O «λαός» πρέπει να θέλει πάντα περισσότερα…

Φώτης Γεωργελές 29 Δεκ 2012

Όταν η δουλειά του πατέρα μου άρχισε να χαλάει, μετακομίσαμε. Διάβαζα τα μαθήματα της επόμενης μέρας στο τραπέζι της κουζίνας. Και με άλλαξαν σχολείο. Στενοχωρήθηκα, κυρίως γιατί το κοριτσάκι με τα ξανθά κοτσιδάκια του διπλανού θρανίου είχε κολλήσει το χέρι στο τζάμι και με χαιρετούσε όσο με έπαιρναν και ’γω γυρνούσα το κεφάλι και κοίταζα το τζάμι που απομακρυνόταν μέχρι να στρίψουμε στη γωνία και να μάθω ότι ζωή σημαίνει απώλειες.

Όμως μου πέρασε, γιατί στο ιδιωτικό τα απογεύματα μέναμε στο σχολείο και κάναμε τα «καθήκοντα» της επόμενης μέρας, ενώ στο 30ό Δημοτικό Κυψέλης παίζαμε μπάλα στο προαύλιο μέχρι το βράδυ και μετά καθόμασταν στα παγκάκια της Φωκίωνος και πίναμε μπιράλ. Πέρασα χαρούμενα παιδικά χρόνια.

Ο πατέρας μου μετά τη δουλειά του, τα απογεύματα άρχισε να πηγαίνει σ’ ένα ξενοδοχείο που είχαν με την αδελφή του στην πλατεία Βάθη. Εκεί που αργότερα κι εγώ έκανα μερικές νυχτερινές βάρδιες, από τις πιο διαπαιδαγωγικές στη ζωή μου. Όταν η δουλειά του πήγε ακόμα χειρότερα, πρόσθεσε τα βράδια το σινεμά ενός φίλου του, κρατούσε τη βραδινή προβολή στο «Κολοσσαίο». Δεν ήμασταν φτωχοί, ήμασταν μάλλον αυτό που ’λεγαν τότε μεσαία τάξη.

Ξέραμε πώς είναι η φτώχεια, τη βλέπαμε δίπλα μας, στους συμμαθητές μας στο σχολείο. Όμως έτσι έκαναν τότε οι πατεράδες της μεσαίας τάξης, δούλευαν τρεις δουλειές για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Έφευγε το πρωί στις 7 και γυρνούσε το βράδυ στις 11μισι. Πάμε τώρα για ένα τσιγαράκι στη Φωκίωνος; έλεγε στη μητέρα μου και πήγαιναν για παγωτό στο Select. Καμιά φορά έπαιρναν κι εμάς για παϊδάκια στη «Συκιά» και τις Κυριακές το μεσημέρι στη «Θράκα». Δεν τον θυμάμαι να κλαίγεται ποτέ.

Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, νοίκιασα μια γκαρσονιέρα σε μια ταράτσα. Έτσι έκανες τότε όταν μεγάλωνες. Πώς αλλιώς θα έκανες συζητήσεις μέχρι το πρωί για τον κόσμο, πώς θα έκανες πάρτι κάθε μέρα, πώς θα συμβίωνες με άλλους ανθρώπους, πώς θα τα δοκίμαζες όλα έστω μια φορά, όπως έλεγε το σύνθημα της εποχής, πώς θα είχες την ευχαρίστηση να βλέπεις μισόγυμνα κορίτσια να περιφέρονται στο σπίτι σου; Όταν φεύγεις από το σπίτι πρέπει να μπορείς να συντηρείς τις επιλογές σου, αλλιώς τι διάολο επιδοτούμενη επανάσταση ήταν αυτή; Εκείνο τον καιρό δεν μπορούσες να κάνεις «dj set» για να βγάζεις κανένα μεροκάματο, ούτε καν να σερβίρεις στα μπαρ. Ήταν πολύ λίγα, τα καφέ τα ’λεγαν ακόμα καφενεία.

Οι επιλογές ήταν λίγες, ξεφόρτωμα φορτηγού, νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα, 26ο χιλιόμετρο εθνικής οδού. Όταν βρισκόταν δουλειά γραφείου, ήταν λαχείο. Ήταν μια έκθεση ειδών υγιεινής στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Στις 7 το πρωί που άνοιγε, πήγαινα εννοείται κατευθείαν από το προηγούμενο βράδυ. Ο μικρός του μαγαζιού καθόταν στο γραφείο και πρόσεχε μήπως μπει κανένας πρωινός πελάτης, μέχρι τις 10 δεν έμπαινε συνήθως κανείς. Σε μια μπανιέρα λίγο πιο μέσα από τη βιτρίνα, να μη φαίνεται, εγώ κοιμόμουν για βράδυ. Στις 10 φραπές απ’ το περίπτερο. Πέρασα ευτυχισμένη φοιτητική ζωή.

Δεν ήμουν καλός φοιτητής, είχε κάθε μέρα γενικές συνελεύσεις και ήμουν απασχολημένος. Ήθελα όμως να φύγω και τέλειωσα γρήγορα. Πήγα για μεταπτυχιακά, Εμπορικό Δίκαιο, δίκαιο των επιχειρήσεων. Άντεξα ένα χρόνο. Το επόμενο καλοκαίρι τούς ανακοίνωσα ότι είχα άλλα σχέδια. Θα έκανα Πολιτική Οικονομία, μεταπτυχιακό στις ξένες πολυεθνικές στην Ελλάδα. Οι οποίες εντωμεταξύ έφευγαν. Αλλά εμείς στα αμφιθέατρα δεν το είχαμε πληροφορηθεί. Μετά οι επιλογές μου έγιναν ακόμα πιο εξαντρίκ. Θα έκανα κοινωνιολογία. Διδακτορικό στη παραλογοτεχνία. Ο πατέρας μου χαμογέλασε θλιμμένα. Νομικός που δεν δικηγορούσε αλλά έφτιαχνε οινόπνευμα, περίμενε να δει τα παιδιά του τουλάχιστον στις αίθουσες του δικαστηρίου.

Είχε νοικιάσει ένα γραφείο στην Ομόνοια, είχε βάλει ταμπέλα και περίμενε. Λίγο αργότερα θα μάθαινε ότι ούτε η κόρη του ακολούθησε τα όνειρά του. Χαμογελούσε πάντα θλιμμένα. Άραγε καταλάβαινα τότε πόση αποδοχή της επιθυμίας του άλλου έκρυβε αυτό το θλιμμένο χαμόγελο; Το ξέρεις βέβαια, αγόρι μου, είπε, ότι αυτά δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι. Το ήξερα. Αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Θα γινόμουν ρεσεψιονίστ και θα έγραφα βιβλία στις νυχτερινές βάρδιες σ’ ένα μοτέλ της Route 66. Στη χειρότερη, στο ξενοδοχείο της πλατείας Βάθη. Όταν όμως κάνεις χόμπι, δεν παίρνεις λεφτά απ’ το σπίτι.

Εκεί τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Ήταν ήδη όπως θα γινόμασταν εμείς σε μια δεκαετία. Οι ξένοι καθάριζαν τα σπίτια, καθάριζαν τα μαγαζιά, έβρισκες δουλειές. Όταν η συγκάτοικός μου πήρε ένα σολεξάκι, έτσι έλεγαν τα μηχανάκια τότε, αναβαθμίστηκα. Έγινα κούριερ. Ανεβοκατέβαινα τις παρισινές λεωφόρους ευτυχής. Πέρασα τέλεια 8 χρόνια ξένος σε μια ξένη πόλη που την ένιωθα δική μου.

Για την επαγγελματική μου ζωή δεν έχω να πω τίποτα. Όλα ήταν κανονικά. Έκανα συνήθως αυτό που ήθελα, χωρίς προβλήματα και χωρίς μεγάλες ατυχίες. Βέβαια, τότε, για να μπεις στο μισθολόγιο ενός εντύπου έπρεπε να δουλεύεις 5-6 χρόνια πριν, να δίνεις άρθρα ως free lancer, να αμείβεσαι αργότερα με μπλοκάκι, στο μισθολόγιο έφτανες όταν ήδη ήσουν γνωστός δημοσιογράφος. Στο μεταξύ έκανες και μερικές άλλες δουλειές για να ζήσεις. Απολύθηκα δύο φορές και παραιτήθηκα τρεις. Και έκλεισαν μερικά έντυπα που δούλευα. Αλλά όλα αυτά ούτε που τα θυμάμαι, ήμουν πολύ τυχερός, έζησα μέχρι τώρα συναρπαστική και γεμάτη επαγγελματική ζωή.

Γιατί τα θυμήθηκα απόψε το βράδυ όλα αυτά; Σίγουρα όχι για να κάνω τον έξυπνο. Ξέρω πολύ καλά πόσο διαφορετικά είναι τώρα τα πράγματα. Τότε αν κάποιος σπούδαζε, ήξερε ότι μια δουλειά θα έβρισκε να κάνει. Τώρα οι άνθρωποι παίρνουν 2-3 πτυχία και δουλειές δεν υπάρχουν. Ούτε, πολύ περισσότερο, θέλω να γράψω καμιά ελεγεία για τη λιτότητα. Το αντίθετο. Με εκνευρίζουν αφάνταστα κάποιοι που με αφορμή την κρίση προσπαθούν να μας προσγειώσουν, να γίνουμε ολιγαρκείς. Που λένε ότι ο λαός δεν πρέπει να απλώνει τα πόδια του έξω απ’ το πάπλωμα, ότι η Ελλάδα θα φτωχύνει και έτσι είναι το φυσικό. Αντίθετα, πιστεύω ότι ο «λαός» πρέπει να θέλει πάντα περισσότερα, αρκεί να ξέρει τι αξίζει να θέλει, να ξέρει ότι ο ίδιος θα τα δημιουργήσει. Και η Ελλάδα θα γίνει φτωχότερη μόνο αν δεν την αφήσουν ν’ αλλάξει.

Όμως παρ’ όλα αυτά, καθώς θυμάμαι το παρελθόν, έχω μια απορία. Τι μας συνέβη; Πότε ακριβώς σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες του ’90 και του 2000, αυτή η χώρα έχασε την ορμή και το δυναμισμό της; Πώς αυτή η γενιά του ρίσκου και της απόλαυσης έγινε γενιά του φόβου και της ασφάλειας; Πότε πιστέψαμε ότι η ζωή μάς χρωστάει; Ότι ζωή είναι να καταφέρεις μια πρόσληψη στο δημόσιο, να δουλέψεις 20-25 χρόνια και να βγεις στη σύνταξη στα 50 κάτι;

Πότε αρχίσαμε να θεωρούμε την εργασία «δουλεία», να ονομάζουμε τη μείωση των αποδοχών «εξαθλίωση» και την κατάργηση του επιδόματος γάμου «εργασιακό μεσαίωνα»; Πότε αυτή η χώρα άρχισε να φοβάται τη δουλειά; Να φοβάται ν’ αλλάξει; Να θρηνεί 3 χρόνια ένα μοντέλο που και η ίδια ξέρει ότι χρεοκόπησε, χωρίς να κάνει τίποτα για να το αλλάξει; Πότε δηλαδή αυτή η κοινωνία γέρασε ανεπανόρθωτα; Πώς έχασε τη ζωντάνια της; Και πότε αυτό θ’ αλλάξει; Πώς θα γίνει να ξυπνήσει μια μέρα και να πει τέρμα η κλάψα και η θυματοποίηση, τώρα σηκώνουμε τα μανίκια, τα αλλάζουμε όλα;