Στο ιστορικό ερώτημα “ποιός κυβερνά αυτό τον τόπο” η απάντηση, που θα δώσει ο ιστορικός του μέλλοντος είναι απλή: ο φόβος. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της μεταπολίτευσης η ελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο απογοητευμένη από την πραγματικότητα και παράλληλα τόσο απρόθυμη να πάρει ρίσκα, φοβούμενη ότι μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να της επιφέρει περισσότερα δεινά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάνοια για να καταγράψει αυτή την τάση. Στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών οι πολίτες επέλεξαν αυτό, που θεώρησαν ότι θα τους “ξεβολέψει λιγότερο”, επειδή ακριβώς φοβήθηκαν να δοκιμάσουν το διαφορετικό.
Αυτό συνέβη ακόμα και στις περιπτώσεις, που φαινομενικά είχαμε “ανατροπή” της εκάστοτε κυβέρνησης. Το 2009 ο Κ.Καραμανλής έχασε επειδή ακριβώς τόλμησε να υπονοήσει στην ελληνική κοινωνία ότι η μέχρι τότε πολιτική του “ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε” δε μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Η κοινωνία επέλεξε το “λεφτά υπάρχουνε” και βγήκε να πανηγυρίσει για τελευταία φορά τον εαυτό της και την επιλογή της.
Στη συνέχεια ο Γ. Παπανδρέου απομακρύνθηκε από το πηδάλιο όταν οι (αναμφισβήτητα αφελείς και αστήρικτες) ακροβασίες του έφεραν στον ορίζοντα το φόβο απώλειας του ευρώ. Από τότε αυτός ο φόβος αποτελεί ακαταμάχητο εργαλείο για όποιον θέλει να κερδίσει πολιτικές μονομαχίες.
Εχει γραφτεί συχνά ότι η μεγάλη “εφεύρεση” του νεοφιλελευθερισμού, που τον έχει οδηγήσει σε πλήρη ιδεολογική επικράτηση ήταν ακριβώς η ικανότητά του να αξιοποιεί το φόβο κοινωνικών στρωμάτων, που είναι “τακτοποιημένα” ή ακόμα καλύτερα αισθάνονται απλώς έτσι, απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή που μοιάζει πια με απειλή.
Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί την καλύτερη πιστοποίηση αυτής της συντηρητικοποίησης της κοινωνίας και όχι μόνο στην Ελλάδα. Αλλά επειδή στη χώρα μας η κρίση χτύπησε με ιδιαίτερα αμείλικτο τρόπο αυτή η μεταστροφή γίνεται ακόμα πιο εμφανής. Το ΠαΣοΚ, που σε άλλες εποχές θριάμβευε με σημαία του την “Αλλαγή” τώρα υψώνει σε κάθε ευκαιρία το λάβαρο της σταθερότητας. Και ποντάρει στα πιο γερασμένα και φοβικά κομμάτια της κοινωνίας για να διατηρεί στη ζωή το μύθο μιας αδιευκρίνιστης προοδευτικότητας. Εχει πλέον καταντήσει “αστείο” να ακούει κανείς τους συνταξιούχους να εξοργίζονται, που κάθε τόσο είτε στα φανερά είτε στα μουλωχτά (όπως αυτό το μήνα) μειώνονται τα εισοδήματά τους και μετά να είναι αυτοί, που με την ψήφο τους συντηρούν μια σκουριασμένη καρικατούρα δικομματισμού, ακόμα και τώρα που αυτή για να γλυτώσει από την μνημονιακή παγωνιά φόρεσε το “παλτό” της συγκυβέρνησης. Αλλά ο φόβος της “καθόλου σύνταξης” καλλωπίζει την πραγματικότητα της “πετσοκομμένης σύνταξης”.
Το ίδιο με διαφορετικές αποχρώσεις ισχύει φυσικά και για άλλες ηλικιακές αλλά και κοινωνικές ομάδες. Αυτοί που φοβούνται ότι θα χάσουν το σπίτι τους, τη δουλειά τους, τις καταθέσεις τους συχνά μπορεί να μην διαθέτουν τίποτα από όλα αυτά. Ζουν απλά με την ουτοπία ότι ίσως κάποτε θα τα αποκτούσαν. Αποτέλεσμα κι αυτό του ατομισμού, που έχει καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό την ιδέα της συλλογικότητας και φτιάχνει ανθρώπους, που μπορεί να αισθάνονται “μοναδικοί” στις καλές εποχές, αλλά βρίσκονται απελπιστικά “μοναχικοί” στις εποχές των μεγάλων απειλών.
Ο κυβερνήτης κύριος Φόβος καλωσορίζει καθημερινά εκατομμύρια Ελληνες σε ένα αεροσκάφος, που υπόσχεται να τους ταξιδέψει σε ονειρεμένες εικονικές πραγματικότητες αλλά στην ουσία μένει στάσιμο στο ίδιο σημείο, κολλημένο στο έδαφος, δίχως καύσιμα και άδεια πτήσης με τα μόνιτορ να προβάλουν εθνικό-πατριωτικά ντοκυμαντέρ από το παρελθόν και τα μεγάφωνα να παίζουν μελωδικές βερμπαλιστικές μακέτες από ένα χρονικά ακαθόριστο μέλλον.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή μια πολιτική δύναμη, που θα μπορούσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά από το φόβο; Η απάντηση είναι μάλλον απαισιόδοξη. Ακόμα και στην αντιπολίτευση αυτό που προσπαθούν να μηχανευτούν είναι πώς θα ανακαλύψουν ένα ακόμα πιο τρομακτικό σενάριο, που θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο φόβο στους φοβισμένους. Οι προβλέψεις για τα ακόμα χειρότερα που έπονται ανικαθιστούν συνήθως τις προτάσεις για το τι θα πρέπει (ριζικά) να αλλάξει.
Ακόμα και στην “Κεντροαριστερά της ευθύνης” είτε αυτή κυβερνάει, είτε ονειρεύεται να το (ξανά)κάνει η προσπάθεια άγρας ψήφων περιορίζεται στην επίκληση των κινδύνων από μια ανεξέλεγκτη αλλαγή. Και κίνητρο παραμένει ο δικός της φόβος μήπως τελικά εξαϋλωθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες του φοβισμού του σύγχρονου δικομματισμού. Οι μισοί φοβούνται μήπως τους κατασπαράξει η Αριστερά και οι άλλοι μισοί μήπως τους καταπιεί η Δεξιά. Προκρίνεται λοιπόν μια κοινότοπη διαπιστωσιολογία και μια άνευρη φρασεολογία των μικρών βημάτων, που δεν θα τρομάξουν ένα ταλαιπωρημένο μεν ακροατήριο, το οποίο έχει όμως εκπαιδευτεί να “χαλαρώνει”, όταν αισθάνεται ότι το “μπάζουν” για λίγο στον μαγικό κόσμο του lifestyle. Είναι πάντως ένα ζήτημα, όταν έχεις μάθει να καλλιεργείς συνεχώς φοβίες. Κάπου τελικά καταντάς και εσύ ο ίδιος υπόδουλός τους. Γιατί ως γνωστόν από αυτόν, που δε μπορείς να ξεφύγεις με τίποτα, είναι ο εαυτός σου.