Πριν λίγες μέρες αποχαιρετίσαμε με θλίψη και σεβασμό τον Κώστα Σημίτη. Ο θάνατος ενός σπουδαίου πολιτικού, με ιστορικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, προσκαλεί αναγκαστικά σε δημόσια αποτίμηση πεπραγμένων. Πλειοψήφησαν οι θετικές γνώμες για το έργο και οι εκφράσεις σεβασμού προς το πρόσωπό και τις πολιτικές επιλογές του Σημίτη από φίλους και αντιπάλους που αναγνώρισαν την προσφορά του στη χώρα και στον πολιτικό πολιτισμό. Υπήρξε όμως και μερίδα απόψεων που άδραξαν την ευκαιρία να ανασκαλέψουν κατά το δοκούν «μελανά σημεία» στην πρωθυπουργία Σημίτη. Ένα από αυτά ήταν αναπόφευκτα και η «φούσκα» των τιμών στο Χρηματιστήριο το 1999.
Παίρνω την ευκαιρία να ξεκαθαρίσω και να αποκαταστήσω μερικά ζητήματα της εποχής και της πολιτικής περί το Χρηματιστήριο.
Το «οργανωμένο σκάνδαλο ληστείας»
Στα αφηγήματα που κυκλοφόρησαν τώρα, επαναλαμβάνοντας τίτλους του 1999, ανασύρθηκαν παλαιές προεκλογικές κραυγές κατά της τότε κυβέρνησης Σημίτη περί οργανωμένου σκανδάλου, ληστείας των αδύναμων και μεγάλης ανακατανομής πλούτου. Αυτά ουδέποτε τεκμηριώθηκαν ως προς το πραγματικό μέγεθός τους.
Το Χρηματιστήριο την δεκαετία του ‘90 ενέπλεξε βασικά την αποταμίευση της μεσαίας τάξης. Αναμφίβολα πολλοί έχασαν. Υπήρχαν όμως και πολλοί που κέρδισαν. Οι χαμένοι διαμαρτύρονταν ηχηρά και επιδρούσαν στην κοινή γνώμη. Οι κερδισμένοι κατά κανόνα σιωπούσαν. Πολλοί λογάριαζαν τις ζημιές τους όχι σε σχέση με το αρχικό χρήμα που επένδυσαν, αλλά σε σχέση με τον θεωρητικό πλούτο που θα είχαν αν οι τιμές δεν έπεφταν ποτέ… Πολλοί ήταν όσοι –αν κρίνουμε από την έκρηξη όγκου των συναλλαγών στους μήνες περί τον Σεπτέμβρη του ‘99 –αγόραζαν μετοχές μόνον για βραχυπρόθεσμο εμπόριο. Δηλαδή συμπεριφέρονταν ως παίκτες-κερδοσκόποι. Σε αυτά τα παιχνίδια όμως τα κέρδη των κερδισμένων ήταν ανάλογα με τις ζημιές των χαμένων. Εκείνο το εμπόριο ήταν παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, άλλοι κέρδιζαν άλλοι έχαναν…
Από τους αρνητικούς κριτές ανασύρθηκε και δεύτερη γραμμή επίθεσης: Ακόμη και αν δεν υπήρχε σχέδιο ληστείας, υπήρξε δόλια παράβαση καθήκοντος αφού οι αρμόδιες αρχές δεν έλεγξαν ούτε κατέστειλαν τη «φούσκα». Και αυτό όμως ουδέποτε αποδείχθηκε παρά τις πολυάριθμές και μακρόσυρτες δικαστικές έρευνες, διώξεις και εφέσεις κατά των τότε αρμοδίων (μεταξύ των οποίων και ο γράφων), οι οποίες πυροδοτήθηκαν από τη «φούσκα». Ολες κατέληξαν σε ηχηρές και τελεσίδικες αθωώσεις.
Η ελληνική και οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μολονότι οι αρχιτέκτονες του αφηγήματος περί «σκανδάλου» θεωρούσαν τη «φούσκα» ελληνική πατέντα, η πλειονότητα των ευρωπαϊκών αγορών είχαν την ίδια εποχή ευθέως ανάλογη συμπεριφορά. Η περίοδος 1999-2000 θεωρείται πλέον στην βιβλιογραφία ως το κορυφαίο χρονικό σημείο μιας διεθνούς «φούσκας» των χρηματιστηριακών τιμών που ακολουθήθηκε από μεγάλη κάμψη έως το 2003. Ας θυμηθούμε σχετικά, ότι ήδη από το 1994 η Ελλάδα είχε ελευθερώσει, στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής της, τις διασυνοριακές κινήσεις κεφαλαίων. Η κεφαλαιαγορά της ήταν ανοικτή σε διεθνή επενδυτικά ρεύματα τα οποία επισκέπτονταν πλέον και το Ελληνικό Χρηματιστήριο διαδίδοντας διεθνείς τάσεις και αστάθειες. Η μεγάλη πτώση του αμερικανικού NASDAQ τον Μάρτιο του 2000 μετέδωσε χρηματιστηριακή ύφεση σε όλο τον κόσμο, μαζί και στην Ελλάδα, όπου οι τιμές έδειχναν τάση σταθεροποίησης στο τελευταίο τρίμηνο του 99, μετά τη μεγάλη καμπή του Σεπτέμβρη.
Σημειώνω ότι παρά το σκάσιμο της «φούσκας» το 1999, το Ελληνικό Χρηματιστήριο μετατάχθηκε από διεθνείς οίκους το 2000 από την κατηγορία των «αναπτυσσόμενων» στην κατηγορία των «ανεπτυγμένων» αγορών ως προς εποπτικό πλαίσιο, αξιοπιστία του συστήματος συναλλαγών, διαφάνεια και συστημική ασφάλεια.
Τρεις μεγάλες αλλαγές στο Χρηματιστήριο Αθηνών
Η επιλεκτική αναφορά στην «φούσκα» ως το κεντρικό ιστορικό γεγονός του χρηματιστηριακού γίγνεσθαι κατά την περίοδο Σημίτη, αδικεί την ιστορία και τον ίδιο, αποσιωπώντας ουσιωδέστατες πλευρές του χρηματιστηριακού γίγνεσθαι της εποχής που παράχθηκε σε αρμονία με την κυβερνητική πολιτική:
(α) Πραγματοποιήθηκε μία εκ θεμελίων μεταρρύθμιση που ευθυγράμμισε την ελληνική αγορά με το ευρωπαϊκό πρότυπο της «δημόσιας οργανωμένης αγοράς», συγκροτώντας την εποπτική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και υλοποιώντας τεχνολογική επανάσταση στο Χρηματιστήριο με την αποϋλοποίηση των τίτλων. Αυτά λειτουργούν επιτυχώς μέχρι σήμερα.
(β) Η αγορά εμφάνισε, ύστερα από πολλά χρόνια, σταθερή αύξηση των τιμών (με διακυμάνσεις) από το 1997. Αυτή αντιστοιχούσε σε ισχυρή αισιοδοξία λόγω της εξαφάνισης του πληθωρισμού, της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων και ενός επενδυτικού κύματος που ωθούσε νέο κύκλο μεγέθυνσης της οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Πράγματι, στην προ-ενταξιακή περίοδο Σημίτη ,1996-2001, ανακτήθηκαν επιτέλους θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης. Η βάσιμη αισιοδοξία υποστηριζόταν από την πορεία προς την ΟΝΕ. Η κυβέρνηση ορθώς εξέφραζε αυτήν την αισιοδοξία που παραγόταν από την πολιτική της.
(γ) Πραγματοποιήθηκε εξορθολογισμός και υψηλή διαφάνεια για την πληροφόρηση των επενδυτών στις νέες εκδόσεις μετοχών. Στην πρωτογενή αγορά εκδόσεων τίτλων κατά το διάστημα 1996-2000 σημειώθηκε ιστορικό ρεκόρ των 25 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν. Χρηματοδοτήθηκε έτσι η αναδιοργάνωση, επενδυτική επέκταση και μείωση δανεισμού πλήθους εταιριών του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, καθώς και αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, αυξάνοντας την ανθεκτικότητα του οικονομικού συστήματος συνολικά.
Οι «φούσκες», η κρίση και η επόμενη ημέρα
Οι «φούσκες» είναι ιστορικό χαρακτηριστικό των αγορών κεφαλαίου στο οποίο έχει εμβαθύνει η οικονομική επιστήμη. Όπως τονίζει ο νομπελίστας Robert Shiller, το φαινόμενο είναι εγγενές στις αγορές και έχει τη βάση του στην μετάλλαξη της συμπεριφοράς επενδυτών ακριβώς όταν οι εξάρσεις των τιμών διαρκούν για μεγάλο διάστημα, χωρίς εκάστοτε σοβαρές διορθώσεις. Διαμορφώνεται μία πεποίθηση/προσδοκία –ένας τύπος λαϊκής θυμοσοφίας - ότι οι συνεχείς ανατιμήσεις είναι «κανονικές» και «φυσιολογικές». Αυτό πυροδοτεί μετάλλαξη μέρους του πληθυσμού των επενδυτών σε κερδοσκόπους που αποζητούν τον εύκολο και γρήγορο πλουτισμό.
Έτσι η αισιοδοξία μεταλλάσσεται σε «μανία» ή σε «παράλογο ενθουσιασμό εντεινόμενη όταν και όσο οι επενδυτές μιμούνται ο ένας το άλλο. Η υπερβολή ανατροφοδοτείται, υψώνοντας τις τιμές σε μη-διατηρήσιμα επίπεδα. Οι «φούσκες» που σκάνε δεν είναι παρά μία βίαιη διόρθωση των υπερβολών. Οι «φούσκες» δεν καταστέλλονται. Όπως έγραψε παλαιότερα ο Άλαν Γκρίνσπαν, «αναγνωρίζεις το όριό της “φούσκας” μόνον όταν αυτή σκάσει». Όσοι λοιπόν φαντάζονται τη «φούσκα» του 1999 ως εφεύρεση της κυβέρνησης Σημίτη πρέπει να το ξανασκεφθούν, εγκαταλείποντας την παράδοση του ελληνικού εξαιρετισμού.
Οι «φούσκες» πάντα σκάνε σε απρόβλεπτο χρόνο και είναι επικίνδυνες. Κάθε μεγάλη ξαφνική πτώση των τιμών μπορεί να οδηγήσει σε κύματα εταιρικών και ατομικών πτωχεύσεων αν οι επενδυτές είναι υπερδανεισμένοι. Κλασικό παράδειγμα είναι η περίοδος μετά το χρηματιστηριακό κραχ στη Νέα Υόρκη το 1928.
Αυτό όμως δεν συνέβη στην Ελλάδα το 1999. Η οικονομία συνέχισε την ανοδική της πορεία και πέτυχε την τελική ένταξη στο Ευρώ, στο πλαίσιο της τότε ακολουθούμενης πολιτικής που προστάτευσε την ακεραιότητα του οικονομικού μηχανισμού και την επενδυτική διαδικασία. Η αισιοδοξία που τελικά μεταλλάχθηκε σε «φούσκα» δεν εξαέρωσε τα θετικά αποτελέσματα που παράχθηκαν και που πολύ ωφέλησαν τη χώρα.
Όσοι δεν υπέκυψαν σε πανικούς καταστροφολογίας και κράτησαν τις μετοχές τους ωφελήθηκαν από μία μακρά ροή αξιόλογων μερισμάτων που αντάμειψαν την υπομονητική τους επένδυση.
(*) Ο Σταύρος Β. Θωμαδάκης είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, τέως πρόεδρος του International Ethics Standards Board for Accountants, παλαιός πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Πηγή: www.kreport.gr