Η επέτειος των πενήντα χρόνων από τη μεταπολίτευση δεν προσφέρεται μόνο για πανηγυρικές εκδηλώσεις όσο κι αν η συμπλήρωση μισού αιώνα δημοκρατίας, της μακροβιότερης στη σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού κράτους, θα δικαιολογούσε τον εορταστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, τόσο οι εργασίες του πρόσφατου συνέδριου που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Καθημερινής όσο και άλλα φόρουμ συζητήσεων που έγιναν ή θα γίνουν ως το τέλος της χρονιάς αποδεικνύουν ότι η επέτειος προσφέρεται κυρίως για μια ουσιαστική αποτίμηση της πολυκύμαντης αυτής περιόδου που σφράγισε πολυποίκιλα και συχνά αντιφατικά την πορεία της χώρας.
Μπορεί η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας να αποτέλεσε το σταθερό υπόβαθρο της 50χρονης μεταπολιτευτικής πορείας, ωστόσο η διαδρομή της μόνο ανέφελη δεν ήταν. Αντίθετα, πέρασε από διαδοχικά στάδια με διαφορετικές προτεραιότητες και προκλήσεις το καθένα. Από την προσγείωση του αεροπλάνου του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα το ‘74 ως τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου το ´96, ήταν η περίοδος της αποκατάστασης και σταθεροποίησης της Δημοκρατίας. Ακολούθησε η φωτεινή περίοδος του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Κώστα Σημίτη (1996-2004) ενώ το τελευταίο και πιο οδυνηρό στάδιο ήταν η περίοδος των κρίσεων τις συνέπειες των οποίων η χώρα καλείται ακόμα να ξεπεράσει.
Κοινός παρονομαστής και των τριών περιόδων υπήρξε η σύγκρουση ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της συντήρησης και της αδράνειας από τη μια πλευρά και τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις από την άλλη. Ο λαϊκισμός που χαϊδεύει αυτιά αντιστάθηκε σθεναρά σε κάθε απόπειρα να θιγούν «κεκτημένα» συντεχνιακά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, οικοδομήθηκε ένα σκληρό πελατειακό κράτος-μήτρα των παθογενειών της γραφειοκρατίας και της αναξιοκρατίας που ταλανίζουν ακόμα τον δημόσιο τομέα. Το εμβληματικό ΑΣΕΠ του Σάκη Πεπονή υπονομεύτηκε από τα «παράθυρα» της εκάστοτε εξουσίας όπως και από την «επανίδρυση» του κράτους μετά το 2004 ενώ το OpenGov θάφτηκε από τους (δια)κομματικούς μηχανισμούς.
Η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος προσέκρουε διαχρονικά στην ακραία πολωτική συγκρότηση του δικομματισμού. Παρά τα σοβαρά βήματα εθνικής συμφιλίωσης που έγιναν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η έννοια της συναίνεσης παρέμεινε συνώνυμο της υποχώρησης και του συμβιβασμού. Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς οδήγησε στην αμοιβαία περιχαράκωση και παράλληλα η εναλλαγή των κυβερνήσεων στην κατάργηση της συνέχειας του κράτους. Την ίδια στιγμή, η αποκέντρωση μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έμεινε στις αγαθές προθέσεις. Τα σχέδια «Καποδίστριας» και «Καλλικράτης» περιορίστηκαν σε γεωγραφικές και πληθυσμιακές διευθετήσεις καθώς το κεντρικό, συγκεντρωτικό και επιτελικό κράτος αρνείται πεισματικά να παραχωρήσει προνόμια και ευθύνες.
Οι μεταρρυθμίσεις σε κάποια δομικά κοινωνικά ζητήματα είτε ματαιώθηκαν είτε ακυρώθηκαν στην πορεία. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση προσέκρουσε στο διακομματικό λαϊκιστικό τσουνάμι για να υλοποιηθεί αργότερα από τα μνημόνια με τον πιο οδυνηρό τρόπο. Η ομόφωνα σχεδόν ψηφισθείσα μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου στην Παιδεία που καθιέρωνε τα Συμβούλια των Πανεπιστημίων και κατοχύρωνε το αυτοδιοίκητο, τη διεθνοποίηση και τα κίνητρα να συνδεθούν με την παραγωγή ξηλώθηκε στη συνέχεια με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το εμβληματικό ΕΣΥ του Παρασκευά Αυγερινού, που πάντα επέμενε στην ανάγκη συνεχούς εκσυγχρονισμού του, απαξιώνεται συνεχώς εξ αιτίας των ιδεοληψιών, της ιδιοτέλειας και της άρνησης των κατά καιρούς αρμοδίων να παρακολουθήσουν στις τεχνολογικές εξελίξεις ώστε το ΕΣΥ να ανταποκρίνεται με σύγχρονα μέσα στις ανάγκες των πολιτών. Οι προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό των δομών του κοινωνικού κράτους παρέμειναν ημιτελείς.
Μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που δημιούργησε η κρίση η υλοποίηση «της μεταρρύθμισης των μεταρρυθμίσεων», η διαμόρφωση δηλαδή ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με επίκεντρο την καινοτομία και τη γνώση, παρέμεινε δυστυχώς στις προγραμματικές διακηρύξεις των κομμάτων. Η επιτακτική ανάγκη για τη μεταρρύθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας παραμένει ως απόλυτη προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος και των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
50 χρόνια μετά η επικράτηση των μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών δυνάμεων της χώρας απέναντι στο λαϊκισμό και τους κάθε λογής εκφραστές του εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να βαδίσει η Ελλάδα στο δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 10/03/2024
Πηγή: www.kathimerini.gr