Ο κόσμος μας…

Νότης Μαυρουδής 16 Φεβ 2018

Ποιος είναι ο κόσμος που ζούμε; Σε ποιον μικρόκοσμο ανήκουμε; Είμαστε με όλους ή με κάποιους; Αφήνουμε τα όρια ελεύθερα ή επιλέγουμε τις οριοθετήσεις τους; Είμαστε υπέρ του συνθήματος «όλοι δικοί μας είμαστε» ή «οι δικοί μου είναι οι λίγοι»;
Όλα αυτά είναι σκέψεις που περνούν απ’ το μυαλό μέσα σε ένα πολύβουο μελίσσι όπως είναι μια κοινωνία, όπως η δική μας, η οποία ποτέ δεν ησυχάζει από τα τόσα απανωτά, ακατάπαυστα, αγχωτικά, θέματα και γεγονότα, τα οποία χρεώνουν και φορτώνουν τη χώρα με βαριές υποχρεώσεις…
Νιώθω πως όλα αυτά γίνονται βοή και αχός! Ισοδυναμούν με θόρυβο, καθώς τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, παρέες, καφενεία, κλπ, όλοι συζητάμε, φωνάζουμε διαφωνώντας ή συμφωνώντας… Ζούμε μέσα σε έναν κόσμο που κραυγάζει σκεπτόμενος. Τόσο εξωστρεφής!
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει, είναι οξύτατο και έχει να κάνει με… υπαρξιακή τοποθέτηση γύρω από τις επιλογές μου, σχετικά με ποιον κόσμο θα συνυπάρξω, θα συναναστραφώ, θα συσκεφθώ, θα μοιράσω τις σκέψεις και τις προσδοκίες μου…
Έχω παρατηρήσει πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, όποτε βρισκόμουν μέσα σε πλήθος, επέλεγα την απομόνωση. Στεκόμουν σε μια γωνιά, με ένα ποτήρι στο χέρι, μοναδική απόδειξη «συμμετοχής» μου στην ανομοιογενή παρέα.

Πάντα, μετά από τέτοιες… δοκιμασίες, νιώθω σαν να με έχουν «δείρει», να με έχουν «βασανίσει», να έχω μπει σε… τιμωρία από τον αυστηρό σχολικό δάσκαλο.
Από παλιά ένιωθα πως γενικά το πλήθος, δεν ήτανκαι δεν είναι ο δικός μου κόσμος. Δεν ήταν αυτός που με άφηνε ελεύθερο για να εκφραστώ και να καταπιαστώ με θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Μια ετερόκλητη μάζα ανθρώπων με πανικοβάλλει, καθώς μου αφαιρεί ενέργεια και προβληματισμούς, τους οποίους, εάν είχα δίπλα μου τους δικούς μου ανθρώπους, θα εξέθετα, καθώς η ανάγκη τής επικοινωνίας θα ήταν αυτονόητη.
Η συζήτηση του θέματος με άλλους ήταν αποκαλυπτική. Όλοι συνομολόγησαν πως ανάμεσα στο πλήθος δεν νιώθουν, και αυτοί, ελεύθεροι. Προτιμούν τις δικές τους παρέες, εκείνες που γνωρίζονται μεταξύ τους και οι σοβαρές συζητήσεις, τα καλαμπούρια, τα πειράγματα κ.λ.π., γίνονται με άνεση.

Ποιος είναι ο «κόσμος μας» λοιπόν, όταν τον  επικαλούμαστε; Όλος; Το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ή τα πρόσωπα στα οποία θέλουμε να αποταθούμε επαγγελματικά; Ένα μέρος του κόσμου; Μόνο οι δικοί μας; Το άμεσο περιβάλλον μας; Οι «κολλητοί» μας;
Ακόμα και στο δικό μας επαγγελματικό συνάφι των κιθαριστών που το βιώνω επί εξήντα (60) χρόνια. Δεν είναι μικρό κομμάτι χρόνου αυτό το νούμερο… Επί τόσα χρόνια δεν κατάφερα να δεθώ φιλικά με όλους. Άλλες σκέψεις, άλλες τάσεις, άλλες λογικές, συνεπώς αισθητικές, διαφορετικές ερμηνείες πάνω στις εποχές, τα στιλ και τα είδη. Διαφορετικός και ο τρόπος συμπεριφορών και σκέψεων γύρω από ένα έργο και το καλλιτεχνικό του βάθος, εντέλει, διαφορετική αντίληψη γύρω από τη δημιουργία και τον χειρισμό καριέρας, καθώς και άλλα ζητήματα ζωής… Γιατί να είναι ο «κόσμος» μου αυτός; Μοιραία, αυτή η έλλειψη συνδετικών κρίκων θα μας ανάγκαζε να κινηθούμε σε διαφορετικές ράγες. Μέσα στον σχηματικό επαγγελματικό «κόσμο μας», οι επιλογές, σε ό,τι αφορά την αναζήτηση των «δικών» μας, κατέληξαν μέσα στον χρόνο σε περιορισμένο αριθμό φίλων-συναδέλφων.

Τέλος, ο κόσμος μας είναι, εν συντομία, ο εαυτός μας!
Ό,τι νιώθουμε, επιθυμούμε, μας συγκινεί, μας προσφέρει κοινές μνήμες, μας συνδέει με κοινούς χρόνους, αντιλήψεις, εμπειρίες, παραπλήσιες πολιτικές θέσεις, κοινά τραγούδια, ταινίες, βιβλία, θέατρο, ποιητές, συγγραφείς, συνθέτες, τραγουδοποιούς, αίσθηση του χιούμορ και άλλα πολλά που αφορούν και τον χρόνο που έχουμε διανύσει… Αυτόν τον μικρόκοσμο μού αρέσει να συναναστρέφομαι. Με ζεσταίνει να τυλίγομαι στο πέπλο τού κοινού μας χρόνου, των ακουσμάτων, της μνήμης και, ενίοτε, μεταμορφώνομαι σε νοσταλγό τού παρελθόντος, με βάση τις δεκαετίες του ’50, ’60 κλπ. Αυτό το στοιχείο είναι και ο κοινός τόπος μας.

Η «κοινή γνώμη», το «κοινό», πάνε μαζί με το πάγια θολό, ανεξήγητο, σύνθετο και αδιευκρίνιστο «λαός», ή «η γνώμη τού ελληνικού λαού», «η κοινωνία» και άλλα πολλά τέτοια, τα οποία πολλές φορές παραπλανούν τους προβληματισμούς μας γύρω από θέματα συλλογικότητας, επιμόρφωσης και κοινωνικής τοποθέτησης.
Ο «περιούσιος ελληνικός λαός», για παράδειγμα, πόσο ξεχωριστός, πόσο εκλεκτός κι από ποιόν είναι; Από πού εξάγεται ένα τέτοιο συμπέρασμα; Πώς μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ένα τέτοιο αστήριχτο απόφθεγμα; Λέξη (περιούσιος), η οποία προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, ως αναφορά για τους Εβραίους, αλλά χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες εθνικιστές για να δηλώνει την… μοναδικότητα του λαού μας!
Ακούω τη φράση να… σέρνεται σαν φίδι, ακόμα και σήμερα, κυρίως από πολιτικούς που έχουν άμεση σχέση με σημερινές ατάκες τού ρέοντος και υπαρκτού λεκτικού εθνολαϊκισμού.
Οι γενικεύσεις και οι συνολικές έννοιες μπερδεύουν και βραχυκυκλώνουν τις συνεννοήσεις γύρω από τέτοια ζητήματα. Ο κόσμος, ο λαός, η κοινωνία, το σύνολο του ελληνικού λαού, και άλλες ανάλογες γενικότητες, υποτίθεται πως έχουν και αντίστοιχους επιστήμονες, οι οποίοι ασχολούνται με τις μετρήσεις και τις σφυγμομετρήσεις των κοινωνικών ομάδων, των συλλογικοτήτων κλπ.
Ο κόσμος αγαπάει τον τάδε τραγουδιστή, ηθοποιό, ποδοσφαιριστή, κλπ. Το ερώτημα έπεται και είναι αυτονόητο: Ποιος κόσμος; Ίσως το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η πλειοψηφία. Αλήθεια, από πόσους και πάνω θεωρείται «κόσμος»; Μήπως είναι κι αυτό ένα ερώτημα που θα προσέφερε μια κάποια «λύση» στον γρίφο;

Το θέμα έχει πολλούς κρίκους και η αλυσίδα είναι μεγάλη.
Θυμάμαι την τριανταπεντάχρονη ενασχόλησή μου με το ραδιόφωνο. Μπροστά στο μικρόφωνο, το πρώτο μέλημά μου ήταν η διαίσθηση και η προσπάθεια να νιώσω το… κοινό που παρακολουθούσε την εκπομπή μου. Οι… μετρήσεις για την κάθε ρ/φ εκπομπή είναι έωλες και αφερέγγυες. Με αυτόν τον τρόπο, με το… ένστικτο και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, ο κάθε ραδιοφωνικός παραγωγός φαντάζεται, υποθέτει το κοινό του. Πόσο ασφαλής ήταν και είναι αυτή η υποθετική εκτίμηση; Δεν νομίζω να υπάρχει βέβαιη απάντηση. Σε ποιο κοινό αποτεινόμαστε λοιπόν;
Ακόμα και τα συχνά: «παγκόσμια αγωνία», «Η υφήλιος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα», πόσο «παγκόσμια» είναι; Πώς και κατά πόσο μετρήθηκε μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση;
Ακρότητες και λόγια παχιά, που ακούγονται συχνότατα από όσους θέλουν να μεγεθύνουν υπερβολικά ένα γεγονός. Η τέτοιου είδους δημοσιογραφία δεν αστειεύεται…
Εύκολα τις μειονότητες τις παρουσιάζουμε ως πλειοψηφίες, με λέξεις που δεν μας στοιχίζουν και πολύ όπως λαός, λαοθάλασσα, πλήθος, κόσμος, κοινωνία, παγκοσμιότητα κ.λ.π. Μ’ αυτό τον τρόπο «κρυβόμαστε» πίσω από το δάχτυλό μας και συμβιβαζόμαστε με τα κατά συνθήκη ψεύδη, που τόσο συχνά μας βολεύουν…