Φεύγοντας από τις διαδικασίες γυρίζουμε στην αναζήτηση των ορισμών – όχι των αρχετύπων, αλλά της αναγκαίας και αναπόφευκτης μετάλλαξης αυτών εντός του χρόνου. Οι ορισμοί είναι εκκινήσεις. Οι μεταλλαγμένοι ορισμοί είναι επανεκκινήσεις – όχι απαραιτήτως με το πρόσημό τους να είναι θετικό: το έχουμε δει με ορισμούς της πραγματικότητας που μας οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους, για να υπάρξουν εκ των υστέρων καινούριες αναθεωρήσεις, εξ ανάγκης.
Έχουμε δηλαδή, μια διαλεκτική σχέση ορισμών, η οποία σχέση ταξιδεύει προς το μέλλον.
Η ιστορία περιγράφει: Ειν’ ένα σύνολο περιγραφών και αναλύσεων του χρόνου, δια των γεγονότων – του χρόνου που περνά δια των γεγονότων. Τα γεγονότα είναι δεδομένα – η φύση τους και η μορφή τους, όχι. Επέκεινα βρίσκεται η οπτική και η διαμόρφωση των νοημάτων από την φιλοσοφία. Αν είναι κάτι που πρέπει να φοβόμαστε, αυτό είναι τα απόβλητα των νοημάτων και η υιοθέτηση αυτών από τις κοινωνίες ως θεσμούς, βλέπε: θεσμός του απαρτχάιντ, θεσμός της ηλεκτρικής καρέκλας, θεσμός του τζιχαντ, θεσμός του γκουλάγκ, θεσμός του κρεματορίου, θεσμός του παλουκώματος κτλ. Η επίπλευση των καθαρών νοημάτων, εντέλει, είναι ένα ζητούμενο που για να επιτευχθεί, η κριτική σκέψη έχει τον πρώτο λόγο.
Οι θεσμοί σκοτώνουν τα νοήματα; Δεν ξέρω. Σίγουρα τα περιορίζουν, τα κλείνουν μέσα σε καλούπια, μη επιτρέποντας να γίνονται οι ρήξεις που χρειάζονται για να βρεθούν ( κάθε φορά ) οι γέφυρες που οδηγούν στο μέλλον – και δημιουργούν παραπετάσματα ( αστυνομικά, θρησκευτικά, πολιτικά, ψυχικά ), τέτοια που να αποκόπτουν το άτομο, μη επιτρέποντας την αυτονόμηση, την σκέψη, την πράξη, την συνείδηση.
Δηλαδή, τελειώνοντας η διαλεκτική, βασιλεύουν οι θεσμοί και ο ολοκληρωτισμός (ως τρόπος) κάνει τα πρώτα βήματά του: Ο περιορισμός των νοημάτων ανήκει στην πρώτη φάση του ολοκληρωτισμού και αφορά την θεωρία, δηλαδή: Κάθε φιλοσοφικό κείμενο διαβάζεται εντός ορίων και αν δεν χωρά, απλώς, απαγορεύεται.
Κι ο λόγος, που είναι το μέσον διαδόσεως των νοημάτων – φυσικά, ακολουθεί ανάλογες προσαρμογές ( ή και απαγορεύσεις) στις απαιτήσεις των θεσμών, ανάλογα με την φύση και την φάση στην οποία βρίσκονται οι θεσμοί, ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι θεωρίας· στα προκαθορισμένα όρια, ο λόγος γίνεται ακατάστατος ή ψευδής, καθοδηγούμενος απ’ τους θεσμούς και απ’ τους χειριστές τους.