Κατά την διάρκεια της ομιλίας του που εν προκειμένω έλαβε χώρα στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για τον προϋπολογισμό, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος, έκανε λόγο για έναν προϋπολογισμό «αντιλαϊκό, αντιαναπτυξιακό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ολιγαρχών και των καπιταλιστών».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η ρητορική την οποία χρησιμοποιεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης καθίσταται καινοφανής.
Και λέμε κάτι τέτοιο διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, τουλάχιστον με τέτοια ένταση, μία τέτοιου τύπου ρητορική, η οποία παραπέμπει απευθείας στην Αριστερή (ας μην πούμε και κομμουνιστική) ‘ιδιόλεκτο’.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα επισημάνουμε πως η χρήση λέξεων με παρεμφερές περιεχόμενο,[2] (‘ολιγάρχες & καπιταλιστές’), στοχεύει να πείσει όλους όσοι αμφιβάλλουν και απορούν με τα λεγόμενα του (‘είναι αυτός ο Βελόπουλος που ξέραμε’; ), πως μπορεί κάλλιστα να κάνει χρήση Αριστερής ρητορικής και φρασεολογίας, προκειμένου να καταδείξει το πόσο ‘πολύ εναντιώνεται σε αυτή την κυβέρνηση’. Και ‘σίγουρα, περισσότερο από Αριστερούς τύπου Κασσελάκη και Κουτσούμπα’.
Πέραν αυτού, ο Κυριάκος Βελόπουλος έκανε χρήση αυτών των όρων και για δικαιολογήσει με τον πλέον πειστικό τρόπο την άρνηση του ιδίου και του κόμματος του να ψηφίσει τον προϋπολογισμό που έχει φέρει προς ψήφιση η κυβέρνηση στη Βουλή. Κατά δεύτερον, και για να αποτρέψει τα κοινοβουλευτικά Αριστερά κόμματα από το να καταστούν ‘προνομιακοί χρήστες’ αυτών των όρων.
Και για να συμβεί αυτό, όχι μόνο προβαίνει στη χρήση τους, ενσωματώνοντας τους στην επιχειρηματολογία τους[3], αλλά, τους προσδίδει και ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Ένα διαφορετικό πολιτικοϊδεολογικό περιεχόμενο, για την ακρίβεια. Λιγότερο ή καθόλου ταξικό περιεχόμενο;. Και αυτό είναι ένα παρά πολύ καλό και ενδιαφέρον, από θεωρητική σκοπιά, ερώτημα.
Σαφώς, η αντι-καπιταλιστική ρητορική Βελόπουλου από την μία πλευρά, έχει όρια, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπορεί να καταστεί ολοκληρωμένη όπως είναι αυτή του ΚΚΕ[4] και, από την άλλη, ευθυγραμμίζεται με την ρητορική και δη την εθνικολαϊκιστική ρητορική την οποία χρησιμοποιούν με όλο και μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα τα τελευταία χρόνια, κόμματα της ίδιας πολιτικής οικογένειας. Όμως, διακρίνουμε ‘ίχνη’ ταξικότητας στον κοινοβουλευτικό λόγο Βελόπουλου, από την στιγμή όπου φαίνεται πως προσεγγίζει ‘καπιταλιστές’ και ‘ολιγάρχες’ ως ‘σώμα’, ως ‘τάξη’ η οποία είναι η μόνη που θα ‘ωφεληθεί’ από αυτό τον προϋπολογισμό.
Άρα, για να μπορέσουμε να διακρίνουμε εναργέστερα την λαϊκιστική διχοτόμηση μεταξύ ‘λαού’ και ‘καπιταλιστών’ η οποία θεμελιώνεται επί τη βάσει του ‘έχειν’ και του ‘κερδίζειν διαρκώς,’ οφείλουμε να διακρίνουμε και να επισημάνουμε τα ‘ίχνη’ ταξικότητας στον λόγο του Κυριάκου Βελόπουλου, τα οποία λειτουργούν ως ‘καύσιμη ύλη’ και για την διατύπωση του λαϊκιστικού επιχειρήματος, και για την άρθρωση ενός λόγου που θα είναι όσο ευέλικτος χρειάζεται, δίχως να κατηγορηθεί ο φορέας του για πολιτικοϊδεολογικές ‘υποχωρήσεις’.
Σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο των ιδεών Pierre-Andre Taguieff, ο λαϊκισμός, «συνίσταται, από την μία πλευρά, σε μία κλήση προς τον λαό κατά των περισσότερο ή λιγότερο εγκληματοποιημένων ελίτ και, από την άλλη πλευρά, σε μία ιεροποίηση του λαού, διακοσμημένου με όλες τις αρετές, ο οποίος θεωρείται διαρκώς εξαπατημένος από τις κυνικές και διεφθαρμένες ελίτ».[5] Με βάση την εθνικολαϊκιστική ρητορική Βελόπουλου, η οποία είναι αρκούντως οξυμμένη, οι ‘καπιταλιστές’ και οι ‘ολιγάρχες’ ενσαρκώνουν το ‘κακό’ και προβαίνουν σε ‘εγκλήματα’ κατά του ‘ελληνικού λαού’. Άρα, είναι εξ ορισμού ‘εγκληματοποιημένες’, όπως θα μας έλεγε ο Pierre Andre-Taguieff.
Δεύτερον, ‘κερδίζουν διαρκώς’ χωρίς να ‘κάνουν τίποτε για αυτό, χωρίς να μοχθούν πραγματικά (εδώ λείπει μία μεταφορά), χωρίς να ιδρώνουν.’ Κερδίζουν, δίχως να ‘το αξίζουν πραγματικά, εξαπατώντας τον λαό και έχοντας την φανερή υποστήριξη της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.’ Οπότε, ο ‘λαός’ είναι αυτός που ‘χάνει’ και ‘υποχωρεί’, με τον ίδιο να εμφανίζεται όχι ξαφνικά, στο βήμα της Βουλής για να διατρανώσει το ‘Ως πότε παλικάρια; Ως πότε ελληνικέ λαέ θα σε πετούν στον δρόμο’; Ο μελοδραματισμός και ο εθνικολαϊκισμός μπορούν και συνυπάρχουν.
Δεν θα διστάσουμε να στραφούμε στην ανάλυση των Van Eemeren & Grootendorst, κατά τους οποίους, το argumentum ad ignorantiam,[6] αποτελεί έναν «παραλογισμό του συμπεράσματος με τον οποίο συμπεραίνεται ότι μια τοποθέτηση είναι αληθής, επειδή η αντίθετη της δεν υποστηρίζεται επιτυχώς».[7]
Το αυτό συμβαίνει και με τον Βελοπούλειο κοινοβουλευτικό λόγο. Για την ακρίβεια, ο «παραλογισμός του συμπεράσματος» συνιστά ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά των κοινοβουλευτικών του παρεμβάσεων εδώ και τέσσερα χρόνια, από το 2019 έως σήμερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κυριάκος Βελόπουλος, υπονοεί (δεν χρειάζεται να το ‘φωνάξει’) πως η δική του «τοποθέτηση είναι αληθής, επειδή η αντίθετη», δηλαδή αυτή του πρωθυπουργού, δεν «υποστηρίζεται επιτυχώς»: ‘Λέτε ψέματα. Οι αριθμοί του προϋπολογισμού δεν λένε την αλήθεια. Ο ελληνικός λαός υποφέρει και ζορίζεται καθημερινά.’
Αυτή η γλωσσική στρατηγική του επιτρέπει να ‘ξεφεύγει’ από την υποχρέωση της τεκμηρίωσης, της πλήρους τεκμηρίωσης των όσων υποστηρίζει, εκεί όπου ο ίδιος δεν χρειάζεται να παραθέσει αριθμούς ή επιχειρήματα προς επιβεβαίωση, αλλά, μόνο να επικαλεσθεί την εικόνα που έχουν σχηματίσει ο ίδιος και οι βουλευτές του κόμματος του: ‘Κάντε μία βόλτα έξω. Ο κόσμος στενάζει. Θα σας τα πει αυτός’.
Όσο περισσότερο όμως εξελίσσεται η ομιλία του για τον προϋπολογισμό, τόσο περισσότερο ανακύπτει στην επιφάνεια ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα του. Και ποιο είναι αυτό το μειονέκτημα; Είναι η εν τοις όροις αντίφαση που τέμνει κάθετα τον κοινοβουλευτικό του λόγο, καθιστώντας τον μειωμένης εγκυρότητας και αξιοπιστίας.
Πως μπορείς με χαρακτηριστική ελαφρότητα να κατηγορείς τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών πως ‘λέει ψέματα’,[8] όταν ως πολιτικός αρχηγός αναπαράγεις πολύ συχνά ψευδείς ειδήσεις; Παραπλανητικό περιεχόμενο;
[1] Βλέπε σχετικά, Γκρήγκοβιτς, Ελένη, ‘Βελόπουλος: Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ολιγαρχών ο προϋπολογισμός,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 17/12/2023, Βελόπουλος: Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ολιγαρχών ο προϋπολογισμός (protothema.gr) Θεωρητικώ τω τρόπω, μπορούμε να θέσουμε το εξής ερώτημα: Στηρίχθηκε η κοινοβουλευτική ομιλία του Κυριάκου Βελόπουλου, ενός εθνικολαϊκιστή πολιτικού αρχηγού ενός επίσης εθνικολαϊκιστικού πολιτικού κόμματος, στη χρήση των διλημμάτων; Ας δώσουμε αρχικά έναν ορισμό του διλήμματος, προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αητό το ερώτημα. Σύμφωνα με τον Hurley, το δίλημμα «συνίσταται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες, όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα». Η κοινοβουλευτική ομιλία του Κυριάκου Βελόπουλου δεν στηρίχθηκε στη χρήση του διλήμματος ή των διλημμάτων, κάτι που οφείλεται στους εξής παράγοντες: Πρώτον, στον εν γένει αφοριστικό χαρακτήρα των ομιλιών του από το βήμα της Βουλής, στοιχείο το οποίο αποτρέπει όχι μόνο την χρησιμοποίηση διλημμάτων, αλλά και την διατύπωση ερωτήσεων, πλην κάποιων εξαιρέσεων. Διαφορετικά ειπωμένο, ούτε τα διλήμματα ούτε και οι ερωτήσεις διαδραματίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του. Δεύτερον, διότι θεωρεί τα διλήμματα αχρείαστα, μορφή λόγου που αντί να φέρει σε δύσκολη θέση τον πολιτικό αρχηγό και κυρίως τον πρωθυπουργό, μπορεί να τον διευκολύνει, επιτρέποντας του να αντιμετωπίσει επιτυχώς την ‘Βελοπούλεια’ επιχειρηματολογία. Τρίτον, διότι επενδύει συμβολικούς και γλωσσικούς πόρους προς την κατεύθυνση της διατύπωσης μικρού μεγέθους, ‘κοφτών’ προτάσεων, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο ίδιος εκτιμά πως η χρήση διλημμάτων δεν είναι συμβατός με την ‘δομή’ του κοινοβουλευτικού του λόγου. Τέταρτον, διότι εκλαμβάνει τα διλήμματα ως ασύμβατα με το ‘μεγαλοπρεπές’, Βελοπούλειο ρητορικό ύφος: ‘Τους καταπλήσσω και τους κάνω να κουνούν τα κεφάλια τους με απορία λόγω των επιχειρημάτων που χρησιμοποιώ. Τι να τα κάνω τα διλήμματα όταν έχω τέτοια επιχειρήματα, και επίσης, ‘γνωρίζω πως’ να τα διατυπώσω’; Βλέπε σχετικά, Hurley, P.J., ‘A concise introduction to logic,’ Belmont, CA, Wadsworth, 2008. Όποιος ενδιαφερόμενος περί της κοινοβουλευτικής γλώσσας ερευνητής επιθυμεί να αναζητήσει το αν και σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνται τα διλήμματα εντός Βουλής, είναι προτιμότερο να στραφεί, όσον αφορά την Ελληνική Λύση, στους βουλευτές του κόμματος και όχι στον αρχηγό του.
[2] Στην Μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική ρητορική παράδοση, και όχι μόνο βέβαια, οι γλωσσικοί όροι ‘καπιταλιστής’ και ‘ολιγάρχης’ διαθέτουν παρόμοια σημασία (το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο), και πολύ σπάνια σημαίνουν κάτι διαφορετικό. Αυτό που μπορεί να αλλάξει είναι αφενός μεν ο τρόπος με τον οποίο τις χρησιμοποιεί ο ομιλητής (έχουμε κατά νου εδώ την ένταση της φωνής), και, αφετέρου δε, η τοποθέτηση τους μέσα σε μία πρόταση. Ίσως σε αυτό ακριβώς το σημείο μπορεί να διαφοροποιηθεί η σημασία των δύο παρεμφερών γλωσσικών όρων. Εάν, για παράδειγμα, ο ομιλητής ξεκινήσει την πρόταση του λέγοντας ‘Οι καπιταλιστές….’, τότε εννοεί ή αλλιώς, αναφέρεται σε ολόκληρη την ‘τάξη’ των ‘καπιταλιστών’, και όχι σε κάποιους μεμονωμένους. Εάν αντίθετα, ξεκινήσει λέγοντας ‘Οι ολιγάρχες…’, τότε αυτό μπορεί να σημαίνει πως αναφέρεται ειδικότερα σε όλους όσοι ‘κερδίζουν’ από μία κατάσταση, σε εκείνα τα ‘λίγα’ πρόσωπα που διαθέτουν τέτοια ισχύ και εξουσία, ώστε να κυριαρχούν και εντός της ‘τάξης’ των ‘καπιταλιστών’. Δεν προκύπτει κάποια ιδιαίτερη συσχέτιση μεταξύ της χρησιμοποίησης αυτών των όρων και της εμπειρίας που μπορεί να διαθέτει ένας βουλευτής, συνηθέστερα βουλευτής Αριστερού πολιτικού κόμματος. Και οι νεότεροι βουλευτές μπορούν να κάνουν χρήση αυτών των όρων, αποδεικνύοντας έτσι, και στους πλέον δύσπιστους του κόμματος τους, ότι είναι απολύτως εξοικειωμένοι με την κομματική ‘ιδιόλεκτο’.
[3] Με αυτόν ακριβώς τον γλωσσικό τρόπο, εξωτερικεύει και τα συναισθήματα του, όπως συμβαίνει και με τους Αριστερούς που χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους. ‘Αξίζει κάποιος να μισεί τους καπιταλιστές και τους ολιγάρχες διότι ‘λυμαίνονται’ τον ελληνικό ‘λαό’ και τον πλούτο του’. Στη βάση του ‘αντί’ τίθενται ο θυμός και η εχθροπάθεια, η εγγενής δυσπιστία προς όλα όσα ‘εκφράζουν οι ‘μη συμπαθείς τάξεις’ των ‘καπιταλιστών’ και των ‘ολιγαρχών’. Εάν δεν υπήρχε ο θυμός, το ‘αντί’ δεν θα μπορούσε να προσλάβει πολιτικό περιεχόμενο και δη ‘φορτισμένο’ πολιτικό περιεχόμενο, παραμένοντας κατά βάση ένας εναντιωτικός δείκτης: Δηλαδή, απλά και μόνο, ένας δείκτης (ας τον ονομάσουμε γλωσσικό) που δείχνει την εναντίωση σε ‘κάτι’, σε μία ιδεολογία, σε μία χώρα, σε μία τάξη, σε ένα πολιτικό πρόσωπο. Και εάν συνέβαινε ή εάν συμβεί κάτι τέτοιο, ο φορέας ενός τέτοιου λόγου δεν θα είναι σε θέση να συνδέσει εύκολα τον ‘αντί’ λόγο με την ιδεολογία του κόμματος.
[4] Και το μεγαλύτερο εμπόδιο προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι η ίδια η ιδεολογία του κόμματος. Από την στιγμή όπου ο αντι-καπιταλισμός ως ρητορική και ως τμήμα μίας ευρύτερης ιδεολογίας, δεν αποτελεί έναν από τους θεμέλιους λίθους του, τότε καθίσταται και εν τοις πράγμασι πολύ δύσκολο να προσλάβει χαρακτηριστικά άλλα από αυτά που επιτάσσει η ιδεολογία του κόμματος. Σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα είχαμε παράδοξα (ή μήπως ‘στρεβλώσεις’; ) του τύπου ο ‘Βελόπουλος κομμουνιστής’.
[5] Βλέπε σχετικά, Taguieff, Andre-Pierre., ‘Λαϊκισμός, συνωμοσιολογία, θυματοποίηση,’ Μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος, ‘The books’ journal,’ 12/05/2018, Pierre-André Taguieff: Λαϊκισμός, συνωμοσιολογία, θυματοποίηση (booksjournal.gr) Θεωρούμε, λαμβάνοντας υπόψιν και την κοινοβουλευτική θητεία του Κυριάκου Βελόπουλου ως βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, πως ο ίδιος αποτελεί έναν εκ πολιτικών προσώπων που έχουν συμβάλλει στη συγκρότηση αυτού που η Αγγέλα Καστρινάκη, αποκαλεί ως «κουλτούρα της καταγγελίας» εντός του Κοινοβουλίου. Με το μη παιγνιώδες ρητορικό του ύφος, με την εικόνα ‘άφθαστου ρήτορα’ (που ‘κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει’) που έχει φιλοτεχνήσει επιμελώς για τον εαυτό του, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, έχει κατορθώσει να ‘ακούγεται πολύ περισσότερο’ ακόμη και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής. Να διατηρεί, δίχως κανένα πρόβλημα, ενωμένη την Κοινοβουλευτική του Ομάδα, κάτι που οφείλεται και στις παρεμβάσεις και ομιλίες του από το βήμα του Κοινοβουλίου. Να έχει καταστήσει την αγένεια και το ‘αφ’ υψηλού’ ύφος πολιτικό-κοινοβουλευτικό ‘κανόνα’. Βλέπε σχετικά, Καστρινάκη, Αγγέλα, ‘Μια χορωδία, μια «Φόνισσα» και η κουλτούρα της καταγγελίας,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 16-17/12/2023, σελ. 43. Πολύ ορθά, η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, τονίζει πως η κινηματογραφική ταινία ‘Φόνισσα’ που προβάλλεται αυτή την περίοδο στους κινηματογράφους, δεν είναι παρά ένα νεο-φεμινιστικό μανιφέστο που βρίθει απλοϊκοτήτων. Των ίδιων απλοϊκοτήτων που συναντούμε στον κοινοβουλευτικό και πολιτικό λόγο του Κυριάκου Βελόπουλου.
[6] Βλέπε σχετικά, Van Eemeren, F.H., & Grootendorst, R., ‘The history of the argumentum ad hominem since the Seventeenth Century,’ στο: Van Eemeren, F.H., (επιμ.), ‘Reasonableness and effectiveness in Argumentative discource: Fifty contributions to the development’, Dordrecht, Springer, 2015, σελ. 611-629.
[7] Βλέπε και, Τσαγκαράκη, Ειρήνη., ‘Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, Διαθέσιμη στο: Τσαγκαράκη Ειρήνη (2022 Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)) Ελληνικός κοινοβουλευτικός λόγος (ekt.gr) Πολύ σπάνια οι κοινοβουλευτικές ομιλίες που λαμβάνουν χώρα την περίοδο όπου έχει εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση ο προϋπολογισμός, εστιάζουν αποκλειστικά σε οικονομικής φύσεως ζητήματα. Οι κοινοβουλευτικές ομιλίες των πολιτικών αρχηγών των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, και ειδικότερα, το περιεχόμενο αυτών, δηλώνουν πολλά για το είδος της αντιπολίτευσης που ασκεί και που επιθυμεί να ασκήσει μελλοντικά ένα πολιτικό κόμμα. Οι γλωσσικές-λεκτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ και αρχηγών αντιπολιτευτικών κομμάτων και βουλευτών δεν εκλείπουν. Αντιθέτως, συνιστούν μία από τις ‘σταθερές’ της όλης διαδικασίας, αν και δεν έχουν την ένταση που έχουν οι καταγγελίες και οι κατηγορίες εναντίον του κυβερνώντος κόμματος και της κυβέρνησης.
[8] Βλέπε σχετικά, Γκρήγκοβιτς, Ελένη, ‘Βελόπουλος: Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των ολιγαρχών ο προϋπολογισμός…ό.π.