Ο Κώστας Σημίτης ως αλλαγή παραδείγματος

Δημήτρης Καλουδιώτης 14 Ιαν 2025

Οι περισσότεροι που  στρατευτήκαμε γύρω από τον Κώστα Σημίτη εκεί στο μακρινό 1996, θητεύαμε κατά την εποχή σε διάφορα πεδία «αριστερών» στρατηγικών που κυκλοφορούσαν ανά την Ευρώπη. Οι στρατηγικές εκείνες, εκ των πραγμάτων ανεπεξέργαστες, έπασχαν και ως προς την προσαρμογή τους στα ελληνικά-εθνικά δεδομένα.  

Το δε πολιτικό τοπίο είχε δύο επίσης αδιέξοδες εκδοχές. Η μια κινούνταν περί το συμπαθή αλλά απλοϊκό Μιλτιάδη Έβερτ και η άλλη περί το παρακμιακό σύστημα του βαριά άρρωστου Παπανδρέου με  την Δήμητρα Λιάνη και τον Τσοχατζόπουλο. Ο Κώστας Σημίτης αποτελούσε την μόνη ορατή διέξοδο.

Πλησιάζοντας τις απόψεις του εύκολα διαπιστώναμε ότι είχαν μια πληρότητα που δεν την περιμέναμε ως προς την Ευρωπαϊκή-εκσυγχρονιστική στρατηγική της χώρας. Άλλαζε παράδειγμα.

Η σαφήνεια των απόψεών του μας επέτρεπε εύκολα να τις καταλάβουμε και να τις εκλαϊκεύουμε  κι εμείς. Ήταν μια ικανότητα του Σημίτη που θα την διαπιστώναμε στη συνέχεια σε όλους τους τομείς. Μια ικανότητα που υπερέβαινε τον πολιτικό λόγο των άλλων και παρέπεμπε-αργότερα θα το καταλαβαίναμε αρχής γενομένης  από τον  Μαυροκορδάτο- σε όλους τους μεγάλους εκσυγχρονιστές ηγέτες του Έθνους,

Στην ευρωπαϊκή στρατηγική για την Ελλάδα γρήγορα  ενσωμάτωσε τη στρατηγική για τον ελληνισμό περιλαμβάνοντας την Κύπρο σε συνδυασμό με την  αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Τουρκία. Έτσι ήρθε η το Ελσίνκι που κατέληξε στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και με το σχέδιο Ανάν  μπορούσε να καταλήξει σε μια συμφωνία την εποχή που οι συσχετισμοί Ελλάδας, Ευρωπαϊκής Ένωσης –Τουρκίας  στο γενικότερο πλαίσιο το επέτρεπαν. Επρόκειτο η ζώνη της σταθερότητας να επεκταθεί περιλαμβάνοντας Κύπρο και Τουρκία. Αλλά δυστυχώς ήρθε ο Κώστας Καραμανλής με τον Μολυβιάτη σε συμμαχία με τον Τάσο Παπαδόπουλο αλλά και το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ και άλλους εντόπιους και ξένους…

Ο συσχετισμός δυνάμεων

Στην λογική του Κ.Σ. υπήρχε πάντα το ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων. Όσοι εργαζόμαστε ή και παρακολουθούσαμε την πορεία της κυβέρνησης και του ΠΑΣΟΚ πολλές φορές αναρωτιόμαστε πως αντέχει ο ίδιος και η κυβέρνηση. Το χαρακτηριστικό γεγονός  της πρώτης κυβερνητικής θητείας ήταν   το πρόβλημα που δημιούργησε ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ με την έλευση του Οτσαλάν. Εκείνες τις μέρες  η μοναξιά των κυβερνητικών στελεχών (ο γράφων ήταν τότε Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Ηπείρου) ήταν απόλυτη. Όμως η κυβέρνηση άντεξε και η χώρα συνέχισε το πρόγραμμά της με τους τρις κεντρικούς στόχους, ΟΝΕ, ένταξη της Κύπρου-βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και προετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων.

Και η  δεύτερη τετραετία

Αξίζει ο αναγνώστης να συγκρίνει την σημερινή πραγματικότητα στη χώρα μας ιδιαίτερα με τη δεύτερη τετραετία Σημίτη. Η τότε κυβέρνηση προχωρούσε υπό τους δυσμενέστερους συσχετισμούς τόσο κομματικούς  όσο και του συνόλου πολιτικού συστήματος.

Στο ΠΑΣΟΚ λειτουργούσε μια σχεδόν ανεξέλεγκτη κατάσταση με πρωταγωνιστή τον μακαρίτη Τσοχατζόπουλο αλλά και πολλά «κακομαθημένα» στελέχη- μικρά, μεσαία και «πρωτοκλασάτα»- από το Παπανδρεϊκό παρελθόν, χωρίς τον Παπανδρέου.

Ο Κώστας Καραμανλής στην ΝΔ ανέσυρε τον Παπανδρέου ως πρότυπο παρά το θείο του και ο συμπαθής Αλέκος Αλαβάνος διάβαζε Ανδρέα( έτσι φημολογούνταν).  Αργότερα ο Αλ. Τσίπρας θα μιμούνταν  ακόμα και τη φωνή του. Τέτοια τύχη και για τον Α.Π…   

Στη δεύτερη τετραετία, μαζί με όλα τα άλλα, ετέθη το σχέδιο ολοκλήρωσης του κυβερνητικού προγράμματος  που αφορούσε τον εκσυγχρονισμό του Κράτους σε συνδυασμό  με το πολιτικό σύστημα. Η αρχή θα γινόταν από το κρίσιμο ασφαλιστικό. Εκεί δυστυχώς υποτιμήθηκαν ή υπερτιμήθηκαν οι συσχετισμοί, πρωτίστως εντός του ΠΑΣΟΚ αλλά και στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων εν τέλει της κοινωνίας. Ίσως ήταν μια κίνηση στην οποία η προετοιμασία δεν ήταν ανάλογη της δυσκολίας του εγχειρήματος.

Μ αυτό τον τρόπο αναβλήθηκε ο μεγάλος στόχος της βαθειάς μεταρρύθμισης του κράτους, μια διαρκής εκκρεμότητα στην οποία σκοντάφτει, παρά τα σύγχρονα όπλα της ψηφιοποίησης κλπ, και η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πρόκειται βέβαια για το προπατορικό αμάρτημα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Ένα άλλο ζήτημα που χρεώνεται στην διακυβέρνηση Σημίτη ήταν το χρηματιστήριο. Ήταν ένα κύμα διεθνές που σε μια ανώριμη τότε χώρα ήταν αδύνατο να το σταματήσει κανείς . Όσο της επιτρέπονταν η κυβέρνηση προειδοποίησε   αλλά σε ώτα μη ακουόντων… Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν το πλήρωσε.

Τέλος  υπάρχει το ζήτημα των Ιμίων. Εκεί δεν γνωρίζουμε όλη την αλήθεια. Και βέβαια  η νέα τότε κυβέρνηση με την βοήθεια των ΗΠΑ (Χόλμπρουκ) έκανε το καλύτερο δυνατό. 

Η εμπιστοσύνη ως μέθοδος Σημίτη

Σε ένα παλιότερο σημείωμα αναφερόμουν στο γεγονός της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης, για την μόνη φορά,   με την Κυπριακή ηγεσία (Γλαύκος Κληρίδης) ως μέθοδο Σημίτη. Ο Κ.Σ δημιουργούσε αυτό  το κλίμα εμπιστοσύνης με τους θεσμούς αλλά και με  τα πρόσωπα. Επέτρεπε στους συνεργάτες του να έχουν την δυνατότητα ώστε να μην υποκύπτουν εύκολα στην κομματική και γενικότερη νομενκλατούρα(πελατειακό κράτος στην ευρύτητά του). Από την άλλη μεριά ενώ ήταν συναινετικός όταν αποφάσιζε, αποφάσιζε. Για παράδειγμα στην περίφημη διαμάχη για τις ταυτότητες. Όταν η πλειοψηφία  και του Υπουργικού συμβουλίου ήταν απέναντί του.

Ο γράφων έχει την εμπειρία στήριξης του από τον πρωθυπουργό όταν συγκρούστηκε με το περιφερειακό ευρύ κομματικό και κρατικό σύστημα. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα για το οποίο ελπίζω κάποια στιγμή να μιλήσω εκτενώς.

Το μίσος , ο λαϊκισμός και ο Σημίτης

Ένα καίριο ερώτημα είναι γιατί  αυτό το μίσος που διακινείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απέναντι σε ένα επιτυχημένο πρωθυπουργό που άλλαξε την χώρα, σε ένα κανονικό λιτό και μετριοπαθή διανοούμενο της πολιτικής πράξης.  Το ζούμε και σε παγκόσμια κλίμακα. Με ποια λογική π. χ.  υπάρχει συμπάθεια προς τον Πούτιν; Ακόμα και  στις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές δημοκρατίες; Είναι το τίμημα της Δημοκρατίας το οποίο όσοι ασχολούνται (ασχοληθήκαμε) με τα κοινά πρέπει να το γνωρίζουν. Κάποιοι υπερβάλλοντας θεωρούν ότι δεν υπάρχει επιτυχημένος πολιτικός. Πνίγεται μες στο φθόνο φίλων κι αντιπάλων.

Υπάρχει κι ένα άλλο σκέλος ως το πώς αντιμετωπίστηκε ο Σημίτης . Μετά την αποχώρησή του ακολούθησαν οι γόνοι Κώστας Καραμανλής και Γιώργος Παπανδρέου. Στη συνέχεια ο Αντώνης Σαμαράς και ως αποκορύφωμα ο Αλέξης Τσίπρας με εκδοχές λαϊκισμού της ίδιας ιστορικής κατεύθυνσης. Σχεδόν όλοι αντιμετώπισαν το Σημίτη ως την εχθρική εκδοχή για την χώρα.  Απέναντι σ αυτή την παλινόρθωση την εποχή της μεγάλης κρίσης στην προηγούμενη δεκαετία δημιουργήθηκε το κίνημα μένουμε Ευρώπη που επανέφερε το αίτημα για επιστροφή  στον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό. Κατά ένα τρόπο στις ιδέες που εγκαινίασε ο Κώστας Σημίτης. Μήπως αυτό ήταν και το νόημα που δόθηκε στην κηδεία του;