Η εκλογή του νέου προέδρου της ΝΔ φάνηκε να επιταχύνει τις διεργασίες για τη συγκρότηση του μεσαίου προοδευτικού δημοκρατικού χώρου. Η σειρά των γεγονότων δημιούργησε την εντύπωση ότι η αλλαγή στην ηγεσία της ΝΔ λειτουργεί πιεστικά ή και απειλητικά για τον μεσαίο χώρο. Εντύπωση που υποτιμά ένα σταθερό δεδομένο όλων των πολιτικών συστημάτων: την επιδίωξη όλων των κομμάτων να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή και να επεκτείνονται σε γειτονικούς χώρους, άρα πρωτίστως στο κέντρο του πολιτικού φάσματος.
Είναι συνεπώς προφανές ότι ο μεσαίος αυτός χώρος όφειλε και οφείλει, ανεξαρτήτως των εξελίξεων στη ΝΔ και των μεταλλάξεων του ΣΥΡΙΖΑ, να αποκτήσει την ισχυρότερη δυνατή υπόσταση και τη μεγαλύτερη δυνατή εκλογική επιρροή και άρα να ανασχέσει τον τεχνητό διπολισμό. Με έναν πόλο παλιό (ΝΔ) και έναν πόλο αρχαϊκό (ΣΥΡΙΖΑ).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο τελευταίο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ πρότεινα και το συνέδριο αποδέχθηκε ομόφωνα να θέσουμε ως στόχο μας την ενεργό συμμετοχή στη συγκρότηση ενός σχήματος «που να καλύπτει όλο το προοδευτικό Κέντρο, όλες τις δημιουργικές, προοδευτικές δυνάμεις, όλες τις δυνάμεις που εκφράζουν τον ορθό λόγο, που διακηρύσσουν την επιτακτική ανάγκη του κανονικού κράτους, του εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης».
Όταν συνεπώς αναφέρομαι τώρα στην ανάγκη συγκρότησης του ευρύτατου αυτού προοδευτικού Κέντρου, δεν διατυπώνω μια προσωπική άποψη ανάμεσα σε άλλες ή σε αντίθεση με την ιδέα της συσπείρωσης της Κεντροαριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας. Υπενθυμίζω και διαφυλάττω τη συνεδριακή μας απόφαση που δεν αρκείται στο εύρος της Κεντροαριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά θέλει αυτές να συμπληρώνονται και με άλλες δυνάμεις προοδευτικές, ριζοσπαστικές, δημοκρατικές, οικολογικές, μεταρρυθμιστικές που σχηματίζουν το πλήρες τόξο του προοδευτικού Κέντρου.
Η απόφαση του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει στην Ελλάδα αυτό που εδώ και χρόνια έχει κάνει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΕΣΚ) που προσέθεσε στον τίτλο του και τους «Δημοκράτες». Στο δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγκροτήθηκε η «Προοδευτική Συμμαχία των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών» ακριβώς για να περιληφθούν δυνάμεις που δεν αυτοτοποθετούνται στο χώρο του Σοσιαλισμού ή της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά σε έναν ευρύτερο προοδευτικό δημοκρατικό χώρο.
Το ζητούμενο άλλωστε πρακτικά είναι να διασφαλισθεί τουλάχιστον η σύμπραξη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠαΣοΚ / ΔΗΜΑΡ / Κινήσεις ) με το Ποτάμι που εφάπτεται και με τον πολιτικά και κοινωνικά φιλελεύθερο χώρο και καλύπτεται από την έννοια του Προοδευτικού Κέντρου. Υπάρχει πλέον και η κοινοβουλευτικά παρούσα Ένωση Κεντρώων. Η άρνηση της ηγεσίας της δεν σημαίνει δική μας αδιαφορία για την εκλογική και κοινωνική της βάση που είναι ίσως αντισυμβατική αλλά είναι και δημοκρατική και φιλοευρωπαϊκή.
Η θέση μου είναι ότι διαδικασίες που κινούνται και κυρίως ολοκληρώνονται με τις υφιστάμενες δυνάμεις ΠΑΣΟΚ / ΔΗΜΑΡ αδιαφορώντας για τις άλλες κοινοβουλευτικές οντότητες του μεσαίου χώρου δεν προσφέρουν κάτι στον θεμελιώδη στόχο της συγκρότησης ενός ισχυρού τρίτου πόλου που σπάει τον τεχνητό διπολισμό και δίνει προοπτική εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης υπέρ του εθνικού συμφέροντος. Ο τελικός λόγος ανήκει πάντα στη βάση, άμεσα και μέσω ενός ιδρυτικού συνεδρίου. Έχει όμως μεγάλη σημασία να δημιουργηθούν προϋποθέσεις εμπιστοσύνης και συμπόρευσης μεταξύ των ηγεσιών των επί μέρους οργανωτικών οντοτήτων του μεσαίου χώρου και να αναληφθούν το ταχύτερο πρωτοβουλίες συντονισμένης κοινοβουλευτικής δράσης.
Η δυσφορία κάποιων με την έννοια του προοδευτικού Κέντρου που συνιστά επίσημη συνεδριακή επιλογή του ΠΑΣΟΚ αφήνει ελεύθερο τον χώρο του Κέντρου στα «κεντροδεξιά» ανοίγματα του νέου προέδρου της ΝΔ. Αφήνει επίσης απροστάτευτο τον χώρο στα «κεντροαριστερά» ανοίγματα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία «ριζοσπαστική Αριστερά» σήμαινε απροκάλυπτη αντιμνημονιακή δημαγωγία και τα περί «Κεντροαριστεράς» είναι απλώς το πρόσχημα της μετακίνησης στον κυνισμό της ωμής εξουσίας.
Ο δικός μας χώρος – η Δημοκρατική Παράταξη συμπεριλαμβανομένης της Σοσιαλδημοκρατίας, το προοδευτικό Κέντρο, ο μεταρρυθμιστικός χώρος, οι δημοκράτες πολίτες – είναι διακριτός και αυτόνομος. Με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ μάς χωρίζουν μεγάλες ιδεολογικές, ιστορικές και πολιτικές διαφορές. Πρότασή μας είναι όμως πάντα ο σχηματισμός κυβέρνησης ευρύτατης συνεργασίας όλων των δημοκρατικών φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων με τη συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ αλλά με καταλυτικό και εγγυητικό τον ρόλο του δικού μας χώρου. Οι προγραμματικές βάσεις της ευρύτατης αυτής συνεργασίας είναι εκ των πραγμάτων αυτά που εμείς λέμε τα τελευταία πέτρινα χρόνια για την αποφυγή της ασύντακτης χρεοκοπίας, την υπέρβαση του Μνημονίου στο οποίο δυστυχώς επανήλθε η χώρα, την οριστική έξοδο από την κρίση, την ανάκαμψη. Ο αυτοαποκλεισμός κάποιων από την εθνική αυτή προοπτική, λόγω μικροκομματισμού, αντιφάσεων και αμφιθυμίας, δεν εμποδίζει όσους συμφωνούν να προχωρήσουν, εφόσον υπάρχουν επαρκείς θεσμικές εγγυήσεις και καθαρός προγραμματικός προσανατολισμός.
Αυτονομία του χώρου μας δεν σημαίνει «ίσες αποστάσεις». Η ευρύτατη πολιτική και κοινωνική μας βάση εκφράστηκε στο παραπειστικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 μέσα από το 39% του «Ναι». Η διεκδίκηση του μεγαλύτερου δυνατού μέρους αυτού του ποσοστού είναι όρος ύπαρξης και εφαλτήριο του χώρου μας. Το κεκτημένο στο οποίο είχε φτάσει, με κόπους και βάσανα, η χώρα τον Δεκέμβριο του 2014 και από το οποίο μάς απομάκρυνε η ανεύθυνη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της δικής μας προσπάθειας και της δικής μας στρατηγικής, στην οποία η ΝΔ προσχώρησε τον Νοέμβριο του 2011 και επανήλθε τον Ιούνιο του 2012. Δεν το χαρίζουμε αυτό σε κανέναν, όπως δεν χαρίζουμε τον αγώνα εναντίον της «αντιμνημονιακής» δημαγωγίας και υπέρ της κοινής λογικής, της αλήθειας και του εθνικού συμφέροντος.
Δεν συμφωνώ με βεβιασμένες ή τεχνητές κινήσεις που δημιουργούν την εντύπωση της ανοικτής πρόσκλησης, πρακτικά όμως περιχαρακώνουν μικρά σχήματα και μικρούς προσωπικούς ρόλους. Είμαι υπέρ σοβαρών και γενναιόδωρων πρωτοβουλιών συσπείρωσης όλων των δυνάμεων του χώρου και κυρίως των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας.
Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις πρέπει να καταλάβουν ότι η πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν είναι η επάνοδος σε λογικές μονοκομματικής αυτοδυναμίας, αλλά οι προγραμματικά εγγυημένες συνεργασίες που είναι ουσιαστικά ανέφικτες χωρίς ισχυρό μεσαίο χώρο με ταυτότητα, υπόσταση και σοβαρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.