Όπως λέει ο αστικός μύθος, μόλις γεννιούνταν αγόρι στο Μωριά, τηλεγραφούσαν στον τοπικό βουλευτή: «Εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέσιν». Και ο εκπρόσωπος του αυτοχθονισμού Παλαμήδης, λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, συνεπής με την αρχή αυτή, ονόμαζε τη μισθοδοσία από το δημόσιο, «…βάλσαμον εις τας πληγάς μας».
Ο Μακρυγιάννης όμως – ο άνθρωπος που πέθανε πάμπλουτος και αφορολόγητος – το διατυπώνει περισσότερο ωμά, ως ακτιβιστής του αυτοχθονισμού: «Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα». (Βλ. Γεράσιμος Κακλαμάνης, «Η Ελλάς ως κράτος δικαίου»). Έτσι, με το «..ας φάμε και εμείς τώρα», δόθηκε όλο το σαγηνευτικό περιεχόμενο του πελατειασμού, ο οποίος και για το λόγο αυτό, δεν ήταν δύσκολο να αναχθεί σε καθεστώς.
Ήταν το καθεστώς, που δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί στη χώρα μας η παράσταση του δημόσιου αγαθού, της “res publica”. Και, όπως ήταν φυσικό, η απουσία παράστασης δημόσιου αγαθού, παρήγαγε τον αντίστοιχο ανθρωπολογικό τύπο του νεοέλληνα ιδιώτη. Για τον οποίο, ακόμη και οι πλέον στοιχειώδεις υποχρεώσεις σ’ αυτό που αποκαλούμε κοινότητα είναι, σύμφωνα με έξοχη διατύπωση του Καστοριάδη, μία «απαίσια αγγαρεία, που μοιραία κακοδαιμονία τον εμποδίζει να αποφύγει».
Έτσι, αυτό που εντελώς καταχρηστικά, ονομάζουμε νεοελληνική «κοινωνία», κατέληξε να είναι ένα απλό άθροισμα ατόμων, κυριευμένων από απάθεια και κυνισμό και αφοσιωμένων αποκλειστικά στο ιδιωτικό τους συμφέρον. Με μοναδικό συνεκτικό στοιχείο την πρόσδεση στους τοπάρχες πολιτευτές, για ένα και μόνο λόγο: Επειδή οι τελευταίοι, ως «φεουδάρχες», καθόριζαν το πώς και σε ποιους θα διανεμόταν το δημόσιο χρήμα.
Το μακρυγιαννικό όμως ιδεολόγημα «..ας φάμε και εμείς τώρα», που συγκροτούσε τις τοπαρχίες, είχε μια ρητή ανηθικότητα, αφού αντιμετώπιζε το δημόσιο απροκάλυπτα ως λάφυρο για λεηλασία. Γι’ αυτό και οι συνήθεις διακηρύξεις περί πατρίδας, προγόνων κ.ο.κ. με τις οποίες επενδύθηκε το παρελθόν, αποδείχτηκαν υποκριτικές φανφάρες, που επιχειρούσαν απλώς να συγκαλύψουν την κατσαπλιάδικη σχέση μας με τα κοινά. Η συγκάλυψη όμως αυτής της σχέσης, δεν αρκούσε. Ήταν αναγκαία και η «νομιμοποίησή» της, ώστε να απενοχοποιηθεί.
Και ήρθε η αριστερά, η οποία πήρε τον κατσαπλιαδισμό από τα χέρια του κάθε προνεωτερικού και παραδοσιακού τοπάρχη πολιτευτή και τον ανήγαγε σε «μοντέρνα ιδεολογία». Με μοναδικό μάλιστα σκοπό, να διασώσει τα προνόμια εις βάρος της κοινωνίας, που κατέχει η κρατική γραφειοκρατία. Αυτό το «…φρικιαστικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της …..κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της», κατά τον αξεπέραστο χαρακτηρισμό του Μάρξ. Αλλά και όταν στη συνέχεια τα μέλη της γραφειοκρατίας αυτονομούνταν από την πατρωνία που τους διόριζε και αποφάσιζαν αυθαίρετα, ως πελατειακοί στρατοί, πως τους ανήκει η δημόσια περιουσία, (ας θυμηθούμε το «δεν πουλάμε» των διαφόρων «φωτόπουλων»), όταν δηλαδή συνέβη αυτό που ο Π. Κονδύλης ονόμασε «μερική αντιστροφή», η αριστερά υιοθετούσε και απενοχοποιούσε ακόμη και αυτήν την απροκάλυπτη ιδιοποίηση των δημόσιων αγαθών.
Και ήρθε η «πανουργία της ιστορίας»: Η κρατιστική ή «λαϊκή δεξιά», παρέλαβε από την αριστερά την «ιδεοληψία» της κρατικής οικονομίας και την υιοθέτησε ως δική της «ιδεολογία». Όχι όμως στην υπηρεσία κάποιας μαγικής ή μεσσιανικής φαντασίωσης, όπως πρόβαλλε η αριστερά, αλλά για εντελώς κυνικούς λόγους: Προκειμένου να διορίζονται οι πελάτες των τοπαρχών στο δημόσιο. Με τον τρόπο αυτό, η κρατικιστική δεξιά πήρε τη μορφή μιας λούμπεν αριστεράς.
Και σε μία δεξιά, η οποία έμοιαζε θανάσιμα με την αριστερά, με μοναδική διαφοροποίηση τις φαντασιώσεις της περί ενός «….έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του, ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση…», συνέβη το απροσδόκητο: Ήρθε η ανταπόκριση ενός σοβαρού μέρους της κοινωνίας, στην υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η οποία φαίνεται να δημιούργησε προσδοκίες πως με πιθανή εκλογή του στην αρχηγία της ΝΔ, μπορεί να φέρει την αναγκαία ανατροπή. Και να μετατραπεί η ελληνική δεξιά, από συνονθύλευμα τοπαρχών, σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα. Το οποίο, «αφήνοντας τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους», δεν θα επιδίδεται μόνον σε διορισμούς και δεν θα μιλάει για «διανομή» πλούτου που δεν υπάρχει, (δηλαδή για διανομή φτώχειας), όπως κάνει μέχρι σήμερα ταυτιζόμενο με την αριστερά «των σπηλαίων», αλλά για παραγωγή και διανομή πραγματικού πλούτου.
Και είναι αυτό ακριβώς, που στοιχειοθετεί «ασύμμετρη» απειλή για όλες τις λούμπεν εκδοχές του πολιτικού μας συστήματος. Γι’ αυτό και αμέσως βγήκε από το σκοτάδι του πελατειασμού, ο «χορός βρυκολάκων». Τον έσυρε πρώην υπουργός, που έγινε γνωστός όταν μετέφερε «με φορτηγά» ψηφοφόρους του για διορισμό στο ΜΕΤΡΟ. Και συνεχίστηκε με τα εμβληματικά πρόσωπα του πελατειακού παρελθόντος, τα οποία – κατ’ ευφημισμόν – αυτοαποκαλούνταν «λαϊκή δεξιά».
Αυτά λοιπόν τα εμβληματικά πρόσωπα του παρελθόντος, τα οποία συνέβαλλαν διαχρονικά στην καταστροφή της χώρας με τον πελατειασμό, επιτίθενται σήμερα στον Κυριάκο Μητσοτάκη, για ένα και μόνο λόγο: Επειδή, ως «πονηροί πολιτευτές», αντιλήφθηκαν ότι η θέσπιση κανόνων μπορεί να καταστρέψει το πελατειακό καθεστώς που τους τρέφει. Και ξέρουν πολύ καλά πως έξω από αυτό, δεν μπορούν να ζήσουν. «Αναπνέουν με καλάμι», που έλεγε και ο ποιητής.
Γι’ αυτό και πανικόβλητοι, αποδίδουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη μία κατηγορία του συρμού. Τον κατηγορούν ως «νεοφιλελεύθερο», συκοφαντώντας την θέσπιση κανόνων, ως «νεοφιλελευθερισμό»! Μάλιστα, είναι τόσο καθηλωμένοι στα κρατιστικά φαντάσματα της «προϊστορικής» αριστεράς, ώστε να κατηγορούν για νεοφιλελευθερισμό ακόμη και τον ΣΥΡΙΖΑ! Το κόμμα δηλαδή, που όχι μόνον αντιμετωπίζει ως αχρείαστη την πραγματική οικονομία, αλλά επί πλέον επειδή θεωρεί και ύποπτο το να εργάζεται κανείς σ’ αυτήν, συκοφαντεί τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα ως πράκτορες των εργοδοτών! (Βλ. συκοφάντηση εργαζομένων σε Σκουριές και Χαλυβουργία. Ή τη συκοφάντηση του Σ. Θεοδωράκη, επειδή εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα και δεν διέτριβε στα καφενεία ή έστω δεν σιτιζόταν στο δημόσιο).
Η ανάγκη τους όμως να υπερασπιστούν την καθήλωση στο παρελθόν, τους υποχρέωσε να βγουν στο φως. Έλα όμως που, όπως μας έλεγαν και οι γιαγιάδες μας, μπροστά στο φως καίγονται οι βρυκόλακες! Όταν λοιπόν κάποιοι από αυτούς, έφτασαν να υμνούν τον τελευταίο φορέα του κανιβαλικού κρατισμού κ. Τσίπρα, ως τον «μεγάλο ηγέτη» ή ως «εθνάρχη», αυτοπυρπολήθηκαν!