Οι κεντρικοί τραπεζίτες ορισμένες φορές ξεχωρίζουν την περίοδο της ειρήνης, όταν οι οικονομίες προχωρούν σχετικά ομαλά, και την περίοδο πολέμου, όταν υπάρχει οικονομική κρίση. Ο Μάριο Ντράγκι έχει έναν καλό πόλεμο. Έχει κάνει σχεδόν ό,τι μπορεί για να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη χωρίς να παραβιάσει τους κανόνες της ΕΚΤ. Αν και έχει δεχθεί επίθεση από την Αθήνα, ότι έχει προκαλέσει ασφυξία στη χώρα, και από τους σκληροπυρηνικούς, ότι είναι πολύ χαλαρός, έχει καταφέρει να κρατήσει ισορροπία.
Η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας έχει παραπονεθεί ότι η ΕΚΤ έκοψε τη χρηματοδότηση προς τις τράπεζες της χώρας για να τη γονατίσει, προκειμένου να αποδεχθεί περισσότερη λιτότητα. Ορισμένες πιο άγριες φωνές υποστήριξαν ότι η ΕΚΤ επίτηδες προκάλεσε πανικό στους καταθέτες, για να έχει μια δικαιολογία να κλείσει τις τράπεζες.
Στην πραγματικότητα, ο Ντράγκι κράτησε μακριά τους σκληροπυρηνικούς του Δ.Σ. της ΕΚΤ που ήθελαν να κόψουν τελείως τη ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες. Όπως δήλωσε, στις 16 Ιουλίου «υπήρχαν ορισμένοι που στην πραγματικότητα ζήτησαν να μειωθεί στο μηδέν, κάτι που θα είχε προκαλέσει άμεση κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος». Ήταν εύκολο για τους επικριτές να ερμηνεύσουν λάθος ή να μην κατανοήσουν τις ενέργειες της ΕΚΤ λόγω της περιπλοκότητας των δραστηριοτήτων της κεντρικής τράπεζας.
Μια λάθος ερμηνεία είναι ότι δουλειά της ΕΚΤ είναι να ενεργεί ως ύστατος δανειστής για τις τράπεζες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Καμία κεντρική τράπεζα δεν λειτουργεί έτσι, διότι διαφορετικά οι τράπεζες δεν θα είχαν κανένα κίνητρο να συμπεριφερθούν υπεύθυνα και οι φορολογούμενοι μονίμως θα τις διέσωζαν. Αντιθέτως, η ΕΚΤ επιμένει λογικά οι τράπεζες να είναι φερέγγυες και να μπορούν να εμφανίζουν επαρκή εχέγγυα ως αντάλλαγμα για τη ρευστότητα. Τους πρόσφατους μήνες, επειδή τα οικονομικά των ελληνικών τραπεζών έχουν εμπλακεί με αυτά της ελληνικής κυβέρνησης, υπάρχουν αμφιβολίες τόσο για τη φερεγγυότητά τους όσο και για τα εχέγγυα που παρέχουν.
Καθώς εντείνονταν οι φόβοι ότι η Αθήνα θα χρεοκοπήσει, αυξανόταν το ρίσκο χρεοκοπίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΚΤ προσάρμοζε τις πολιτικές δανεισμού της, καθώς αυξάνονταν ή μειώνονταν οι προοπτικές η Ελλάδα να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της – χωρίς την οποία θα χρεοκοπούσε. Η πρώτη κίνηση στις 4 Φεβρουαρίου, αφότου εξελέγη πρωθυπουργός ο Αλ. Τσίπρας, ήταν να ορίσει πως οι τράπεζες δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εχέγγυα για να λάβουν ρευστότητα από την ίδια την ΕΚΤ. Αντιθέτως, έπρεπε να λάβουν έκτακτη ρευστότητα από την ΤτΕ.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στη χρεοκοπία τα τελευταία πέντε χρόνια, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος γιατί η ΕΚΤ αποδεχόταν τα ομόλογα της χώρας ως εχέγγυα πριν από την 4η Φεβρουαρίου. Η απάντηση είναι ότι είχε εξαιρέσει τη χώρα από τους κανονικούς της κανόνες, που απαιτούν τα ομόλογα να έχουν υψηλή αξιολόγηση. Δικαιολόγησε την εξαίρεση, η οποία είχε επίσης δοθεί και σε άλλες προβληματικές χώρες, λέγοντας πως η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα διάσωσης το οποίο εφάρμοζε σωστά.
Το να υπάρχει μια εξαίρεση υπό αυτές τις συνθήκες είναι λογικό. Όμως, όταν ο Αλ. Τσίπρας ξεκαθάρισε ότι ήθελε να σκίσει το μνημόνιο, δεν ήταν παράλογο η ΕΚΤ να συμπεράνει πως οι όροι δεν τηρούνταν – αν και θα έπρεπε να περιμένει λίγο ακόμα. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν αποκοπεί από τη ρευστότητα. Τους μήνες που ακολούθησαν, η ΤτΕ τους παρείχε έκτακτη ρευστότητα δεκάδων διςσ. ευρώ. Αυτό γίνεται με την έγκριση του Δ.Σ. της ΕΚΤ, παρά τους ενδοιασμούς ορισμένων μελών του, και κυρίως του Γενς Βάιντμαν, διοικητή της Bundesbank.
Η επόμενη κίνηση ήρθε στις 28 Ιουνίου, μια ημέρα αφότου ο Τσίπρας ζήτησε δημοψήφισμα. Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε πως η δική του εκστρατεία θα ήταν υπέρ της απόρριψης των όρων, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισαν να μην παρατείνουν το παλιό πρόγραμμα διάσωσης, το οποίο θα έληγε στις 30 Ιουνίου. Μπορεί κανείς να συζητήσει το κατά πόσον οι υπουργοί Οικονομικών είχαν δίκιο να βάλουν τέλος στις διαπραγματεύσεις για το παλιό πρόγραμμα διάσωσης. Όμως από τη στιγμή που το έκαναν, η ΕΚΤ δεν είχε άλλη επιλογή από το να περιορίσει την έκτακτη ρευστότητα που παρείχε η ΤτΕ. Η προοπτική της χρεοκοπίας είχε αυξηθεί απότομα.
Όμως η ΕΚΤ είχε μια σημαντική απόφαση να λάβει: είτε να παγώσει τη ρευστότητα στο επίπεδο όπου βρισκόταν, ή να την σταματήσει. Αν έκανε το τελευταίο, θα είχε προκληθεί κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και πιθανότατα θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. Ο Ντράγκι και οι σύμμαχοί του στο Δ.Σ. αγωνίστηκαν κατά της επιλογής αυτής, και υπερίσχυσαν. Ακόμα και το πάγωμα της ρευστότητας, όμως, σήμαινε πως οι ελληνικές τράπεζες έπρεπε να κλείσουν και οι αναλήψεις από τα ΑΤΜ να περιοριστούν στα 60 ευρώ ημερησίως.
Τώρα που ο Τσίπρας έχει αρχίσει ξανά τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές για νέα διάσωση, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να χαλαρώνει κάποιες από τις ενέργειές της. Στις 16 Ιουλίου ενέκρινε την παροχή έκτακτης ρευστότητας 900 εκατ. ευρώ. Αυτό ήταν αρκετό για να μπορέσουν να ανοίξουν και πάλι οι τράπεζες στις 20 Ιουλίου.
Όμως προτού αρθούν πλήρως τα capital control, θα χρειαστούν περαιτέρω κινήσεις -περιλαμβανομένης της επαναφοράς της εξαίρεσης και της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο Ντράγκι θα πρέπει να συνεχίσει να κρατά ισορροπίες μεταξύ των «γερακιών» που ζητούν σκληρή γραμμή και των «περιστεριών» που πιέζουν για επιείκεια. Η Ευρώπη θα πρέπει να ελπίζει πως θα συνεχίσει να κρατά τις ισορροπίες.