Η προειδοποίηση προς την προηγούμενη κυβέρνηση ήταν σαφής. «Μην τολμήσετε να ορίσετε τον κεντρικό τραπεζίτη πριν τις εκλογές. Δεν δεσμευόμαστε στην επιλογή που θα κάνετε».
Έβλεπαν τον θεσμό του κεντρικού τραπεζίτη όπως και όλους τους θεσμούς, αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας για παράδειγμα, σαν εργαλεία εξυπηρέτησης των κομματικών τους σχεδιασμών και συμφερόντων.
Ήρθαν στην εξουσία και άρχισαν να αγανακτούν στην πρώτη, Βαρουφάκεια διαπραγμάτευση όταν ο Γιάννης Στουρνάρας εξέφραζε τους φόβους του για τους ανεύθυνους χειρισμούς.
Ακολούθησε ύστερα η περίοδος εφαρμογής του μνημονίου τους, ιδιαίτερα η ανάγκη υλοποίησης των σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών που προέβλεπε. Ο Στουρνάρας στήριξε τις όποιες προσπάθειες έγιναν, προσπάθησε να ενθαρρύνει την παραμικρή αισιόδοξη προοπτική. Άρχισαν οι δημόσιες επικοινωνιακού χαρακτήρα συναντήσεις με τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς.
Με την πρώτη αξιολόγηση και την γνωστή τακτική των καθυστερήσεων, οι όποιες ανησυχίες του τραπεζίτη «ανταμείφθηκαν» με μια επίσκεψη στο σπίτι του για έρευνα στα χαρτιά της συζύγου του.
Ακολούθησε η διαιωνιζόμενη δεύτερη αξιολόγηση όπου ο Στουρνάρας αναγκάστηκε – γιατί αυτός είναι ο ρόλος του – να μιλήσει ανοιχτά για τους κινδύνους εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη και τις δραματικές επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης.
Η κυβερνητική αντίδραση ήταν άμεση: «Συνωμότης, υπάλληλος των θεσμών, φερέφωνο της αντιπολίτευσης» ήταν μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που ακούστηκαν.
Ο Γιάννης Στουρνάρας απέδειξε ότι ξέρει να κάνει σωστά κι ανεπηρέαστα τη δουλειά του σ’ ένα πολύ κρίσιμο πόστο, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο. Ευτυχώς για την χώρα.