Εχει πλέον καταδειχθεί ότι τα προβλήματα της οικονομίας μας είναι διαχρονικά και η ευθύνη γι αυτό είναι πρωτίστως ελληνική. Ωστόσο η διαχείριση της σημερινής κρίσης έγινε εξ αρχής από κοινού με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Οι ευθύνες αυτής της άστοχης διαχείρισης βαρύνουν συνεπώς και τις δύο πλευρές.
Οι ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης είναι δεδομένες. Η δημιουργία του ευρώ δεν συνοδεύτηκε από τα απαραίτητα ερείσματα και εργαλεία παρέμβασης που θα αντιστάθμιζαν τις επιπτώσεις για τις μη ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Ετσι, τα πλεονάσματα στον Βορρά και τα ελλείμμτα στο Νότο αντανακλούν μια σκληρή και διαρκή πραγματικότητα που δεν θεραπεύεται με τον ευκόλως προτεινόμενο τρόπο, δηλαδή την δημοσιονομική πειθαρχία. Ξεχάστηκε η σύκλιση των οικονομιών, κύριος στόχος της περιόδου Ντελόρ, που θα ωφελούσε όλες τις πλευρές, ενώ η ενιαία αγορά λειτουργεί στη βάση του ανταγωνισμού. Κι εκεί πάσχουμε…
Οι προειδοπιήσεις ήταν σαφείς. Ο γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας είχε προειδοποιήσει για τις επιπτώσεις αυτές έγκαιρα: «Οσον αφορά τώρα την Ευρώπη, φοβάμαι ότι η κατάσταση με την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, την οποία, ας σημειωθεί, έχω υποστηρίξει προσωπικά, θα χειροτερεύσει. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στην ενιαία νομισματική αγορά θα επισπεύσει τις ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις και θα υποχρεώσει τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια ρύθμισης του ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικο-πολιτικά καθεστώτα». (Συνομιλία του Γιούργκεν Χάμπερμας με τον έλληνα μαθητή του Θεόδωρο Γεωργίου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 2 Δεκ. 1198).
Η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης απέδειξε ότι ούτε η Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ευρώπη είχαν σχέδιο επίλυσής της. Αντίθετα υιοθετήθηκαν λύσεις υπό καθεστώς πανικού και υποβαθμίστηκαν τα προβλήματα, οι αδυναμίες και οι αντιστάσεις. Φυσικά έγιναν και θετικά πράγματα, ειδικά σε τομείς που δεν τολμούσε για χρόνια να θίξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Σήμερα όμως, εφτά χρόνια μετά την εκδήλωση της κρίσης φαίνεται ότι το κόστος ήταν δυσανάλογο και παρά τα σημαντικά ευρωπαϊκά δάνεια, βρισκόμαστε πάλι σε πλήρες αδιέξοδο. Η συμμετοχή μας στο ευρώ αποδείχθηκε τελικά βιαστική ενέργεια, ενώ η επαπειλούμενη αποχώρησή μας από την ευρωζώνη θα έχει μεγαλύτερο και δυσβάστακτο κόστος. Οπως επισημαίνει ο καθηγητής Π. Καζάκος, «εναλλακτικά, υπάρχει ο κίνδυνος με την έξοδο από το ευρώ να κάνουμε έναν κύκλο με τεράστιο κόστος για να επιστρέψουμε με χειρότερες προϋποθέσεις κάτω από την ευρωπαϊκή ή διεθνή ομπρέλα» (Πάνος Καζάκος, «Η Δραχμή Δεν (θα) Είναι Λύση», εκδόσεις «Επίκεντρο». Κι εξηγεί με πειστικά επιχειρήματα και νομικο-τεχνικές αναλύσεις τις απαρχές του προβλήματος, τις επιπτώσεις, τα λάθη, αλλά και τις δύσκολες προοπτικές.
Είναι φανερό ότι το πρόγραμμα στην Ελλάδα δεν βγαίνει, η κοινωνία υποφέρει, οι ακραίες φωνές ενισύονται και η απαισιοδοξία παγιώνεται. Μέσα σε αυτό το δύσκολο κοινωνικό κλίμα, τη ρευστή συγκυρία, τις αντιφατικές καθημερινές δηλώσεις, τις διαφωνίες των θεσμών, τα εκλογικά δεδομένα στην ΕΕ, τα κομματικά παιχνίδια στην Αθήνα, τις δραματικές επιπτώσεις των τριών Μνημονίων στην οικονομία, τίποτε το θετικό δεν μπορεί να προκύψει.
Μια θαρραλέα και λυσιτελής όμως αντιμετώπιση της ελληνικής ιδιαιτερότητας προϋποθέτει τον «μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους, την αλλαγή των πολιτικών θεσμών και τη δημιουργία ενός πλασίου ευνοϊκού για την υγιή επιχειρηματικότητα» (Π. Καζάκος). Με το κράτος που έχουμε δεν πάμε πουθενά. Λειτουργεί πλέον μόνο για τον εαυτό του, αυτονομήθηκε από την κοινωνία, δεν αλλάζει κι επιβάλλει σκληρά οικονομικά μέτρα για τη δική του επιβίωση. Η τρόϊκα δεν διέγνωσε την ιδιομορφία της ελληνικής πολιτικής ζωής, μπήκε σε λογική micro-management και βάλτωσε, δεν το κατάλαβε έγκαιρα, ούτε και το παραδέχεται και χάθηκε πολύτιμος χρόνος.
Είναι όμως η αλλαγή του ελληνικού κράτους και της διοίκησης κάτι το εφικτό και το ρεαλιστικό; Οι αντιστάσεις και η δυσκολία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και η αρνητική πολιτική εμπειρία της χώρας μας (έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, φτηνά κομματικά παιχνίδια, πρακτικές παρασιτισμού και παραοικονομίας, πελατειακές νοοτροπίες, κοκ) δεν συνηγορούν για μια θετική απάντηση. Αυτό όμως είναι προϋπόθεση ώστε να πεισθούν οι εταίροι στην ΕΕ και οι ξένοι επενδυτές, ότι κάτι το σημαντικό αλλάζει στην Ελλάδα, κάτι που ανοίγει προοπτικές και δημιουργεί ελπίδες. Το ίδιο ωστόσο χρειάζεται για να πεισθεί ο ελληνικός λαός ότι οι θυσίες του πιάνουν τόπο. Η χώρα έχει πολλά πλεονεκτήματα και δεν ξέρει να τα αξιοποιήσει.
Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος πρέπει να υπάρξει απόφαση και πρωτοβουλία. Το αδιέξοδο είναι χειροπιαστό Θα αδράξει η χώρα και η κοινωνία την ευκαιρία; Θα αναλάβουν όλοι οι θεσμικοί παράγοντες, οι συντεχνίες και οι πολίτες τις ευθύνες τους για να γίνει η υπέρβαση;
Προτείνω γι αυτό να ξεκινήσει επειγόντως μια ανεξάρτητη συνολική αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος 2010-2016, με σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών θεσμών. Η αξιολόγηση με βάση τη διεθνή πρακτική θα καλύψει όλες τις πτυχές και θα διατυπώσει προτάσεις για το μέλλον, για μια Ελλάδα ανταγωνιστική εντός του ευρωπαϊκού πλασίου. Μνημόνια, μέθοδος, στρατηγική, οικονομικά μέτρα, κοινωνικές επιππώσεις, μεσοπρόθεσμα προγράμματα, κλπ, όλα υπό αξιολόγηση για την αποφυγή νέων λαθών.
Με τον τρόπο αυτό θα αρχίσει μια νέα περίοδος με στόχους που αποσκοπούν τόσο στην οικονομική σταθερότητα, όσο και στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Ετσι η διπλή ευθύνη μπορεί να μετεξελιχθεί με βάση την ανεξάρτητη συνολική αξιολόγηση και τις προτάσεις της, σε κοινή βάση δράσεων, σε κοινή ελπίδα. Δεν έχει συνεπώς κανένα ενδιαφέρον αν θα μείνει ή θα φύγει το ΔΝΤ. Ετσι κι αλλοιώς αστόχησε κι αυτό, δεν έχει εμπειρία διαχείρισης τέτοιων κρίσεων στις αναπτυγμένες χώρες. Το μοντέλο του εξάλλου απέτυχε διεθνώς και η πολιτική του και ο ρόλος του χρειάζονται συνολική αναθεώρηση.
Η Ελλάδα και η ΕΕ πρέπει να αναλάβουν από κοινού την ευθύνη, αφού το πρόγραμμα λόγω της αλληλεξάρτησης των οικονομιών είναι καθαρά ευρωπαϊκό. Δεν μπορούμε εξάλλου να δανεισθούμε από τις διεθνείς αγορές, συνεπώς θα χρειασθεί νέο τριετές πρόγραμμα 2018-2020. Μέσα στη συγκυρία αυτή και χωρίς να ξεχνούμε τον στόχο για ευρείες θεσμικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, η χώρα έχει άμεση ανάγκη από μια κυβέρνηση συνεργασίας, για να ξεπεραστεί το κομματικό κόστος που μπλοκάρει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στους κρατικούς θεσμούς και στη διοίκηση.
Τώρα χρειάζεται πρωτοβουλία διεξόδου, ο κόμπος έφτασε στο χτένι.