Όπως – με τη διαύγεια που διέκρινε τη σκέψη του – έγραφε ο Καστοριάδης («Μπροστά στον πόλεμο», Κεφ. Α΄), στην πολιτική «δεν υπάρχει επιστήμη των μελλόντων και των ενδεχομένων». Και αυτό γιατί «η πολιτική ζωή βασίζεται αναγκαστικά στη γνώμη, στη δόξα».
Ταυτόχρονα όμως τόνιζε ότι, «χωρίς θεώρηση των μελλόντων….δεν υπάρχει πολιτική δραστηριότητα». Για τη θεώρηση των μελλόντων μάλιστα, έθετε ως αναγκαία μία προϋπόθεση: Την «ικανότητα προσανατολισμού» μέσα στην ιστορία. Πρόκειται για την ικανότητα εκείνη, η οποία επιτρέπει να διακρίνει κανείς μέσα στο «χάος των γεγονότων και των πληροφοριών», αυτό που μετράει, από αυτό που δεν μετράει, αυτό που είναι εξαιρετικά πιθανό από αυτό που είναι ελάχιστα κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, αναφερόταν στην ικανότητα να καταλαβαίνει κάποιος «περί τίνος πρόκειται», η οποία αναπτύσσεται – μεταξύ των άλλων – και με την εμπειρία.
Και μετά από αυτές τις δανεικές σκέψεις, ερχόμαστε στο σύγχρονο δράμα.
Όπως έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, η μόνη εμπειρία «πραγματικής» – λέμε τώρα – ζωής που είχε ο κ. Τσίπρας, ήταν από τη θητεία του στις καταλήψεις των σχολείων. Όμως αυτό δεν παράγει «εμπειρία», αλλά ψευδοεμπειρία, διότι οι καταλήψεις εκτυλίσσονταν εκτός των κανόνων της πραγματικής ζωής. Οι οποίοι – σε αντίθεση με το καθεστώς των καταλήψεων – έχουν το εξής χαρακτηριστικό: Προβλέπουν πάντα και συνέπειες για την περίπτωση της παράβασης. Ενώ στις καταλήψεις, ο εκάστοτε Λυκειάρχης, για να αποφύγει τις έκρυθμες καταστάσεις στις οποίες ήταν δυνατόν να οδηγήσει ο εφηβικός ανορθολογισμός, αντιμετώπιζε τις τρέλες των εφήβων με συγκατάβαση. Έτσι, στο τέλος οι έφηβοι έβγαιναν «νικητές». Όμως – προσοχή σ’ αυτό- ο εφηβικός θρίαμβος δεν είχε να κάνει με τα «αιτήματα». Άλλωστε, στην πραγματικότητα τέτοια δεν υπήρχαν, μια και ως αιτήματα προβάλλονταν απλώς «μεγαλεπήβολες» προφάσεις, για να «παίζουν κατάληψη».
Η εφηβική «νίκη», είχε να κάνει με κάτι άλλο. Με το ότι η σχολική παραβατικότητα που συνιστούσαν αυτές καθ’ εαυτές οι καταλήψεις, δεν συνεπαγόταν οποιαδήποτε επίπτωση ή κύρωση. Ούτε καν την αναπλήρωση του χαμένου εκπαιδευτικού χρόνου. Και εδώ ίσως εντοπίζεται η ρίζα του κακού. Διότι, η απουσία συνεπειών υπέθαλπε και παρέτεινε την ανωριμότητα των εφήβων.
Ο κ. Τσίπρας λοιπόν, μην έχοντας άλλη εμπειρία πραγματικής ζωής – το κομματικό καφενείο δεν είναι πραγματική ζωή – προφανώς δεν κατάλαβε «περί τίνος πρόκειται» και έτσι διέπραξε – μεταξύ των άλλων – δύο μοιραία λάθη: Πρώτον, εξέλαβε τη χώρα ως σχολείο υπό κατάληψη. Και δεύτερον, μπέρδεψε τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς με το Λυκειάρχη του. Μόνο με την επισήμανση αυτή, είναι δυνατόν να εξηγηθούν τα ανεξήγητα, όπως:
α) Η παρανοϊκόμορφη προεκλογική διαβεβαίωσή του, ότι δεν υπήρχε περίπτωση «ούτε ένα στο εκατομμύριο να πει όχι η Κα Μέρκελ» σε ό, τι της ζητούσε! (Κάποιος ειδικός στα θέματα ψυχικής υγείας, ίσως θα προχωρούσε. Θα μας έλεγε δηλαδή, πως αυτό αποτελεί παλινδρόμηση ή καθήλωση σε κάποια φάση της νηπιακής ανωριμότητας, όπου κυριαρχεί η φαντασίωση της παντοδυναμίας του λόγου: Αν το νήπιο πει ότι δεν υπάρχει κακός λύκος, δεν υπάρχει κακός λύκος. Αν πει ότι η μαμά – και εν προκειμένω η Κα Μέρκελ – είναι καλή, τότε είναι καλή, όπως και το αντίστροφο κ.ο.κ.).
β) Ότι μετά από τόσα χρόνια θητείας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στη συνέχεια ως πρωθυπουργός, μόλις πρόσφατα – καθ’ ομολογίαν του – κατάλαβε, αυτό που είχε καταλάβει ο μισός περίπου πληθυσμός της χώρας: Ότι η σχέση μας με το νόμισμα και την Ευρωζώνη, υπάγονται σε κανόνες. Και ότι κατ’ ακολουθίαν, η πτώχευση της χώρας, η αλλαγή νομίσματος και η έξοδος από την Ευρωζώνη, θα είχαν συνέπειες! Με άλλα λόγια ομολόγησε ότι, παρά το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα πίστευε ότι δεν υπάρχει κακός λύκος – και αυτό μόνο και μόνο επειδή το έλεγε! – αυτός υπάρχει.
Πράγμα που σημαίνει ότι, όλο αυτό το «καραγκιοζιλίκι» που – κατ’ ευφημισμόν – ονομάστηκε διαπραγμάτευση και γελοιοποίησε, αλλά και κατέστρεψε τη χώρα, ήταν απλώς η επανάληψη της εφηβικής επίδειξης απέναντι στο Λυκειάρχη, με έντονα μάλιστα στοιχεία νηπιακών φαντασιώσεων. Το οποίο όμως «καραγκιοζιλίκι», επειδή αυτή τη φορά παίχτηκε από ενήλικες και με «παίγνιο» την ίδια τη χώρα, είχε πλέον, όχι μόνον το χαρακτήρα του γελοίου, αλλά και του επικίνδυνου. Άλλωστε, αυτό ακριβώς πληρώνει σήμερα η χώρα, με την εκτεταμένη κοινωνική, πολιτική και οικονομική καταστροφή που υφίσταται.
γ) Τέλος, θλιβερή επιβεβαίωση της ανωριμότητας του κ. Τσίπρα, η οποία δεν του επέτρεψε να αντιληφθεί «περί τίνος πρόκειται» ούτε στην επιλογή των προσώπων, είναι ο ορισμός της Κας Κων/πούλου, ως ΠτΒ. Όπου, επειδή ακριβώς γνώριζε το ήθος της, ενεργώντας με όρους ενός λούμπεν κυνισμού – η ανωριμότητα δεν αποκλείει τον κυνισμό- την επέλεξε γι’ αυτή τη θέση, με αποστολή τη «βρώμικη» δουλειά: Να κακοποιήσει την αντιπολίτευση. Ανυποψίαστος όμως και πάλι για την πραγματική ζωή, αγνοούσε το προφανές, το οποίο όλοι οι άλλοι γνωρίζουμε. Ότι όταν εκτρέφεις στο σπίτι σου το φίδι για να το εξαπολύσεις κατά του γείτονα, εσύ θα είσαι το πρώτο θύμα.
Και για να καταλήξουμε. Μήπως μετά από όλα αυτά, για την πρωτοφανή καταστροφή της χώρας έχει ευθύνη και ο Λυκειάρχης του κ. Τσίπρα, που δεν του έμαθε το στοιχειώδες: Ότι δηλαδή, εκτός από τις ανώδυνες καταλήψεις όπου ισχύει το καθεστώς της εφηβικής ασυλίας, υπάρχει και η πραγματική ζωή, η οποία έχει μία παραξενιά. Να συνοδεύεται από κανόνες, των οποίων η παραβίαση έχει συνέπειες.
ΥΓ1 Θα μου καταλογιστεί ελλειπτικότητα, διότι δεν αναφέρομαι στην ιστορία της μεγαλύτερης σύγχρονης ατιμίας: Στην – ακόμη και σήμερα– κυνική κατασυκοφάντηση όλων εκείνων, που ανέλαβαν το κόστος των αντιδημοφιλών αποφάσεων, για τη σωτηρία της χώρας. Αυτό όμως είναι ξεχωριστό κεφάλαιο. Σε ένα άλλο σημείωμα με αντικείμενο το θρυλούμενο «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς, θα τα πούμε.