Η απάντηση είναι: εξαρτάται από τη φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει μια κοινωνία. Το δεξιό και το αριστερό, ως πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις, ξεχωρίζουν σε λίγα, μεγάλα ζητήματα, όπως η έκταση του κράτους, η ελευθερία του επιχειρείν, η ατομική ή συλλογική ευθύνη για την ευημερία. Αυτά μεταφράζονται σε λίγο-πολύ τυποποιημένες προγραμματικές διακηρύξεις και (σπανιότερα) σε πρακτική δημόσια πολιτική. Αν, λοιπόν, σε μια κοινωνία το κύριο πρόβλημα είναι, π.χ., η υψηλή φορολογία, τότε έχει αξία μια «δεξιά» πρόταση για μικρότερο κράτος, και αν είναι η μεγάλη ανισότητα, έχει αξία μια «αριστερή» πρόταση για κοινωνικές παροχές στους πιο αδύναμους. Συνήθως τα προβλήματα είναι πολύπλοκα, γι’ αυτό και συχνά «αριστεροί» ηγέτες κάνουν «δεξιές» μεταρρυθμίσεις και το αντίστροφο.
Υπάρχουν όμως μεγάλα προβλήματα που δεν έχουν απάντηση στον άξονα δεξιά-αριστερά. Αυτό ισχύει παντού, και ακόμα περισσότερο σε κοινωνίες όπου δεν κυριάρχησε ποτέ ο κλασικός εργοδοτικός καπιταλισμός της Δύσης. Σε αυτές, όπως στην Ελλάδα, οι σχέσεις παραγωγής, εκμετάλλευσης, εξουσίας, ιδιοποίησης είναι σιωπηρές, χωρίς μια μεγάλη αφήγηση να τις δικαιολογεί ή να τις καταδικάζει. Αλλά είναι πραγματικές και ορίζουν τη ζωή των πολλών, με τρόπο που δεν φαίνεται στις σχηματικές αναλύσεις.
Παράδειγμα, το δημόσιο σχολείο. Εχει αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας κεντρικά προσδιορισμένο από το υπουργείο, και έχει επίσης εργασιακές σχέσεις για τους δασκάλους, που συνοψίζονται σε πολύ λίγες ώρες εργασίας (κατά μέσον όρο), σε πάρα πολλούς δασκάλους, πολύ χαμηλούς μισθούς, μονιμότητα και καμία αξιολόγηση. Αυτή είναι η επίσημη πλευρά. Υπάρχει και η ανεπίσημη πρακτική. Πολλοί δάσκαλοι κάνουν ιδιαίτερα το απόγευμα, άλλοι έχουν δεύτερες δουλειές που δεν τους αφήνουν να συγκεντρωθούν σοβαρά στη σχολική διδασκαλία. Πολλοί μαθητές πάνε στα ιδιαίτερα ή σε φροντιστήρια. Δεν νιώθουν ότι μπορούν να μάθουν πολλά στο σχολείο, και όσοι θέλουν να μάθουν ψάχνουν μόνοι τους. Οι δε δάσκαλοι που θα ήθελαν να διδάξουν με διαφορετικό τρόπο εμποδίζονται από τους περιορισμούς του υπουργείου.
Δίπλα στην επίσημη διδασκαλία υπάρχουν οι «αθέατες σπουδές». Οι μαθητές μαθαίνουν ότι ένας θεμελιακός θεσμός της κοινωνίας δεν επιτελεί τον σκοπό του, αλλά το κράτος και τα κόμματα δεν κάνουν τίποτε για να τον βελτιώσουν. Οτι αν θέλουν να μορφωθούν ή έστω να μπουν σε κάποιο πανεπιστήμιο, πρέπει να απευθυνθούν αλλού. Οτι οι δάσκαλοι παρανομούν με τα ιδιαίτερα, αλλά αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό. Οτι το πιο σημαντικό εφόδιο κοινωνικής ανόδου δεν είναι οι βαθμοί, αλλά οι αγωνιστικές περγαμηνές. Οταν θα βγουν στη ζωή, θα ξέρουν ότι οι κανόνες είναι για τα κορόιδα, ότι το καλύτερο κοινωνικό δίκτυο είναι ένα κόμμα, ότι ακούγεται όποιος φωνάζει. Δεν θα ξέρουν πώς να ερευνήσουν για να βρουν απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα, ούτε ότι τα βιβλία προσφέρουν ιδέες και προσεγγίσεις που δεν βρίσκεις στο facebook. Θα δίνουν ίσες πιθανότητες να καταγόμαστε από τους πρωτόπλαστους όσο από κάποιον πίθηκο, και οι πιο φευγάτοι, απορρίπτοντας την «αστική επιστήμη», θα πιστέψουν ότι έχουμε εξωγήινους προγόνους. Και, όπως διαπιστώνουμε κάθε πέντε χρόνια από το PISA, θα έχουν χειρότερη αντίληψη της γλώσσας τους και των μαθηματικών απ’ όλους σχεδόν τους άλλους Ευρωπαίους.
Η μέθοδος διακυβέρνησης του δημόσιου σχολείου, οι εργασιακές σχέσεις και ο τρόπος διδασκαλίας συγκροτούν ένα μηχανισμό εκμετάλλευσης σε βάρος των μαθητών και των πιο φτωχών οικογενειών, και σε όφελος των πιο ανήθικων δασκάλων και των πιο πολιτικάντηδων «αγωνιστών». Πόσο δεξιά ή αριστερή είναι η προσπάθεια να αλλάξει αυτό; Μέρος της λύσης είναι να έχουμε λιγότερους δασκάλους, με περισσότερες ώρες εργασίας για τον καθένα, και με πολύ καλύτερους μισθούς. Αλλο μέρος είναι κάθε σχολείο και δάσκαλος να έχουν μεγαλύτερη αυτονομία, αλλά και να αξιολογούνται συστηματικά για όσα κάνουν και πετυχαίνουν. Αλλο μέρος, να μην υπάρχει ένα επίσημο βιβλίο για κάθε μάθημα, αλλά πολλές διαφορετικές πηγές. Τι από αυτά είναι δεξιό και τι αριστερό;
Σαν το σχολείο είναι πολλοί άλλοι θεσμοί: τα νοσοκομεία, τα πάντα αναβλητικά δικαστήρια, η αγορά εργασίας που δεν συμμορφώνεται σε νόμους και συλλογικές συμβάσεις. Οσοι πιστεύουν ότι οι λύσεις υπάρχουν στα θέσφατα των στοχαστών της μιας ή της άλλης ιδεολογίας δεν ξεπέρασαν ποτέ την τσαπατσουλιά της σχολικής τάξης.
Γι’ αυτό, όταν με ρωτούν αν είμαι κεντροαριστερός ή φιλελεύθερος, λέω δεν ξέρω, και δεν με ενδιαφέρει. Οταν με ρωτούν με ποια από τα άλλα κόμματα θα ήθελα να συνεργαστεί ο νέος πολιτικός φορέας που προτείνουν οι «58», λέω «με αυτά που είναι πιθανότερο να κάνουν κάτι σοβαρό για την παραγωγή, την ανεργία, τους φτωχούς και τα σχολεία». Και αν, παρά την απέχθειά μου στα συνθήματα, μου ζητούν ένα, δανείζομαι από τον Γιάννη Βούλγαρη: «ριζοσπαστικό μέτρο».