«Αν δεν δικαιωθούμε θα γίνει Κιλελέρ» φώναζε η κουστωδία, προαναγγέλλοντας τους φετινούς αποκριάτικους αγροτικούς αγώνες του μεγάλου κάμπου. «Να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση!» δήλωσε ο γνωστός αγωνιστής αγροτοπατέρας Βαγγέλης Μπούτας.
Όμως ήμασταν υποψιασμένοι: «Φαγοπότι ένα δις από το χωράφι στο ράφι». Μόνο πέρσι, λέει, τουλάχιστον 37.000 αγρότες έκλεψαν τους Έλληνες φορολογούμενους εκδίδοντας εικονικά τιμολόγια σε συνεργασία με επιτήδειους μεσάζοντες, ανεβάζοντας μάλιστα έτσι δραματικά και τις λιανικές τιμές. Και κάποιοι άλλοι εισήγαγαν ξένα αγροτικά προϊόντα, επί των οποίων κερδοσκοπούσαν τρελά, βαφτίζοντάς τα ελληνικά. Πέρα από τις συνήθεις παλιές μαγκιές (έχω 35 στρέμματα, δηλώνω 120…) ή από το βρέξιμο πριν το ζύγισμα (κλέβοντας κοινοτικές επιδοτήσεις από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους) κοκ…
Περσινά ξινά σταφύλια, θα πείτε. Ναι, συνήθεις ιστορίες είναι. Απλώς εμείς εδώ είμαστε οι Ευρωπρωταθλητές, παγκοσμίως γνωστοί και μη εξαιρετέοι. Το θράσος του κ. Μπούτα να προτάσσει τα αιτήματα κάποιων εξαθλιωμένων αγροτών για να σώσει τις πομπές των πάμπλουτων Θεσσαλών με τις βίλες και τα καγιέν είναι κι αυτό συνηθισμένο. Να φορολογηθούν λέει «πάνω από τις 40.000, είναι θέμα επιβίωσης». Μπα; Υπάρχουν και τέτοια λεφτά στον κάμπο; Γιατί εδώ στις πόλεις λίγοι τα βλέπουν, ενώ οι πολλοί ζουν με 5.000 το χρόνο και αδυνατούν να γλιτώσουν το χαράτσι. Ζητάει ομόλογα ΕΤΒΑ ο κ. Μπούτας. Ωραίος χαρακτήρας.
Στο μεγάλο φαγοπότι, όπου όποιος δεν έκλεβε ακόμα και το παιδί του ήταν χαζός, από πού μπορεί να χαθεί το φιλότιμο για να το βρει κάποιος; Πάλι την Κυριακή μάθαμε ότι «στα 1.406 ευρώ το μέσο ύψος της δωροδοκίας στην Ελλάδα». Ή, προχτές, ότι «1.343 νεκροί έπαιρναν προνοιακό επίδομα». Πράγματι, κ. Μπούτα, πρέπει να πληρώσουν αυτοί που δημιούργησαν την κρίση! Μαζί και οι λεγάμενες δεκάδες χιλιάδες νεόπλουτων λαμόγιων αγροτών, λοιπόν, που συνδημιούργησαν την κρίση. Ώσπου να βρούμε το πώς ακριβώς θα πληρώσουν, όμως, κάντε στην άκρη να ανοίξουν οι δρόμοι, καλοί αγωνιστές του αγροτικού μόχθου!
Και φυσικά οι κλεψιές της τιμημένης αγροτιάς είναι μικρό μόνο κεφάλαιο μπροστά στο λιανοπούλι της μαζικής εθνικής μικρολαμογιάς. Ας δούμε κι άλλο παράδειγμα. Το Πελατειακό Ιδιωτικό Παρακράτος (Π.Ι.ΠΑ.) δανείζεται ετησίως (από το ασφαλιστικό ταμείο των Ολλανδών συνταξιούχων ή άλλων κουτόφραγκων) σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ, για να πριμοδοτήσει τις υψηλές συντάξεις των πενηντάρηδων απόμαχων της ΔΕΗ. Αυτό το δάνειο δεν πάει για μίζες στους πέντε, δέκα, εκατό Άκηδες (που όλοι μαζί μας κοστίζουν ένα δισεκατομμύριο άπαξ). Πάει στους χιλιάδες πελάτες συνταξιούχους της ΔΕΗ. Ακριβέστερα, πάει για μπάλωμα στο δημοσιονομικό έλλειμμα, μια που ο προϋπολογισμός προβλέπει αυτή την ετήσια πριμοδότηση σε κάποιους εκλεκτούς, χωρίς να έχουν εισπραχθεί τα αναγκαία κονδύλια από τους φόρους. Και αφού μπαλώσει το έλλειμμα, αμέσως μετά από κει πάει πακέτο στο δημόσιο χρέος, αβγατίζοντάς το.
Αυτό το δάνειο, όπως και πάμπολλα άλλα παρόμοια, δεν έχει κοινωνική στόχευση, αλλά ιδιωτική, μόνο προς τα δικά μας παιδιά. Και αυτό ακριβώς το δάνειο, οι κιμπάρηδες του αντιμνημονιακού Ανεξυριζαυγιτισμού (είτε αγαναζισμένοι, είτε ψεκασμένοι ή νεοκομμουνισμένοι) το ονομάζουν επονείδιστο επαχθές (εννοώντας απεχθές) χρέος. Και όχι μόνο αυτό. Ακόμα πιο επονείδιστο και επαχθές ονομάζουν και το αυτονόητο στην κουλτούρα του ανθρώπινου πολιτισμού χρηματοοικονομικό κόστος αυτού του δανείου. Το οποίο σε καμιά εικοσαριά χρόνια, με τα τρέχοντα δεδομένα, υπερδιπλασιάζεται. Δηλαδή, οι κιμπάρηδες δεν αμφισβητούνε μόνο το κεφάλαιο που δανείστηκαν. Αμφισβητούν κυρίως και την αυτονόητη τοκοφορία του, που εύλογα χρεωστούν στους Ολλανδούς συνταξιούχους, τους εφεξής αποκαλούμενους και «τοκογλύφους». Να τα λέμε κι αυτά.
Τα 300 που άφησε πεσκέσι ο Κωστάκης λοιπόν στην κοινωνία μας, ως σωρευτικό χρέος, αποτέλεσμα των προηγούμενων ελλειμμάτων, αλλά κυρίως το θηριώδες έλλειμμα του 2009 (35 δις μαζί με τους τόκους), που κυρίως έφερε τη χρεωκοπία, είναι γνωστά. Και από αυτά τα ελλείμματα, ελάχιστο μέρος αποτελούν τα διαβόητα κουφέτα των γκόλντεν μπόις, που εσχάτως απασχολούν την επικαιρότητα προσπαθώντας να κρυφτούν σε Ανατολή και Δύση, ή αιφνιδίως εισαγόμενα σε νοσοκομεία. Φυσικά είναι μείζονος δημοκρατικής τάξης ζήτημα, να πάνε αυτά τα άτομα εκεί όπου θα πει η Δικαιοσύνη. Αλλά το μείζον μέρος από αυτά τα ελλείμματα είναι το «λαϊκό έλλειμμα» που λέγαμε και στην «Απίστευτη αντιμνημονιακή απάτη».
Είναι όλα εκείνα, που θεσμοθετημένα κλέβουν οι προνομιούχοι πελάτες του Π.Ι.ΠΑ., της Κοινωνίας των Δύο Τρίτων, ΤΟΥ Συστήματος, από τα κορόιδα του Ενός Τρίτου που ξέμεινε εκτός Π.Ι.ΠΑ. Και από αυτά τα κλεμμένα τα περισσότερα τα παίρνουν οι λιγότεροι πιο κολλητοί, στον πυρήνα του «πεντάστερου» πελατειακού παρακράτους. Και όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο προς την περιφέρεια τόσο λιγότερα παίρνουν οι πάμπολλοι μικροπελάτες, που όμως είναι τόσο χρήσιμοι ΣΤΟ Σύστημα: του δίνουν άλλοθι και συντηρούν τη δέουσα ομερτά. Και η σούμα τους είναι τόσο μεγάλη, που σχεδόν κάνει ποσοστιαία μηδαμινές τις θηριώδεις λαμογιές των λίγων μεγαλοκλεφτών, όσο και αν επικοινωνιακά και συμβολικά είναι θεόρατες.
Και τώρα, στον καιρό της κρίσης, λόγω πίεσης του μνημονίου που επιτάσσει εκλογίκευση του αχόρταγου πελατειακού παρακράτους, ο πυρήνας του αμύνεται. Αντί να αρχίσει από τα πάνω, αρχίζει από τα κάτω. Τα προνόμια των μικρών θερίζονται πρώτα και όχι των μεγάλων. Ευλόγως. Η ηγεσία φέρνει σταδιακά το ξύρισμα από τους έξω ομόκεντρους κύκλους προς τους μέσα, προσπαθώντας να σώσει όσο πιο πολλούς κολλητούς σμπίρους (τελευταίοι θα είναι οι υπάλληλοι της Βουλής). Αλλά κυρίως γιατί το ριτέιλ, οι πάμπολλοι (όπως εξηγήσαμε, η φτήνια τρώει τον παρά) που πριμοδοτούνταν με λίγα, βγάζουνε τις μεγάλες σούμες. Και βολεύει πολύ αυτοί και να θυσιαστούνε πρώτοι, βουλώνοντας μεγάλες τρύπες.
Ποιος, λοιπόν, να φέρει πίσω ποια κλεμμένα από πού και σε ποιον; Ποιος καθαρός σε ποιον αναμάρτητο θα παραγγείλει πρώτος τον λίθον βαλείν; Χάνει ο κλέψας τα κλεμμένα και τα κλεμμένα τον κλέψαντα μέσα σε αυτή τη μαζική διεφθαρμένη πολιτικο-κοινωνικο-οικονομική σχεδόν πανεθνική παρτούζα. Μόνο η περίσσεια υποκρισία, που ενίοτε είναι ειλικρινής βλακεία, δεν μπορεί να δει την αλήθεια και φωνάζει: φέρτε πίσω τα κλεμμένα, αλήτες προδότες, πολιτικοί.
Κανείς δεν γνωρίζει τις διαταξικά σπαρμένες εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίων κλεφτών, οι μεγαλύτεροι των οποίων έχουνε και μια βιλίτσα έως βιλάρα και μια βαρκούλα έως σκαφάρα. Και μας καλούν το γουικέντ και πάμε θαμπωμένοι από την τιμή που μας κάνανε και προσκυνάμε τον κλεμμένο πλούτο τους. Αντί να τους απομονώνουμε ηθικά και αισθητικά, ξεροσταλιάζαμε για μια θέση στα συμπόσιά τους. Γιατί είχαν κολλητό τον Ρέμο και πρόπερσι στην Ψαρού καθόντουσαν δυο ξαπλώστρες παραδίπλα από της Μενεγάκης. Έτσι ακριβώς, όλα αυτά τα λιγούρια, εμείς, δημιουργούσαμε ζήτηση για περισσότερες λαμογιές, τρομπάροντας τη φούσκα…
Όσοι εκνευρίζονται με αυτή την ανάλυση, μας εγκαλούν ότι ενοχοποιούμε το λαό και τους μικρούς φτωχοδιάβολους, αθωώνοντας τους μεγαλομιζαδόρους, αλλά έστι Δίκης οφθαλμός. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι οι «μικροί» είναι δύο κατηγοριών, πολλοί προστατευμένοι από το πελατειακό ιδιωτικό παρακράτος (ΠΙΠΑ) και λίγοι χωρίς καμιά προστασία. Και τάχα αγνοούν ότι όλοι μαζί οι μεγαλοκλέφτες –που εντάξει, θα χαρούμε να τους δούμε έγκλειστους– μαζεύουν στα σεντούκια τους μάξιμουμ ένα δις. Και τα υπόλοιπα τα τρώει λίγα λίγα το μεγάλο λαϊκό λιανοπούλι. Μόνο οι συντάξεις των σαρανταπενηνταμπλούπ φτάνουν κάποια δις ετησίως, εις βάρος των παιδιών τους. Και οι επίορκοι ακόμα δεν απολύονται, γιατί τους προστατεύει το Π.Ι.ΠΑ. Και οι Κωπαΐδες «αρδεύονται» κανονικά. Εμείς αγνοούμε τις μεγάλες σούμες που είναι το μείζον ΛΑΪΚΟ έλλειμμα.
Και τα λέμε όλα αυτά, όχι μόνο γιατί οι αριθμοί τα επιτάσσουν: αφού αν δεν παραδεχτούμε τη συνεισφορά του Μείζονος Λαϊκού ελλείμματος στην κρίση, ποτέ δεν θα βουλώσουμε την τρύπα στο λογαριασμό. Αλλά και γιατί, αν καλλιεργούμε την ψευδαίσθηση ότι έτσι και πιάσουμε τους 100 μεγαλομιζαδόρους τότε θα ξεκολλήσουμε από τον πάτο, πάλι κορόιδα θα είμαστε. Όσο δεν αναγνωρίζουμε την αρρώστια μας, ο καθένας και όλοι μαζί, τότε και δεν θα γιατρευτούμε. Θα παραμένουμε κορόιδα, έτοιμα να δεχτούμε τη νέα γενιά αυτής της μεγαλοπαρασιτικής αδελφότητας. Που, νάτη, πετιέται και περιμένει ΤΩΡΑ μπροστά στις κάλπες, παστρικιά και περιποιημένη, φωνακλού και ποικιλόχρους, πανέτοιμη για να μας σώσει από τους παλιούς κλέφτες… Όπως ακριβώς έκανε και ο Άκης πριν σαράντα τίμια χρόνια.
Όσοι εκνευρίζονται με αυτή την ανάλυση, από το πρώτο μνημόνιο άρχισαν το κλαψογκρίνι κατά των μεταρρυθμίσεων. Αυτό έφερε την αγανάκτηση και μετεκλογικά πήρε οριστική μορφή ως αντιμνημονιακός Ανεξυριζαυγιτισμός. Μια από τις ιδεολογικές ασπίδες, που επινόησε κατά της αναγκαίας εκλογίκευσης του Π.Ι.ΠΑ. (της επονομαζόμενης «σαρωτικής νεοφιλελεύθερης λαίλαπας») ήταν το κουφέτο του αυτομαστιγώματος. Κοντολογίς, αυτή η ανύπαρκτη θεωρία σιχτίριζε όσους ζητούσαν να κάνουμε αυτοκριτική για τον ξεπεσμό και την κατάντια μας. Σαν την ανύπαρκτη θεωρία του «κοινωνικού αυτοματισμού». Μια ακόμα τσιφτετελληνική πατέντα που επινόησε η «Αριστερά» για να συντηρήσει την καταστολή εις βάρος του εξαθλιωμένου Ενός Τρίτου, υπέρ των προνομιούχων ρετιρέ των Δύο Τρίτων του Π.Ι.ΠΑ.
Υπονοούσαν ότι δεν χρειάζεται και πολύ αυτοκριτική, σαν να βαράμε την πλάτη μας με το μαστίγιο υπερμετανοητικά, όπως οι λατινοαμερικάνοι χριστιανοί που «σταυρώνονται» το Πάσχα. Χαλαράαα… Δεν κάναμε και κάνα έγκλημα, μας ζηλεύουνε οι ελβετόψυχοι προτεστάντες, γιατί είμαστε ωραίοι και καλοπερνάμε, δεν χρωστάμε δεν πληρώνουμε. Άρα ας μην είμαστε σπασίκλες ευρωλιγούρηδες. Μην τα κάνουμε όλα όπως οι ξενέρωτοι οι βόρειοι, που αυτοκτονούν γιατί δεν ήρθαν να τους μάθουμε πώς να κάνουν γούστα.
Υπονοούσαν, οι αντιδραστικοί πρόμαχοι της άρνησης στο ξεβόλεμα, ότι ο πατριώτης που ζητούσε να μοχλεύσουμε αυτοκριτικά το τέλμα, το έλεγε σε στιλ μαντάμ Σουσούς: «Ω, μον ντιε, κελ μπαναλιτέ!…». Και όχι με στόχο να πάψουμε να είμαστε οι κατιμάδες των εθνών. Υπονοούσαν ότι δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριόμαστε που τραβάμε τα ζόρια της χρεωκοπίας, ας τα μεταθέσουμε στους δανειστές, κλείνοντας το μάτι στους αρνητές της μεταρρύθμισης και της ανασυγκρότησης. Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε.
Δεν πειράζει που είμαστε διεθνώς πρωταθλητές σε όλες τις στραβομάρες. Στα τροχαία, στους νεότερους συνταξιούχους εις βάρος των παιδιών μας, στους φαλτσοσυνταξιούχους, στους νεκρούς συνταξιούχους, στους τυφλούς και λοιπούς ανάπηρους επιδοματίες, στους φοροκλέφτες και φοροδιαφεύγοντες, στην παραοικονομία, στα μερσεντέ και τα καγιέν, στα καφενεία, στις εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων, στα αυθαίρετα και στις κατασκευαστικές κακοτεχνίες παντού, στον ατομισμό και συνάμα στις κραυγές «μα πού είναι το κράτος;», στο αντιπαραγωγικό Δημόσιο, στην καθυστέρηση απόδοσης Δικαιοσύνης, στο ξυλοφόρτωμα των ελεγκτών του ΣΔΟΕ, στις καισαρικές τομές (είδατε προχτές Σταύρο Θεοδωράκη;), στο αλαλούμ στην υγεία, στην τεχνητή ευημερία, στις στραβομάρες που καταγράφουν οι Διεθνείς Ανεξάρτητες Αρχές, στις, στους, στα…
Σταματάμε εδώ, φτάνει τόσο αυτομαστίγωμα, πονέσαμε. Εμείς που πάντα νομίζουμε ότι είμαστε Μεγαλέξανδροι και προκύπτουμε Καραγκιόζηδες. Πρώτοι στη διαφθορά και τελευταίοι στην παραγωγικότητα, την ανταγωνιστικότητα και εν γένει στην αποτελεσματικότητα. Πρώτοι στο κουτσαβάκικο νταηλίκι και τελευταίοι στην καλώς νοούμενη μαγκιά. Γενικώς τελευταίοι σε κάθε εκδήλωση της οργανωμένης ανθρώπινης δραστηριότητας. Τελικά έχουμε καταντήσει Έθνος στον πάτο των εθνών.
Με δραματικά λίγες εξαιρέσεις, όλα μας γελοία. Η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, η επιχειρηματική τάξη, η δημοσιογραφία, οι ναζί, οι τρομοκράτες, η «Αριστερά», ακόμα και η αβανγκάρντ που κριτικάρει χωρίς σταθερή αξιακή βάση. Ίσως πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτή τη φαιδρότητα με πολλούς διαφορετικούς, αλλά συντεταγμένους επιτέλους τρόπους. Άλλοτε με κλασικές και άλλοτε με ομοιοπαθητικές (βλέπε και το προσφυές «Μια διαφορετική ματιά στην οικονομία του φραπέ», του Στάθη Καλύβα) μεθόδους.
Η ανασυγκρότηση του τόπου θα έρθει μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε το πρόβλημά μας (την αρρώστια μας) και επιδιώξουμε να γίνουμε καλά. Τέρμα η ντίρλα του ντιριντάχτα και η δουλεία στον μπανανολαϊκισμό που μας έφερε ως εδώ. Άκηδες πολλούς μπορεί ακόμα να γραπώσει η Δικαιοσύνη. Αλλά, αν δεν κάνουμε εμετό τον Αντρέα που κουβαλάμε στον πυρήνα του μυαλού μας (δηλαδή το θαυμασμό ή την ανοχή στο λαϊκισμό και τη λαμογιά που υιοθετούμε ως μοντέλο), χαΐρι δεν θα δούμε.
Και αυτό δεν είναι αυτομαστίγωμα. Είναι συνομολόγηση μιας ζητούμενης καθολικής συμφωνίας να αφήσουμε πίσω την παρακμή και να ανεγείρουμε ένα αξιοπρεπές αύριο. Αυτό είναι όρος εθνικής επιβίωσης και όχι αυτομαστιγωματικό κόμπλεξ. Ας βάλουμε το κεφάλι κάτω, ο καθένας σηκώνοντας μονάχος την πατρίδα στους ώμους του, ώστε όλοι μαζί να δημιουργήσουμε όμορφη, ελεύθερη και πλούσια ζωή. Όσο και αν αυτό είναι δύσκολο, με δεδομένη τη στραγγαλιστική επικυριαρχία του εθνικού μας σκοταδιστικού ισλάμ πάνω σε κάθε τι καινοτόμο και δημιουργικό.
Κατά τα άλλα, σαφώς και εγκαλούνται όσοι λαϊκιστές πολιτικοί ιδιοτελώς (λιγότεροι για την τσέπη τους, περισσότεροι από εξουσιαστική λιγούρα) μας καθοδήγησαν ως εδώ. Όταν βουλιάζει ένα καράβι κάποιοι αμέριμνοι επιβάτες κοιμούνται στις καμπίνες τους, κάποιοι άλλοι ξεφαντώνουν στα σαλόνια, αλλά πάντα το πλήρωμα είναι υπεύθυνο –και κυρίως ο καπετάνιος– για την καταστροφή. Γιατί αυτός όχι μόνο κράταγε το τιμόνι, αλλά ήταν και το Παράδειγμα, το Πρότυπο, ο οδηγητής και διαμορφωτής της ηθικής και της αισθητικής μας συγκρότησης.
Σαφώς και η μείζων επιγραφή πάνω από την Μεγάλη Πύλη του Οίκου μας γράφει: «Είπαμε, κύριε Μαυράκη, να κάνουμε ένα δωράκι στον εαυτό μας, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια!», με υπότιτλο «Αντρέα ζεις, εσύ μας οδηγείς!»… Δεν είναι αυτομαστίγωμα το να απαιτήσουμε να αλλάξει αυτή η επιγραφή.