Ο Λούλα και το «ροζ κύμα» στην Λατινική Αμερική

Μιχάλης Κυριακίδης 04 Νοε 2022

 Η νίκη του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα στις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας φαίνεται να επισφραγίζει την επιστροφή της Aριστεράς στην εξουσία στη Λατινική Αμερική.  Η νίκη του αυτή χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο, διότι έθεσε εκτός εξουσίας έναν γνωστό «τραμπιστή», τον Μπολσονάρο, και δίνει νέα πνοή στις ελπίδες για επαναφορά της Βραζιλίας  στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα με καλύτερους όρους και κυρίως στην κοινή προσπάθεια για την διάσωση του Αμαζόνιο, του πνεύμονα της υδρογείου.

Στο εσωτερικό, οι φτωχές μάζες ελπίζουν σε βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Σημειώνεται πως την προηγούμενη περίοδο της διακυβέρνησής του,  χάρη στα κοινωνικά του προγράμματα, σχεδόν 30 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι ξέφυγαν από τη φτώχεια, αν και οι ανισότητες εξακολούθησαν να παραμένουν πολύ μεγάλες.

Πολλοί ψηφοφόροι, εξάλλου, στη Βραζιλία ψήφησαν και υπέρ της «απαλλαγής» από τον  Μπολσονάρο, ο οποίος αποξενώθηκε από μέρος των ψηφοφόρων του, λόγω των ρατσιστικών, σεξιστικών και ομοφοβικών του σχολίων, του επιθετικού του στιλ και της διαχείρισης της πανδημίας, η οποία κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 687.000 ανθρώπους.

Να σημειωθεί ότι ο Λούλα είχε αυτή τη φορά είχε συμμάχους και πρώην αντιπάλους του, από το χώρο του Κέντρου, που συνεργάστηκαν μαζί το, προκειμένου να απαλλαγεί η χώρα από τον «τραμπιστή» Μπολσονάρου.

Είναι η τρίτη φορά που ο Λούλα επιστρέφει στο Προεδρικό Μέγαρο, της μεγάλης, πλέον των 200 εκατομμυρίων, χώρας της Λατινικής Αμερικής. Πρώτη φορά, εκλέγεται πρόεδρος το 2003 και είναι ο πρώτος πρόεδρος της Βραζιλίας που ανήκει στην εργατική τάξη. Επανεκλέγεται το 2006 για άλλα τέσσερα χρόνια.

Τότε αρχίζει και η περιπέτειά του, καθώς κατηγορείται για διαφθορά και μετά από  διαδικασίες, ελέγχους και έντονη αντιπαράθεση καταλήγει στη φυλακή με κάθειρξη 12 ετών, το 2018. Όλα  αυτά τα χρόνια,  του στερήθηκε το δικαίωμα  να θέσει ξανά υποψηφιότητα. Ωστόσο, το 2021, απελευθερώνεται, καθώς αποσύρονται όλες οι κατηγορίες.

Σύμφωνα με τους αναλυτές αυτή τη φορά ο Λούλα  θεωρείται περισσότερο μετριοπαθής και ρεαλιστής παρά ακραίος ή λαϊκιστής.

Εξ άλλου, σύμφωνα με τους αναλυτές ο λαϊκισμός στη Λατινική Αμερική διέφερε και εξακολουθεί να διαφέρει πολύ από αυτόν στην Β. Αμερική και την Ευρώπη.  Από την εποχή του Περόν, ο λαϊκισμός συνέβαλε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων. Σε αντίθεση με τον Περόν που δεν είχε το πρόσιμο του αριστερού, η νέα γενιά των λαϊκιστών είχε ως «ξενιστή»- όπως το χαρακτηρίζει ο Cas Mudde* -την Αριστερή ιδεολογία. Αυτή η γενιά των αριστερών λαϊκιστών που εμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1990, επέδειξε μια τάση να εφαρμόσει τις σοσιαλιστικές ιδέες, ορίζοντας ως αντίπαλο σε οικονομικό και ηθικό επίπεδο την «άρχουσα τάξη» και τους ιμπεριαλιστές.  Μια βασική αντίθεση με τους ακροδεξιούς λαϊκιστές- πρόσφατος εκπρόσωπός του ο Μπολσονάρου, - που έχουν ως βασική τους θέση τον νατιβισμό, την ιδεολογία που υποστηρίζει ότι τα κράτη θα έπρεπε να κατοικούνται αποκλειστικά από μέλη της αυτόχθονης ομάδας, η βάση για τον ρατσισμό και η εχθρότητα σε κάθε αντίθετο με την ιδεολογία τους.

Οι  χώρες της Λατινικής Αμερικής, παρά τις πολλές δικτατορίες των τελευταίων 100 χρόνων, έχουν αρκετά ανθεκτικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Θεσμοί που καμία από αυτές τις δύο τάσεις του λαϊκισμού δεν εκτιμά ιδιαίτερα και κατά καιρούς επιχειρήθηκε να διαβρωθούν. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις, όχι μόνο των στρατιωτικών δικτατοριών, αλλά και των αριστερών Τσάβες, Κορέα και Μοράλες.

Ωστόσο, οι δημοκρατικοί θεσμοί αποδείχτηκαν αρκετά ανθεκτικοί. Έτσι, ενώ πολλοί φοβήθηκαν ότι ο Μπολσονάρο δεν θα αποδεχθεί την ήττα του και μάλιστα χιλιάδες οπαδοί του έστησαν οδοφράγματα, τελικά υπέκυψε στους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού.

Ο Λούλα ανήκει στο αρχικό «ροζ κύμα» που έφερε στην εξουσία αριστερούς ηγέτες, όπως ο Έβο Μοράλες στη Βολιβία, η Μισέλ Μπατσελέτ στη Χιλή, ο Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό και ο Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα. «Υπήρχε ένα πολύ αισιόδοξο κύμα αριστερών κυβερνήσεων που προσπαθούσαν να περιορίσουν τη φτώχεια, να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες. Και οι οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες», όπως σημειώνει ο Γκιχέρμε Κασαρόες, πολιτικός αναλυτής του Fondation Getulio Vargas.

Στη συνέχεια ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, που έπληξε ιδιαίτερα τη Λατινική Αμερική, που βασίζεται στις εξαγωγές της, και προκάλεσε μια μαζική στροφή προς τα δεξιά.

Όμως ούτε η γενιά των δεξιών ηγετών κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση, η οποία επιδεινώθηκε από την πανδημία, και επιδείνωσε τις ανισότητες στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας και της παιδείας. Η αποτυχίες αυτές των δεξιών και ακροδεξιών, έστρεψαν τα βλέμματα των λαών της Λατινικής Αμερικής και πάλι στα αριστερά.

Η τάση της «απαλλαγής» ξεκίνησε το 2008 από το Μεξικό με τη εκλογή του Άντρες Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ και συνεχίστηκε στην Αργεντινή, τη Βολιβία, το Περού, την Ονδούρα, τη Χιλή και τέλος, φέτος τον Ιούνιο, στην Κολομβία, όπου εξελέγη ο πρώτος αριστερός πρόεδρος στην Ιστορία της χώρας.

Το δύσκολο στοίχημα του Λούλα είναι να καταφέρει να ξαναδώσει ελπίδα στα λαϊκά στρώματα και να αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Το αν θα τα καταφέρει θα το δείξει ο χρόνος, καθώς οι σημερινές οικονομικές συνθήκες είναι δυσμενέστερες απ΄ότι την προηγούμενη περίοδο της προεδρίας του.

  • Cas Mudde, Cristobal Rovira Kaltawasser,  Λαϊκισμός- Μια συνοπτική εισαγωγή, εκδόσεις Επίκεντρο