτερη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως ο κόσμος δεν θα ψηφίσει ποτέ ξανά αριστερά. Πολλοί ΠΑΣΟΚοι ή Ποταμίσιοι ή όπως τέλος πάντων θα ονομαστούν στο τέλος, τον ακούνε και σκέφτονται «πες τα Χρυσόστομε». Ίσως να ξεχνάνε πως η θεωρία Γεωργιάδη περιλαμβάνει και τους ίδιους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά γενική ομολογία ο διάδοχος του ΠΑΣΟΚ, γιατί ο κόσμος να τους διαχωρίσει στη συνείδηση του; Νομίζουν οι κεντρώοι του ΠΑΣΟΚ ότι όλοι συμμερίζονται το μένος τους για τον ΣΥΡΙΖΑ; Ένας φίλος, ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας, μου έγραψε πριν λίγες μέρες: Οι ΠΑΣΟΚοι μας τάραξαν για χρόνια στον λαϊκισμό. Ήρθε μετά ο Τσίπρας και αντί να φωνάζουμε εμείς, φωνάζουν πάλι αυτοί.

Η μεγαλύτερη παγίδα για τον χώρο της κεντροαριστεράς είναι η αντίληψή της πως η δική της αποστροφή για τον Τσίπρα είναι αρκετή για διαχωρίσει τη θέση της από εκείνον. Οι ίδιοι μπορεί να μισούν τον Βαρουφάκη, τον Παππά και το κακό συναπάντημα, αλλά το μήνυμα που περνάνε σε πολλούς είναι ότι απλώς αποστρέφονται μία εκδοχή του δικού τους ιδεολογικού χώρου, και κατά συνέπεια και τους ψηφοφόρους του. Αυτή η αποστροφή είναι αμοιβαία και διαχρονική. Το 1996 ο βουλευτής Τρικάλων Μαγκούφης είχε αποκαλέσει τον Σημίτη πολιτικό νάνο. Στη δήλωση αυτή συμπυκνώθηκε αυτοστιγμεί ο συμβολισμός της μάχης των εκσυγχρονιστών να επιβληθούν στο λαϊκό ΠΑΣΟΚ. Ο Μαγκούφης διεγράφη, αλλά επέστρεψε το 2000. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σημίτης ανέθετε στον Κίμωνα Κουλούρη κυβερνητικό ρόλο, όχι για να κάνει έργο, αλλά για να συνομιλήσει ξανά με ένα εκλογικό σώμα που περιέγραφε πια το ΠΑΣΟΚ ως κλεισμένο σε γυάλα και ελιτίστικο. Ο Σημίτης υπήρξε πετυχημένος γιατί μπόρεσε με τεράστιο κόπο, συμβιβασμούς, και εκπτώσεις να συνομιλήσει με ένα κόμμα και μία εκλογική βάση στην οποία δεν υπήρξε ποτέ δημοφιλής με τον τρόπο που αγαπήθηκε ο Ανδρέας.

Η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ είναι εύκολη, γιατί ο ίδιος είναι ένα εύκολο θύμα. Η παροιμιώδης ανεπάρκεια και οι κραυγαλέες αντιφάσεις, κρύβουν όμως μία παγίδα. Είναι τόσο διάτρητες και αβίαστα καταρριπτέες, ώστε τοποθετούν όσους αριστερούς τον εχθρεύονται σε ένα θανάσιμο καθεστώς αυταρέσκειας: να ρίχνουν δηλαδή ξανά και ξανά τον ΣΥΡΙΖΑ στα σχοινιά, χωρίς οι ίδιοι να χάνουν την αριστερή τους ταυτότητα, και να νομίζουν έτσι ότι εγκαθιδρύουν την υπεροχή τους. Στην πραγματικότητα, όταν χτυπάς τον Μαγκούφη στο τέλος υποφέρει και ο Σημίτης. Ίσως σε αυτή την αλληλουχία να κρύβεται η θανατηφόρα συνταγή που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια τα κεντροαριστερά κόμματα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η αδυναμία να συνομιλήσουν με ένα μεγάλο τμήμα του δικού τους εκλογικού κοινού με τον τρόπο που γνώριζαν εδώ και δεκαετίες.