Τις προάλλες βρέθηκα στο Γκάζι, στο Προοδευτικό Φόρουμ. Αφέθηκα να ακούσω τις ομιλίες χωρίς προκατάληψη, κατά το δυνατόν, αναζητώντας μέσα μου τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία. Με διάθεση να ακούσω πραγματικά, να μάθω, να πεισθώ. Η πρώτη εντύπωση θετική. Εισηγήσεις εμπεριστατωμένες, δουλεμένες, που έδειχναν ένα επίπεδο στο δημόσιο διάλογο –επίπεδο που ξεχώριζε από τον πολτό των άναρθρων κραυγών ή των άνευρων τοποθετήσεων που συνηθίσαμε τα τελευταία χρόνια. Έλεγα μέσα μου «μπράβο» και χαιρόμουν γι΄αυτό το προχώρημα, θετικό σ΄ένα απογοητευτικά κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο. Μέχρι που κάτι χάλασε τη νιρβάνα μου.
Δεν ήταν κάτι μεγάλο. Αντιθέτως. Ήταν μια μικρούτσικη φράση σε μια σωστά φτιαγμένη ομιλία. Δομημένη πολύ προσεκτικά σε περιεχόμενο και φρασεολογία. Μια φράση παλιά που παρεισέφρυε σε κάτι καινούργιο, μια φράση ηλικιωμένη στο λόγο ενός νέου πολιτικού.
Μου χτύπησε πρώτα-πρώτα σαν κάτι παράταιρο κι εκτός κλίματος. Κι έπειτα σαν αποκαλυπτικό της αλήθειας. Ναι, δεν ήταν μεγάλο. Όμως τα πράγματα – στη ζωή, στις σχέσεις, στην επικοινωνία και στην πολιτική- συχνά κρίνονται από τα μικρά (όπως ορθά λέγεται, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες). Και τίποτε από όσα λέγονται ή γράφονται δεν πέφτει κάτω. Δεν είναι σαν να μην έχει ειπωθεί, σαν να μην έχει γραφτεί.
Στη δουλειά μου, τη λεκτική επικοινωνία –τη συναρμογή των λέξεων για να πετύχεις έναν σκοπό- χρησιμοποιώ συχνά το παράδειγμα ενός άντρα που φτάνει σε μια συνάντηση γνωριμίας άψογα ντυμένος, με ρούχα ακριβά και προσεγμένα αξεσουάρ που ακολουθούν την τελευταία λέξη της μόδας. Μα η πανάκριβη γραβάτα του έχει έναν λεκέ. Τον βλέπεις κι εντυπωσιάζεσαι από το σύνολο. Μα, άθελά σου, προσέχεις και τη γραβάτα και στέκεσαι στο λεκέ. Κι αυτός ο άτιμος λεκές, ο επίμονος, αλλάζει, έστω λίγο, την εικόνα.
Έτσι μου έμοιασε αυτή η μια φράση, η αναφορά στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας». Σαν λεκές σε μια κατά τα άλλα προσεγμένη ομιλία. Σαν μικρή αποκάλυψη για εκείνον που την ξεστόμισε και σαν δηλωτικό εκείνου -σίγουρα άλλου- που την έγραψε. Σαν ανάμνηση μιας άλλης εποχής -όχι πολύ μακρινής, μα σίγουρα άλλης- που τέτοια κλισέ άντεχαν, «έστεκαν» ακόμα στο δημόσιο λόγο. Και σαν μικρή υποψία πως ο ομιλητής της ιστορίας μας πάσχιζε να ισορροπήσει λεκτικά ανάμεσα σε δύο βάρκες: την αναζήτηση σύγχρονου πολιτικού λόγου και τα κλισέ που έρχονται από δεκαετίες στρατευμένων τοποθετήσεων στην άνευρη γλώσσα των κομμάτων.
Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, θα πείτε. Πράγματι. Μα σε μια εποχή που μέγα ζητούμενο είναι το «καινούργιο», πολιτική δεν κάνεις με παλιά υλικά. Και παλιά υλικά δεν είναι πάντα και μόνον οι παλιοί πολιτικοί (που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είναι όλοι ίδιοι). Παλιά υλικά είναι και τα τερτίπια στα οποία εξασκήθηκαν για χρόνια κάποιοι γνωστοί παρατρεχάμενοι στο χώρο της πολιτικής –κάποιοι που θέλουν διακαώς «να γίνουν χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Παλιά υλικά είναι οι άριστες γνώσεις των «διαδικασιών» που κάποτε υπερτερούν της πολιτικής άποψης. Παλιό υλικό είναι, επίσης, ο παλιός λόγος που κρύβεται στα μικρά. Λέξεις που τις ξεπέρασε η εποχή, σαν το «όραμα» που μυρίζει από καιρό ναφθαλίνη. Λέξεις δηλωτικές της βαθύτερης άποψης, όπως ο «λαός», ειπωμένες από το στόμα μιας ελίτ που διαλέγοντας να πει «ο λαός» αντί, ας πούμε, «ο κόσμος», βγάζει τον εαυτό της -και την ουρά της- απέξω. Λέξεις που ακούγονται ωραίες και «χρήσιμες», μα καταντούν άδεια γεμίσματα αν δεν τους βάλεις περιεχόμενο συγκεκριμένο. Λέξεις που θέλουν πολλή επεξήγηση -γιατί ωραίες οι «μεταρρυθμίσεις» κι οι «ριζοσπαστισμοί», μα φοβάμαι πως κάποτε δεν είναι παρά μασκαρεμένες αλλαγές. Και στην εποχή που οι πολιτικές μεταμφιέσεις πληθαίνουν, ο λόγος μπορεί να είναι στοιχείο αλήθειας αλλά και αξεσουάρ μεταμφίεσης.