Στις αρχές Αυγούστου ο υπουργός Παιδείας Α. Λοβέρδος εξήγγειλε παρουσία του Πρωθυπουργού την «απελευθέρωση» της ερευνητικής δραστηριότητας πανεπιστημίων, ΤΕΙ και ερευνητικών κέντρων από ασφυκτικούς γραφειοκρατικούς ελέγχους και περιορισμούς. Επεσήμανε την ανάγκη τα ακαδημαϊκά και ερευνητικά ιδρύματα να «αυτοχρηματοδοτούνται απευθυνόμενα σε προγράμματα της ΕΕ και στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή σε επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη την τεχνολογία για να κάνουν επενδύσεις και να υπάρχει οικονομική εξέλιξη». Και συνέχισε: «Αυτή η προσπάθειά μας αποτελεί προσαρμογή στα ισχύοντα στην ΕΕ και ευρύτερα».
Ως εδώ καλά – με μια αναγκαία υπόμνηση: ότι ο ισχύων νόμος για τα ΑΕΙ εδώ και τρία χρόνια προέβλεπε αφενός τη δημιουργία Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου που θα είχε ευέλικτη λειτουργία και αφετέρου την ένταξη των Ειδικών Λογαριασμών Ερευνας σε αυτό. Αν και ως σήμερα η διάταξη δεν έχει εφαρμοστεί, ας δεχθούμε ως θετική την πρόσφατη εξαγγελία για περιορισμό των άσκοπων και επιβλαβών γραφειοκρατικών διαδικασιών ιδιαίτερα για μια δραστηριότητα όπως η ερευνητική, που απαιτεί από τη φύση της ευελιξία και απρόσκοπτη επικέντρωση των ερευνητών στο επιστημονικό έργο και τον πειραματισμό και όχι την εμπλοκή τους σε έναν λαβύρινθο ατελέσφορων διαδικασιών. Επίσης θετική είναι η πρόβλεψη αναζήτησης και άλλων πηγών χρηματοδότησης (εκτός του προϋπολογισμού) και ήδη με τη συμμετοχή τους με ανταγωνιστικές διαδικασίες στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα τα ελληνικά ιδρύματα επιδεικνύουν σημαντικές επιτυχίες στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας. Στη συνέχεια όμως ο υπουργός χαρακτήρισε την απόφαση «αντίμετρο στις συνεχιζόμενες δραστικές περικοπές στη λειτουργία των ΑΕΙ και ιδίως αναφορικά με την έρευνα». Και εδώ αρχίζουν τα σοβαρά προβλήματα. Ηδη η χώρα μας υποχρηματοδοτεί την έρευνα, ακόμη και σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία – η οποία παρά την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχιζε να δαπανά ετησίως διπλάσιο ποσό σε σχέση με την Ελλάδα. Αλλωστε με βάση τη διεθνή και ευρωπαϊκή πρακτική η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας είναι απαραίτητη, καθώς αν αφηνόταν αποκλειστικά στην αγορά και τον ιδιωτικό τομέα δεν θα έφθανε ποτέ στην αναγκαία κλίμακα και σύνθεση. Εξάλλου, πέρα από την εφαρμοσμένη και την τεχνολογική έρευνα, υπάρχει και η αποκαλούμενη μακροχρόνια «προγραμματική» έρευνα που – ιδίως στις κοινωνικοοικονομικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, σε ορισμένους τομείς των θετικών επιστημών και στην αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών προκλήσεων (π.χ. στην υγεία, το περιβάλλον) – πολύ δύσκολα θα έβρισκε αποκλειστικά ιδιωτική χρηματοδότηση.
Για τη χώρα μας η συνεργασία των πανεπιστημίων με τη βιομηχανία, τις επιχειρήσεις και άλλα μη κρατικά ιδρύματα είναι αναγκαία για την ίδια τη λειτουργία του ερευνητικού τομέα και όχι μόνο για την εναλλακτική χρηματοδότησή του, ενώ και οι επιχειρήσεις χρειάζονται την έρευνα για να μπορέσουν να αναβαθμιστούν τεχνολογικά και να σταθούν στον αναδυόμενο νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Το πρόβλημα της ελλιπούς σύνδεσης βιομηχανίας και επιχειρηματικού τομέα με τα πανεπιστήμια οφείλεται σε αίτια που προέρχονται και από τους δύο «κόσμους», με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί αποτελεσματικά – σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τη Σουηδία ως την Πορτογαλία – το σύστημα «έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης, καινοτομίας και διάχυσης της τεχνολογίας» στη χώρα μας. Η παραγωγή καινοτομιών και η αξιοποίησή τους περνούν από ένα σύστημα σχέσεων που συνδέουν το πανεπιστημιακό σύστημα με τη βιομηχανία. Σε άλλες χώρες οι σχέσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί ιστορικά ή επιχειρείται να δημιουργηθούν. Στη χώρα μας αυτή η σύνδεση στην καλύτερη περίπτωση είναι ατροφική, στη χειρότερη απουσιάζει. Αναδεικνύεται έτσι ένας κρίσιμος ελλείπων κρίκος, για τον οποίο ευθύνονται και οι δύο πλευρές.
Ενα μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας χαρακτηρίζεται από την αντίληψη ότι ο ρόλος των πανεπιστημίων είναι «καθαρά επιστημονικός» και ότι δεν πρέπει να συγχέεται με την επίλυση προβλημάτων της παραγωγής. Κατά την άποψή της, η σύνδεση πανεπιστημίων με επιχειρήσεις θα μπορούσε να αλλοιώσει τον χαρακτήρα τους. Ομως ήδη γνωρίζουμε από τη διεθνή εμπειρία ότι η έλλειψη αλληλεπίδρασης με τον παραγωγικό ιστό μιας χώρας καθιστά αβέβαιη την επιτυχή έκβαση όχι μόνο της εφαρμοσμένης αλλά και της βασικής έρευνας, ιδίως στα πολυτεχνικά/ τεχνολογικά ιδρύματα, επηρεάζοντας τελικά αρνητικά την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.
Από την άλλη πλευρά όμως, και η ζήτηση των επιχειρήσεων για έρευνα είναι σε γενικές γραμμές εξαιρετικά χαμηλή, ενδεχομένως εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους (αν και αυτό θα ήταν ένας πρόσθετος λόγος αναγκαστικής συνεργασίας με τα πανεπιστήμια), αλλά κυρίως εξαιτίας της ακολουθούμενης στρατηγικής τους. Και αυτό συμβαίνει μολονότι υπάρχουν πολλά καλά παραδείγματα – όπως στην τσιμεντοβιομηχανία, στα τρόφιμα, στη μεταλλουργία, στον ενεργειακό τομέα και αλλού – όπου έχει αποδειχθεί εφικτή η επίλυση διαχρονικών προβλημάτων με τη συμβολή των πανεπιστημίων. Υπάρχει όμως σημαντικός δρόμος ο οποίος πρέπει να διανυθεί, ώστε τέτοιες συνεργασίες να αποτελέσουν οργανικό και θεμελιακό στοιχείο της λειτουργίας τόσο των ερευνητικών και πανεπιστημιακών ιδρυμάτων όσο και των επιχειρήσεων.
Σήμερα έχει αναδειχθεί η ανάγκη δημιουργίας νέων επιχειρήσεων εντάσεως γνώσης σε όλους τους τομείς, η λειτουργία των οποίων θα προσδώσει δυναμική στο παραγωγικό σύστημα, θα διασυνδέσει τη γνώση με την καινοτομία και θα οδηγήσει στην ανάδυση νέων εγχειρημάτων με περισσότερες, ποιοτικότερες και πιο βιώσιμες θέσεις εργασίας. Στη χώρα μας αντίθετα στην περίοδο της κρίσης υπήρξε μια αναπαραγωγή του παλιού μοντέλου επιχειρήσεων, που κατά κανόνα επικεντρώνονται σε απλές, «ελαφρές τεχνολογικά» και χαμηλής έντασης γνώσης δραστηριότητες, οι οποίες βρίσκονται πολύ κοντά στον τελικό καταναλωτή (εστίαση, λιανικό εμπόριο κ.ά.). Τέτοιες δραστηριότητες είναι χρήσιμες για βιοπορισμό, δεν ανοίγουν όμως ένα παράθυρο στο μέλλον.
Εσφαλμένα επίσης εκλαμβάνεται η καινοτομία σε συνάρτηση (μόνο) με κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Γύρω μας υπάρχει ένα πλήθος εμπειρικών παραδειγμάτων που αποδεικνύουν ότι πολλοί παραδοσιακοί κλάδοι έχουν ένα σημαντικό απόθεμα γνώσης, το οποίο μπορούν να αξιοποιήσουν για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων. Λόγω μάλιστα του γεγονότος ότι η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αυτούς τους κλάδους, η δυνατότητα δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων σε αυτούς δεν είναι ουτοπική. Η σημερινή συζήτηση για τη δημιουργία ενός κύματος νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups) δεν θα πρέπει να αποτελέσει μια παγίδα που θα οδηγήσει σε εταιρείες-φούσκες, αλλά να δώσει τη δυνατότητα να ανανεωθεί ο επιχειρηματικός ιστός της χώρας και να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης για ανθρώπους με καλό υπόβαθρο γνώσης (τόσο τεχνολογικό όσο και επιχειρησιακό), το οποίο η χώρα μας διαθέτει σε επάρκεια και μπορεί να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση δημιουργίας καινοτόμων επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, στην Ελλάδα της κρίσης, η μειωμένη οργανική σύνδεση της οικονομίας με την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία αποτελεί μια σημαντική αναπτυξιακή υστέρηση. Το παράδοξο είναι πως – αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες – η αναζήτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης με επίκεντρο τη γνώση, την τεχνολογία και την καινοτομία απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο και τη δημόσια πολιτική. Και κανείς δεν κοιτάζει πίσω για να δει την «κρυμμένη εικόνα» – ότι δηλαδή, ακόμη και όταν είχαμε μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση, από την οικονομία της γνώσης απείχαμε.