Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε απλό όχημα επαγγελματικής σταδιοδρομίας, και δημιουργίας περίπου κλειστής κάστας, προκύπτει η στρέβλωση που μπορούμε να την ονομάσουμε «κυνικό κυβερνητισμό». Πρόκειται για φαινόμενο διαφορετικός από εκείνο που έχει περιγράψει ο M.Weber στις γνωστές διαλέξεις του για την «πολιτική ως κλίση» Όταν ο κυνικός κυβερνητισμός επιδιώκεται με την στρατηγική του λαϊκισμού, τότε η στρέβλωση εξελίσσεται σε ξεκάθαρο εχθρό της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όμως, όλες οι πολιτικές στρατηγικές που αντιβαίνουν στην «κακή γλώσσα» της εποχής τους, χρειάζονται κάποια συγκαλυπτική ιδεολογία ως ψευδή συνείδηση για να ξεπεράσουν τα «κακά» σημαινόμενά τους. Τον κυνικό κυβερνητικό ως πράξη τον γνωρίσαμε ήδη με την μορφή του Τσιπρισμού. Τώρα αρχίζει και η σταδιακή εκτύλιξη της απαραίτητης θεωρίας και ιδεολογίας του. Γιαυτά θα μιλήσουμε στο κείμενό μου αυτό, σε μια πρώτη προσέγγιση του φαινομένου.
Με το άρθρο του σε πρόσφατο φύλλο των Νέων Εποχών (Το Βήμα, 21/7/2019) ο Νίκος Μουζέλης (ΝΜ στο εξής) υποτονθόρυσε (επί τέλους) το πρόπλασμα της νέας θεωρίας που τσιμεντώνει τον λαϊκισμό ως ηγεμονεύουσα ιδεολογία και στρατηγική της αποκαλούμενης «κυβερνώσας Αριστεράς» χυδαϊστί του Τσιπρισμού». Το θέμα έχει ενδιαφέρον και αξίζει να το προσέξουμε ιδιαίτερα όσοι προσβλέπουμε σε μια Σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά στην χώρα μας.
Στο άρθρο του, ο ΝΜ προσπαθεί να προβλέψει ποιο θα είναι το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, και να συμβουλέψει καταλλήλως του «ενδιαφερομένους, βασιζόμενες σε δύο μόνο προγνωστικές μεταβλητές (explicators): Τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουλίου, και τις εκλογικές επιδόσεις των Ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Με αυτό το ανάπηρο προγνωστικό μοντέλο, καταλήγει στο συμπέρασμα (φυσικά) ότι την σοσιαλδημοκρατική σημαία θα την κατακτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο συλλογισμός του είναι μνημείο λογικής αυθαιρεσίας και βαπτίσματος του wishful thought σε λογική απόδειξη. Θυμίζει το χαριτωμένο ανέκδοτο όπου μια γιαγιά στέκεται και κοιτάζει εντυπωσιασμένη μια συκιά. Την πλησιάζει περαστικός και την ρωτάει: «Γιατί σκεφτική γιαγιούλα;» «Σκέφτομαι τα σύκα που θα είναι φορτωμένη φέτος η συκιά», απαντάει. Κι ο περαστικός, βέβαιος ότι η λαϊκή σοφία κάτι θα ξέρει από αυτά, συνεχίζει τις ερωτήσεις του: «Και πού το ξέρεις γιαγιά ότι θα είναι φορτωμένη σύκα:» Και η απάντηση έρχεται απλούστατη: «Επειδή μου αρέσουν, παιδάκι μου»! Αλλά ας σοβαρευτούμε, γιατί θα θέμα πράγματι έχει ουσία.
Ως δεδομένα για τον συλλογισμό του ο ΝΜ θεωρεί τα εξής: (α) Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «εν δυνάμει» σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όπως και το ΚΙΝΑΛ, (β) ότι ο ανταγωνισμός για την εκπροσώπηση της σοσιαλδημοκρατίας κρίνεται αποκλειστικά μεταξύ των δύο αυτών διεκδικητών της σημαίας, (γ) Ότι η δυναμική της εκλογικής δύναμης είναι ο μόνος explicator της τελικής έκβασης του δυαδικού ανταγωνισμού και (δ) ότι η κατωφερής εκλογική πορεία των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων οφείλεται στις στροφή τους προς τα δεξιά.
Όλα τα δεδομένα του είναι το λιγότερο αυθαίρετα και στην ουσία ψευδή. Φυσικό, λοιπόν να καταλήγει ο ΝΜ σε εντελώς αστήρικτα συμπεράσματα, δηλαδή σε άκυρες εκ των προτέρων προβλέψεις. Πέραν αυτού, όπως θα δούμε, και ο συλλογισμός του είναι τουλάχιστο ερασιτεχνικός για να μη τον χαρακτηρίσω λογικά εντελώς εσφαλμένο, που σημαίνει ότι και αν ακόμη τα δεδομένα ήταν αληθή, η δόμησή τους στον συλλογισμό θα οδηγούσε και πάλι σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ας δούμε γιατί. Ελπίζω να δείξω ότι το σύνολο των δεδομένων (παραδοχών) του είναι απολύτως εσφαλμένα και πάντως, πλήρως εντελώς ατεκμηρίωτα, σχολιάζοντάς ένα προς ένα.
Θα ξεκινήσω κάπως ανάποδα, δηλαδή από την τελευταία παραδοχή του (δ) για να ξεμπερδεύουμε με χιούμορ με αυτή. Γιατί, τί άλλο από αστείο μπορούμε επιεικώς να πιστώσουμε στον συγγραφέα του άρθρου, όταν ο ίδιος στο ίδιο κείμενο διαψεύδει πλήρως τον ισχυρισμό που έχει επιλέξει για να στήσει επί δεδομένων το συνολικό συλλογισμό του; Στο κείμενό του, ο ΝΜ αποδίδει την πτώση των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κατ’ αυτόν δεξιά στροφή τους και λίγες παραγράφους παρακάτω, αναφέρεται σε πλειάδα σοβαρών περιπτώσεων χωρών, όπου η σοσιαλδημοκρατία τελεί σε άνοδο παρά το ότι σοβαροί αναλυτές σημειώνουν «δεξιά στροφή»! Προφανώς, ως φιλότιμος μελετητής της βιβλιογραφίας, δεν μπορούσε εύκολα να αγνοήσει την ποικιλία των ερμηνειών που αναπτύσσονται για τις αιτίες της εκλογικής υποχώρησης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εκεί όπου πράγματι υποχωρούν. Γύρω από το θέμα αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, ποταμός διεθνούς βιβλιογραφίας και μάλιστα, συνεχώς και πιο αποκαλυπτική και ενδιαφέρουσα. Δεν θα ασχοληθούμε, όμως, περισσότερο με το ζήτημα στο σημείο αυτό, επειδή αντικείμενο του κειμένου μας δεν είναι το γιατί υποχωρεί η σοσιαλδημοκρατία εκεί που πράγματι υποχωρεί, ή γιατί αναπτύσσεται εκεί που πράγματι αναπτύσσεται, ή τέλος γιατί δεν εμπεδώνεται εκεί που δεν δείχνει αξιόλογα σημεία ζωής (π.χ. στη χώρα μας, κατά μία άποψη). Πάμε, λοιπόν, παρακάτω.
Ας καταπιαστούμε τώρα με την πρώτη παραδοχή (α) του ΝΜ, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα η έστω «εν δυνάμει σοσιαλδημοκρατικό» , όπως και το ΚΙΝΑΛ, και επομένως από την μεταξύ τους ανταγωνισμό θα κριθεί τελικά ποιο κόμμα θα κατακτήσει το τρόπαιο της σοσιαλδημοκρατίας. Η παραδοχή αύτη είναι εσφαλμένη και στα δύο της σκέλη: Ούτε η ΣΥΡΙΖΑ έχει σοσιαλδημοκρατικό DNA, μήτε το ΚΙΝΑΛ είναι ολοκληρωμένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ευρωπαϊκού, τουλάχιστο, τύπου. Και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει την απόστασή του από την σοσιαλδημοκρατία με πανηγυρικό τρόπο. Το δηλώνει με τον τίτλο του, όπου τονίζεται ο ριζοσπαστικός «αριστερός» χαρακτήρας της πολιτικής του ταυτότητας. Το εκφράζουν απερίφραστα οι οργανικοί διαννούμενοί του, όπως για παράδειγμα ο Αριστείδης Μπαλτάς, που σε σχετική ερώτηση, πάλι στο ΒΗΜΑ, θυμίζει (για να μη το ξεχνάει ο κάθε ΝΜ) ότι «από την ίδρυσή του ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για δημοκρατικό πέρασμα προς τον σοσιαλισμό» και ότι το «η βασική παρακαταθήκη από την κυβερνητική θητεία του είναι ότι η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να κυβερνήσει». Τι σημαίνει η διπλή αυτή δήλωση; Προφανώς δεν σημαίνει ότι ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί, αν ταυτίζονταν, τότε τι έννοια έχει η διαπίστωση ότι η ριζοσπαστική αριστερά (και όχι η σοσιαλδημοκρατία) απέδειξε ότι μπορεί να κυβερνήσει. Η εικόνα είναι σαφής. Δεν χρειάζεται καν να την συμπληρώσουμε και με την διαπίστωση σε ποια Ευρωπαϊκή Ομάδα είναι μέλος ο ΣΥΡΙΖΑ και σε ποια κολλάει απλώς ως «παρατηρητής». Τέλος, το ότι εμφανίζεται τώρα διευρυμένος με τις «προοδευτικές δυνάμεις» (εκεί χωράει ο ΝΜ) δεν λέει τίποτα περισσότερο παρά ότι επαναλαμβάνει την πάγια λενινιστική τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων να εμφανίζονται εκλογικά με κάποια μη κομμουνιστική τσόντα για προφανείς λόγους. Συνήθως είναι κάποιο «αγροτικό κόμμα» (ακόμη και στην σοβιετική «βουλή» παρουσιάζονταν και τέτοιο στην διακοσμητική βιτρίνα. Σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ, ε, ποιος ξεχνάει τον για χρόνο κολαούζο του ελληνικού Αγροτικού Κόμματος, μέχρι που ο Περισσός να το αποφασίσει να γίνει μοναστήρι αποκλειστικής αιρέσεως.
Με αυτά τα δεδομένα, ποια θα ήταν λοιπόν η σωστή παραδοχή για την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ; Απλούστατα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα σπάνια ακραιφνές λαϊκιστικό κόμμα που παρασιτίζει στο σώμα της Αριστερής Μυθολογίας. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, αν ο ΝΜ, αντί να παίζει νομιναλιστικό παίγνιο, να μας εξηγούσε τι το «αριστερό» φέρει ήδη η πενταετής ωριμασμένη ιδεολογική και κυβερνητική του ταυτότητα; Για το θέμα αυτό αξίζει ο κόπος ενός συστηματικού διαλόγου που κάποτε πρέπει να γίνει για πάψουμε να παίζουμε με τις λέξεις αντί να αντιπαρατασσόμαστε με τεκμηριωμένες πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις .
Σε ό,τι αφορά, τώρα, το ΚΙΝΑΛ, τα πράγματα είναι τω όντι μπερδεμένα, αλλά οπωσδήποτε δεν μπορούμε να πούμε ότι το μπέρδεμα αφορά ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αυτό, όμως, που παρά ταύτα κάνει το ΚΙΝΑΛ πιθανό υποψήφιο κόμμα που θα αναδεχτεί μια λίγο-πολύ ξεκάθαρη σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα, είναι ένα θετικό και αρνητικό δίδυμο χαρακτηριστικό του. Το πρώτο αναφέρεται στο ότι ένα σημαντικό μέρος των ενεργών διανοουμένων που κινούνται στο χώρο του, έχουν ξεκάθαρες και ιδιαίτερα επεξεργασμένες σοσιαλδημοκρατικές θέσεις, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο εφαρμοσμένο επίπεδο. Αυτό το ανθρώπινο κεφάλαιο, αν σωστά ενεργοποιηθεί από την ηγετική ομάδα, μπορεί να συμβάλλει παντοιοτρόπως στον σοσιαλδημοκρατικό μετασχηματισμό του Κινήματος, αν αυτό τελικά ξεκαθαρίσει ως τελικός στόχος του. Γιατί, πρέπει ρεαλιστικά να δεχτούμε, ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει προδιαμορφωμένο σοσιαλδημοκρατικό «κοινό» που θα μπορούσε να κληθεί υπό τα όπλα με τους συνηθισμένους πολιτικούς επικοινωνιακούς τρόπους, δηλαδή με απλό εκλογικό κάλεσμα. Το «κοινό» εδώ πρέπει να δημιουργηθεί και να διαμορφωθεί. Γιαυτό και ο ρόλος των δημόσιων διανοουμένων του χώρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Σε ότι αφορά αυτό που ονομάσαμε παραπάνω «αρνητικό» του διδύμου, αναφέρομαι συγκεκριμένα στο γεγονός, ότι με την μαζική αποστασία των λαϊκιστικών και οπορτουνιστικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ έχει απαλλαγεί από ένα σημαντικό φορτίο εσωτερικής πίεσης από τον λαϊκισμό, γεγονός που διευκολύνει τώρα την ηγετική ομάδα να αναπτύξει τη σοσιαλδημοκρατική στρατηγική της, αν αυτό πράγματι αποφασίσει. Θέτω το «αν» διότι δεν έχω πλήρη απόδειξη ότι αυτό τελικά θέλει η ηγετική ομάδα, και ότι τα συχνά λαϊκίστικα αλληθωρίσματα είναι απλώς κακές στιγμές μια παρωχημένης κακιάς συνήθειας.
Ας έλθουμε τώρα στην επόμενη εσφαλμένη παραδοχή του ΝΜ που την έχουμε αριθμήσει ως (β). Αναφέρομαι στην «υπόθεση» ότι ο ανταγωνισμός για την εκπροσώπηση της σοσιαλδημοκρατίας κρίνεται μεταξύ δύο εξ ίσου «νομιμοποιημένων» διεκδικητών της σημαίας, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ. Μπορεί έτσι να βλέπει το ζήτημα ο ΝΜ, αλλά τα φαινόμενα προφανώς τον απατούν. Πρώτο, επειδή τα δύο κόμματα στην ουσία παίζουν διαφορετικό παιχνίδι και επομένως το καθένα του είναι μοναδικός παίχτης στο γήπεδο που έχει διαλέξει. Περίεργο; Ίσως, αλλά σαφώς αληθινό. Ιδού γιατί.
Για να είμαστε σαφείς και ακριβείς, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να παγιώσει την φυσιογνωμία του ως λαϊκιστικό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς και όχι να εξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Τους διάφορους γεφυροποιούς, μεταξύ των οποίων και ΝΜ, τους θέλει ως «γιουσουφάκια» που απλώς θα του φέρουν ψήφους μεταξύ των όποιων θαυμαστών τους. Άσχετα αν εκείνοι, με την γνωστή τακτική των εκ παραδόσεως «εισοδιστών» ονειρεύονται την υφαρπαγή της κομματικής ηγεσίας από ελλόγου τους. Σε αυτό το πεδίο ο μεν ΣΥΡΙΖΑ παίζει καθαρά ξάστερα το παιχνίδι του μόνος στο γήπεδό του, αλλά πιστός στον ερζάτζ λενινιστικό οπορτουνισμού του, αφήνει και τους γεφυροποιούς να τραγουδούν το δικό τους τραγούδι για τα κάλλη της σοσιαλδημοκρατίας. Η απόδειξη είναι σαφής.
Στις 15 Ιουλίου φέτος, ο Τσίπρας δήλωσε: «Είναι στρατηγική απόφαση και εκπεφρασμένη η βούληση του ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσουμε μαζί σε μια θαρραλέα διαδικασία ανασυγκρότησης, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα μαζικό, λαϊκό κόμμα όλων των προοδευτικών και δημοκρατικών πολιτών και να παύσει η κομματική αναντιστοιχία με την ευρεία κοινωνική βάση. […]Διαπιστώθηκαν η συναντίληψη και ο κοινός στόχος για να δημιουργηθεί ένα μαζικό, λαϊκό, προοδευτικό κόμμα ως μια σύγχρονη πληθυντική Αριστερά. Δεν πρέπει να χαθεί το μομέντουμ καθώς δημιουργείται η δυναμική για συμμετοχή των προοδευτικών και δημοκρατικών πολιτών στην διαδικασία ανασυγκρότησης».
Προφανώς, το κλειδί στην κατανόηση των προθέσεων του Τσίπρα είναι η χρήση του όρου «πληθυντική αριστερά» που τόσο γλωσσικό κουρνιαχτό ξεσήκωσε στα media όταν εκστομίσθηκε. Και μόνο ο συνειρμός της σαφέστατης αυτής δήλωσης με τα εμβληματικά πρόσωπα του χώρου αυτού, αρκεί για να πειστούμε ότι ο Τσίπρας δεν συμμερίζεται το wishful thinking του φίλου του ΝΜ, αλλά ξεκάθαρα παίζει το δικό του παιχνίδι εκτός σοσιαλδημοκρατικού πεδίου, χωρίς να λέει «όχι, να ’ούμε», και σε ψηφουλάκια παραπλανημένων οπαδών των γεφυροποιών. Για σκεφτείτε ελληνικής κοπής σοσιαλδημοκρατία, με φώτιση από κολοσσούς της σωτηρίας όπως ό Τόνι Νέγκρι ο «ευρωπαϊστής», ο Αλέν Μπαντιού ο «αντιδημοκράτης», Ετιέν Μπαλιμπάρ ο φιλόσοφος της επικαιροποιημένης θεωρίας της δημοκρατίας και οι τροτσκιστές ηγέτες Αρλέτ Λαγκιγιέ και Ολιβιέ Μπεζανσενό ! Σκέτη τερατογένεση, ή πιασάρικο Γκραν Γκινιώλ! Για τους πονηρεμένους, καλό είναι να ξεφυλλίσουν έστω το βιβλίο του Raynaud Philip (Το Μωσαϊκό της Άκρας Αριστεράς, κλπ.) που ευτυχώς κυκλοφορεί σε άρτια ελληνική μετάφραση.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, λοιπόν (και έτσι έχουν), είναι σαφές ότι μόνο το ΚΙΝΑΛ παίζει στο παιχνίδι ενδεχομένης εξέλιξης σε γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Τώρα, αν θα κερδίσει το στοίχημα ή όχι, ένα είναι βέβαιο: Ότι δεν θα εξαρτηθεί από την τύχη, γιατί δεν πρόκειται για λοταρία. Θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τις επιλογές της τωρινής ηγετικής ομάδας και από την αποτελεσματικότητα της μερίδας των ενεργών στελεχών που πιστεύουν στην αναγκαιότητα της σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης. Απορώ πώς δεν είδε πόσο απλό είναι το ζήτημα ο φίλος μου ΝΜ.
Ας τελειώσουμε, τώρα, με την τρίτη υπόθεση (γ) που κρίναμε εξ αρχής εσφαλμένη. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με την κριτική ανάλυσή της, ανοίγει αυθόρμητα ένα πολύ ενδιαφέρον γενικότερο θέμα προς συζήτηση. Θα το ορίσουμε, αλλά θα χρειαστεί άλλη ευκαιρία για να το αναπτύξουμε αυτόνομα. Η εσφαλμένη παραδοχή μας λέει, ότι η δυναμική της εκλογικής δύναμης είναι ο μόνος explicator της τελικής έκβασης του δυαδικού ανταγωνισμού ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ για την κατάκτηση της σημαίας της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας. Η παραδοχή αυτή έχει ήδη καταστεί κενή περιεχομένου από τα όσα αναλύθηκαν παραπάνω: Τι ανταγωνισμός μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε ένα κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) που προγραμματικά καταγγέλλει το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα και σε ένα άλλο κόμμα (ΚΙΝΑΛ) που προγραμματικά ασπάζεται ήδη την επίδικη σημαία, άσχετα αν ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα της κατάκτησής της;
Υποθέτει ο ΝΜ ότι επειδή τα εκλογικά αποτελέσματα αναδεικνύουν τον ΣΥΡΙΖΑ ισχυρότερο από το ΚΙΝΑΛ, όχι μόνο στην τελευταία αναμέτρηση αλλά και σε όλη την σειρά των αναμετρήσεων από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, αυτό σημαίνει ότι η πιθανότητά του να κερδίσει την σημαία της σοσιαλδημοκρατίας είναι μάλλον βέβαιη με ανταγωνιστή το ΚΙΝΑΛ. Το λογικό άτοπο είναι φανερό. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει να αλλάξει πλήρως ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό και να ασπαστεί τις καταστατικές αρχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τότε δεν θα είναι ΣΥΡΙΖΑ και θα πρέπει να αλλάξει ακόμη και τον κομματικό του τίτλο. Αλλά, γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ο Τσίπρας, αφού ακόμη και ΝΜ παραδέχεται ότι η εκλογική του δύναμη βασίζεται ακριβώς στο ότι αρνείται την σοσιαλδημοκρατία σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να στηρίζεται σε σημαντική έκταση σε «αποστάτες» του ΠΑΣΟΚ που, αν ήταν σοσιαλδημοκράτες, θα μπορούσαν να είχαν κατακτήσει την ηγεσία και επιβάλλει τον προσανατολισμό τους στο κόμμα που τους είχε αναθρέψει. Η αλήθεια είναι ότι έφυγαν ακριβώς επειδή δεν τους βόλευε ο σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου. Ας μη γελιόμαστε. Οι αποστάτες και οι γεφυροποιοί απλώς δελεάστηκαν από το εκλογικό μέλλον που ο λαϊκισμός του Τσίπρα τους εξασφάλισαν και προσχώρησαν σαν νερό σε αυτόν το μύλο και όχι στο μύλο μιας αόρατης αλλά και ανώφελης εκ των πραγμάτων σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής. Όπερ έδει δείξαι.
Αξίζει μια συμπερασματική παρατήρηση για να διευκολυνθεί ο αναγνώστης να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει, κατά την άποψή μου. Ο ΝΜ προφανώς μπήκε σε αυτό το τούνελ με τις τόσες πατάτες λογικής, επειδή αρνείται να θέσει στο σύστημα της ανάλυσής του τον παράγοντα «λαϊκισμός». Έτσι, στη σκέψη του φαίνεται ότι ο αποκλεισμός του λαϊκισμού από την ανάλυση είναι το τέχνασμα και η κατά δήλωση αυτάρκεια της κομματικής ταυτότητας (είμαι ότι δηλώνω) είναι το εργαλείο. Έτσι, όμως, δεν γίνεται κανενός είδους και μέτρου σοσιαλισμός. Κάτι δηλαδή περίπου σαν τον ποδοσφαιρικό ομαδισμό: Είμαι ΑΕΚ επειδή αυτό δηλώνω! Η πολιτική εκφυλίζεται σε κυνικό κυβερνητισμό και οπορτουνισμό παντός καιρού, με σημαία τον έκδηλο λαϊκισμό που συναιρείται στο γνωστό δόγμα «ότι θέλει ο Λαός που εγώ εκπροσωπώ επειδή δεν τον βρίσκω σε κανένα τηλέφωνο για να τον ρωτήσω ποιόν άλλο θα ήθελε για γενικό πληρεξούσιο του» !!!
Τελικά, όλη αυτή η λογική σαλάτα, αναδείχνει ένα σημαντικό καινούργιο στοιχείο του πολιτικού μας συστήματος, αν αναλύσουμε προσεκτικά το γιατί προκαλείται. Δεν ξέρω καν αν το συνειδητοποιεί ακόμη και ο ίδιος ο ΝΜ, ή αν είναι απλώς επιπόλαιος απολογητής του νέου τύπου πολιτικής που, ασφαλώς, εκκολάπτεται από καιρό και δεν είναι γόνος κανενός ΝΜ, παρά του ίδιου του ηγετικού πυρήνα του Τσιπρισμού: Ονόμασα ήδη το φαινόμενο «κυνικό κυβερνητισμό». Με τον όρο εννοώ την πολιτική στρατηγική που αποβλέπει απλώς στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας χωρίς δεσμευτική αναφορά σε οποιοδήποτε ιδεολογικό ή πολιτικό αφήγημα. Τα αφηγήματα αυτά- απαραίτητα συστατικά της πολιτικής και δη της δημοκρατικής λειτουργίας- μεταβάλλονται όπως αλλάζουν τα περιτυλίγματα των εμπορευμάτων για λόγους προσέλκυσης πελατείας.
Το φαινόμενο μοιάζει να είναι και κολλητικό. Γιαυτό αξίζει να το κοιτάξουμε λίγο πιο πονηρεμένα κάποια άλλη φορά.