Τον γνώρισα σαν «Κώστα». Μια μέρα, το ’72, άκουσα από απρόσεκτους τρίτους: «έρχεσαι το βράδι στου Κιτσίνη; Θα είναι και ένα καλό παιδί του Εσωτερικού», κι είπαν και ένα όνομα. Απρόσεκτοι, γιατί όταν είναι να κρατάς μυστικά τα κρατάς. Δεν πήγα. Συμπέρανα το πραγματικό του όνομα το καλοκαίρι του ’73, όταν διάβασα στα ψιλά, πολύ ψιλά γράμματα την σύλληψή του στον Μόλυβο. Τον ξαναείδα κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο, με στολή αεροπορίας εκείνος, με στολή πυροβολικού εγώ -τιμωρητικά ένστολοι και οι δυό μας-, μπροστά στην αίθουσα Τριανταφυλλοπούλου. Με χαιρέτησε, δεν τον αναγνώρισα έτσι κουρεμένο, με το δίκωχο και σενιαρισμένο χωρίς το μουστάκι του το τσιγκελωτό την αξυρισιά του τη κατσαπλιάδικη. «Κώστας» μου είπε, και έτσι ταύτισα και τυπικά εκείνο που αφρόνως μου είχε καταστεί γνωστό -δηλαδή το πραγματικό του όνομα.
Μετά και για χρόνια μείναμε χωριανοί από δυο χωριά -πολιορκώντας την ίδια πολιτεία, το Κόμμα, κύριο λόγο και τόπο ύπαρξής μας τότε. Με έλεγε «αριστεριστή» και τον έλεγα «δεξιό» και όταν το βλέμμα του ενός συναντούσε (σπάνια) το βλέμμα του άλλου, έβλεπε περιφρόνηση και φανατισμό.
***
Αργότερα, μέσω και λόγω του Αριστόβουλου Μάνεση, βρεθήκαμε και οι δύο στη Νομική. Έγραφε με υπερένταση τα βιβλία που απαιτούνταν για τις κρίσεις μέχρι την παραπάνω βαθμίδα, μες τη γκρίνια, αφόρητος. Τελικώς τα έγραφε. Με αφορμή κάποιες υφολογικές παρατηρήσεις μου για ένα βιβλίο του -νομίζω εκείνο για τον Χόμπς- ξανατσακωθήκαμε. Μετά κανα-δυό χρόνια ξετσακωθήκαμε.
Είχε άγχος για την κρίση του για την βαθμίδα του Καθηγητή. Λύσσαξα να του δώσω να καταλάβει ότι διάφορα ζώα τα κάναμε καθηγητές με τούβλα που δεν τα διάβασε κανένας, ενώ το άρθρο του για την proportionality προκάλεσε έναν υψηλότατης περιωπής διεθνή διάλογο, και παραπέμφθηκε σε μη ελληνικού περιεχομένου ή εμπλοκής απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
***
Μια μέρα στον Μόλυβο η μαμά του μαγείρεψε για την Ελισάβετ, τον μικρό τότε Αλέξανδρο και τη μαμά μου χταπόδι με εληές. Μετά του ζήτησα τη συνταγή που μου την έδωσε αλλά την έχασα και την ξαναζήτησα, μου την ξαναέδωσε και την ξαναέχασα. Μιαν άλλη μέρα στην Αθήνα (έτυχε να είμαστε οι δυό μας μόνοι) μου είπε αναλυτικά και για πολύ ώρα για τα καρφάκια. Εγώ του είπα για την κουνελόπουτσα, που κι αυτήν την ήξερε. Μετά δεν ξαναμιλήσαμε γι΄ αυτά -ποτέ.
***
Δεν κάναμε παρέα, δεν είχαμε κοινές παρέες. Μιλούσαμε όμως τακτικά στο τηλέφωνο. Άκουγε, με υπομονή και συμπαράσταση, την περιγραφή και τα συναισθήματά μου για την αργή πορεία του πατέρα μου στον θάνατο το καλοκαίρι του ’93 από καρκίνο. Όταν, πάνω από είκοσι χρόνια αργότερα, έχασα και την μητέρα μου, έμαθα από τους τρίτους που τον πληροφόρησαν ότι συγκινήθηκε, και μάλιστα ορατά.
***
Έπαιζε πόκερ για πολλά χρόνια την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και θύμωνε όταν είχε καλό χαρτί αλλά κάποιος είχε καλύτερο. «Φουλ του άσσου με ρηγάδες και να έχει φλος στον τέταρτο άσσο -όχι πες τώρα εσύ, έχεις ξαναδεί τέτοιο φάρδος;» Όχι, απαντούσα, χωρίς να του λέω ότι δεν ξέρω πόκερ. Παληότερα έβλεπε και πολύ ποδόσφαιρο, την Ρόμα, την Εθνική Γερμανίας κι αν διαφωνούσες με όποιο σχόλιό του αντιδρούσε απότομα: «μαλακίες!»
***
Κέρδισε πάνω από 10 από τις 12-15 προσφυγές του στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Για τις πιο πολλές δεν πήρε ούτε τα έξοδά του. Αφορούσαν πρόσωπα που είχαν δίκηο αλλά κατά κανόνα δεν είχαν χρήματα ή άλλον τρόπο για να το βρουν. Τελευταία γκρίνιαζε ότι το Στρασβούργο έβαλε πολύ νερό στο κρασί του και αναρωτιόταν γιατί.
Για πέντε-έξι χρόνια και μέχρι το τέλος συγκατοικήσαμε επαγγελματικά στο ίδιο γραφείο. Ο Βούλγαρης, όταν το έμαθε (κρίνοντας ίσως και από την σχετική στάση του σε άλλη δικηγορική εγκατάσταση) είπε ότι πάει στοίχημα ότι το πολύ σε έξι μήνες θα έχουμε πλακωθεί. Εγώ -ξέροντας τον επαγγελματικό συγκάτοικό μου καλύτερα από τον ιδεολογικά και πολιτικά μακράν κοντινότερό του Βούλγαρη- γέλασα σαρδόνια. Ήμουν βλάξ. Έπρεπε να είχα βάλει μεγάλο στοίχημα και να τον είχα μαδήσει.
***
Είπε ν΄ ανακατευτεί με την ενεργή πολιτική ξανά. Ως υποψήφιος ευρωβουλευτής γύρισε ολόκληρη την Ελλάδα. Του πρότεινα να στήσω ένα μικρό συνεργείο -η Ελισάβετ, εγώ και κανα-δυό φίλοι- και σε μια-δυο βραδιές να του ετοιμάσουμε καμιά δεκαριά χιλιάδες σταυρωμένα ψηφοδέλτια (άσχετα με το ότι εγώ δεν θα χρησιμοποιούσα κανένα από αυτά). Αρνήθηκε σθεναρά για λόγους αρχής. Δεν τον θυμούμαι να υποχωρεί ποτέ, ούτε μια φορά και ούτε κατά κεραία, σε θέμα που το θεωρούσε ζήτημα αρχής. Όταν είδε τους σταυρούς που έβγαλαν οι κάλπες δεν θύμωσε και δεν κατηγόρησε κανέναν. Έκανε κάτι πολύ βαρύτερο: πικράθηκε -όχι που δε βγήκε ευρωβουλευτής (πολύ που τον ένοιαζε άλλωστε), αλλά που κάποιοι και κάποιες, πονηροί και πονηρές με τις μεγάλες γλώσσες, βγήκαν κάλπικοι.
***
Δύο περίπου μήνες πριν από το μεγάλο τελευταίο του μάθημα, έκανε ένα τελευταίο μάθημα και στο Μεταπτυχιακό. Η τροπή της συζήτησης έφερε το θέμα δικαίωμα στο σώμα, όπου εκτός από την ελευθερία ερωτικής επιλογής τίθεται και το ερώτημα: έχω δικαίωμα στον θάνατό μου; Δεν σχολίασε -είναι άλλωστε εξαιρετικά αμφιλεγόμενο φιλοσοφικά και νομικά θέμα και ήταν στις παρυφές της συζήτησής μας στο μάθημα-, αλλά κάποια στιγμή, κοιτώντας σαν κάπως αφηρημένα το ταβάνι αναρωτήθηκε με την ήδη αδυνατισμένη από την αρρώστια φωνή του: «Έχει κανείς άραγε το δικαίωμα να καπνίζει δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα από δεκαεφτά χρονών και για πενήντα χρόνια; Τι να σας πω…»
***
Είχε από πάντα οργίλη φάτσα, ζόρικο ύφος και απόλυτες διατυπώσεις. Δεν τον θυμάμαι να αντικρούει στις(οποιουδήποτε κάθε φορά περιεχομένου) έντονες συζητήσεις του λέγοντας: «κάνεις λάθος». Αντέκρουε λέγοντας: «είσαι τρελός», «δεν μπορώ ν΄ ακούω αηδίες» ή άλλα αντίστοιχα. Με την ανάλογη οξύτητα λόγου και βεβαιότητα γνώμης μιλούσε και στους φοιτητές. Μιλούσε τον ενικό, απαντούσε απότομα, διέκοπτε, ζοχαδιαζόταν, δεν ύβριζε όμως -ποτέ. Μια χρονιά κάναμε Ατομικά Δικαιώματα μαζί. Στο διάλειμμα, γύρω του μαζευόταν δεκάδες, ενώ εγώ -που τους μιλούσα στον πληθυντικό και δεν διέκοπτα, πρόσεχα όσο μπορούσα την ακαδημαϊκή υφή του λόγου μου και σχεδόν ποτέ δεν ανέβασα τον τόνο της φωνής μου- καθόμουν μόνος σε μία γωνία περιμένοντας πότε θα τελειώσει επιτέλους το διάλειμμα.
Πριν χρόνια, μια βραδυά σε ένα κοινό μεταπτυχιακό με τη Θεσσαλονίκη χόρεψα, ροκ με μια φοιτήτρια ή ζεϊμπέκικο, δεν θυμάμαι καλά. Σε κάποια στροφή του χορού έπιασα μια στιγμή από το βλέμμα του (καθόταν κάπως απόμερα και έβλεπε), και είδα εκεί την εξήγηση που η λογική των επιχειρημάτων με εμπόδιζε να δω: τη βαθειά, σιωπηλή γλυκύτητα και καλωσύνη που όποιες και αν έχουν οι εξωτερικές εκφάνσεις του ανθρώπου που την διαθέτει, τις καλύπτει, όχι επειδή εκδηλώνεται ως γλυκύτητα και καλωσύνη, αλλά επειδή καθ΄ εαυτήν υπάρχει σε κάθε έκφρασή του, ακόμη και στις πιο άγριες, θυμωμένες και επιθετικές. Ήταν και διαβόητα επιεικής στην βαθμολογία του.
***
Στη γιατρό τον έσυρα με το ζόρι. Βγαίνοντας, στο δρόμο έξω από το ιατρείο, άναψε τσιγάρο και όταν του είπα μα κι εμένα η γιατρός μου είπε διάφορα, μου είπε εσένα σου είπε για την καρδιά, εμένα μου είπε για καρκίνο. Αρχίζοντας τις θεραπείες έκοψε το τσιγάρο. Προς το τέλος παρασπόνδησε και που και που έκανε και κανένα στριφτό. Μια φορά που κατάφερα να του βρω μέσω Βερολίνου τον κάπνισε με δύσκολο χαμόγελο και κουρασμένη ανακούφιση.
***
Πίστευε στην υπεροχή της ελευθερίας του λόγου απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα. Για ποιον εσωτερικό του λόγο άραγε; Ίσως οι πρώτες προτάσεις του βιβλίου του για τον Χόμπς, που έζησε μικρό παιδί στα βρετανικά παράλια της Μάγχης μέσα στον καθημερινό φόβο ότι της ισπανικής αρμάδας; Ίσως οι εμπειρίες της χούντας -ποιος να ξέρει;
***
Πάντως, αφού η άρνησή του στην θεμελιακά αντίθετη προς την δική του γνώμη άποψη προσέκρουε πάντα στην δική του απολυτότητα, συμπαρασύροντας συχνά και την κρίση του για τον άλλο που διατύπωνε αυτήν την θεμελιακά αντίθετη προς την δική του γνώμη, πόση αληθινή αξία να έχει για τον άλλο αυτή η ελευθερία; Πολέμησε τον ολοκληρωτισμό σε κάθε του μορφή -τις τελευταίες δεκαετίες με κάθε οξύτητα τον κομμουνιστικής προέλευσης ολοκληρωτισμό -όμως γιατί όταν έμπρακτα και προσωπικά και με κόστος αντιμετώπισε τον δεξιά τυραννία την αντιμετώπισε μέσα από τάξεις της κομμουνιστικής οργάνωσης και παράδοσης; Ανταλλάξαμε καιρούς μερικές κουβέντες γι΄ αυτά, όμως μείναν διάφορα άλλα τέτοια ζητήματα ανοιχτά. Αυτά, Τα δ’ άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι, αν βεβαίως έχουν όρεξη για τέτοιες κουβέντες εκεί πέρα.
***
Στην Πόπη, στον Κλεάνθη, και βέβαια στην μάνα, όπως και σ΄ όλους όσους τον ζήσαμε και τον αγαπήσαμε, εύχομαι να τον βλέπουμε συχνά στα όνειρά μας, γιατί αλλού δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε ποτέ. Άλλωστε τώρα πιά ο Σταύρος Τσακυράκης εκεί πολιτεύεται -κατά τόπον ονείρων.
Προδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Εποχή»