Ο καρατερίστας της διαφθοράς

Τάκης Θεοδωρόπουλος 06 Μαρ 2013

Αφέλεια στα όρια της βλακείας; Προπέτεια; Παρατεταμένη κατάχρηση εξουσίας σε συνδυασμό με το γλυκό αίσθημα της ατιμωρησίας; Το θράσος του βλαχοδήμαρχου που ανέβηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή; Το βέβαιο είναι ότι ο παρ’ ολίγον πρωθυπουργός Ακης Τσοχατζόπουλος, κάποτε καρατερίστας του σοσιαλισμού αλά γκρέκα, μεταμορφώθηκε σε καρατερίστα της πολιτικής διαφθοράς. Κι όσο κι αν κατηγορεί τους πρώην συντρόφους του ότι τον διέσυραν για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες, κι όσο κι αν αναγνωρίζεις πως κάποιο δίκιο έχει, δεν μπορεί να γλιτώσει από τη μοίρα του καρατερίστα.

Πέρυσι όταν είχε δημοσιοποιηθεί το περίφημο ημερολόγιό του, μου είχε κάνει εντύπωση πως δεν υπήρχε τίποτε εκτός από λογαριασμούς, αριθμούς και ονόματα. Η απορία είναι εύλογη: από τι υλικά είναι φτιαγμένο το μυαλό ενός ανθρώπου ο οποίος όταν κάθεται μόνος του το βράδυ για να χωνέψει τον κάματο της ημέρας και να αλαφρύνει κάπως την ψυχή του από την ευθύνη της σωτηρίας του Εθνους το μόνο που κάνει είναι προσθέσεις και αφαιρέσεις ποσών; Και αυτό επί έτη είκοσι και συναπτά; Τι στην ευχή; Δεν συναχώθηκε ποτέ, δεν ανησύχησε ποτέ, δεν έψαξε ποτέ τις λέξεις για να αφιερώσει μια σκέψη έστω στη γυναίκα του και τα παιδιά του;

Η διαφθορά έχει εθνικά χαρακτηριστικά, και η διαφθορά αλά γκρέκα οφείλει να είναι επιδεικτική. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν ο γείτονας δεν θαμπωθεί απ’ τη χλιδή και τη γαλαντομία σου; Τι σου χρειάζεται η πολιτική εξουσία που φέρνει τα λεφτά αν δεν τους κάνεις να ζηλέψουν λίγο, να πουν «αυτός τα κατάφερε, έπιασε την καλή», αν δεν τους υποχρεώσεις να αισθανθούν και ελαφρώς υποδεέστεροι, ριγμένοι, κοινώς μην πω τη λέξη; Θα μου πείτε αυτό ήταν πάντα το χαρακτηριστικό του ασίτευτου χρήματος, η μαντάμ Σουσού του Ψαθά στην επικράτεια της πλουτοκώσταινας. Ομως ο Ακης ήταν πολιτικός ηγέτης και συμπεριφέρθηκε σαν να θεωρούσε το ασίτευτο χρήμα προέκταση της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Οπως άλλοι, αφελέστεροι ίσως, φροντίζουν την υστεροφημία τους. Τι όνομα θα αφήσεις πίσω και πώς θα εμπνεύσεις τα πλήθη χωρίς ένα τουλάχιστον ακίνητο στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου που να το δείχνεις στον περίπατο και να λες «είναι του Ακη»; Κι αν η προφορική παράδοση δεν περνάει από γενιά σε γενιά τον θρύλο εκείνου του γάμου στο Παρίσι που ποτέ δεν θα ξεχάσουμε; Κι αν δεν σε θυμούνται που άλλαζες παπούτσια μόλις οι σόλες άρχισαν να φαίνονται ελαφρώς περπατημένες; Πώς το λέει ο Λογοθετίδης; Κοτζάμ διευθυντής είμαι, δεν μπορώ να μη φοράω μεταξωτά σώβρακα.

Επεσε έξω ο Ακης; Φοβάμαι πως όχι. Τη δουλειά του καρατερίστα την ήξερε καλά. Ηξερε πως τον θαυμάζουν όχι γιατί δεν πιστεύουν τις φήμες για τις μίζες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα ή δεν έχουν ιδέα για τις προμήθειες που περιφέρονταν από λογαριασμό σε λογαριασμό.

Ηξερε πως οι υποψίες και οι φήμες εδραίωναν ακόμη περισσότερο τον θαυμασμό τους. Γιατί ήξερε την Ελλάδα πολύ καλά. Και ήξερε τι να περιμένει απ’ τους πολιτικούς ηγέτες της. Δύναμη, αμεριμνησία, να μην υπολογίζουν τίποτε και κανέναν. Διότι πραγματικός ηγέτης είναι αυτός που μπαίνει στο μαγαζί και του δίνουν το πρώτο τραπέζι πίστα. Κι ο Ακης φρόντιζε να μας θυμίζει πως μόνο σε πρώτο τραπέζι πίστα καταδέχεται να κάτσει. Τώρα είναι δυστυχής. Επεσε η πρώτη ποινή στα όρια της εκδίκησης. Ομως το πρόβλημά μας δεν είναι να εκδικηθούμε τους καρατερίστες για τον θαυμασμό που κάποτε τους δείχναμε. Το πρόβλημά μας είναι να βρούμε πολιτικούς ηγέτες.