Ήταν ένα βραδάκι, κάπου σ’ ένα μπιστρό της Μαδρίτης. Ο ένας, έλληνας πολιτικός, μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του σ’ ένα νομικό φόρουμ προς τιμήν του Μοντεσκιέ, με αφορμή την επίκαιρη επανέκδοση από την Ε.Ε του βιβλίου «Περί του πνεύματος των Νόμων». Ήταν εκεί να περάσει τις λίγες ώρες, που απέμεναν ωσότου έρθει η ώρα της βραδινής αναχώρησης για την Αθήνα.
Ο άλλος, ο Πέδρο Σάντσεθ – μέχρι πριν από μια εβδομάδα ηγέτης του PSOE – ήταν εκεί με φίλους του και μια κανάτα με σανγκριά στην μέση του τραπεζιού. Χειρονομούσε και μιλούσε έντονα, σχεδόν οργισμένα. Ο αστικός αυτοματισμός της αβρότητας, οδήγησε τον κύριο Β. και τον Πέδρο, σχεδόν ταυτόχρονα να συναπαντηθούν και να χαιρετηθούν . Είχαν πριν λίγα χρόνια ξαναβρεθεί, μετά ίσως κανά δυό φορές σε φόρα, γενικώς τίποτα το ιδιαίτερο.
Πληθωρικός και ευφυής ο Έλληνας, ορμητικός και φιλόδοξος ο νεαρότερος Ισπανός.
«Πληροφορήθηκα Πιέδρο την παραίτησή σου, λυπήθηκα μα κι εγώ κατάλαβα πως μάλλον δεν είχες άλλην επιλογή από αυτή σου την απόφαση, μιας και είχα μάθει για την συνέπειά σου σ’ αυτά που υποστηρίζεις», είπε ο πολιτικός και νομικός κ. Β στον συνομιλητή του. «Επιπλέον σου λέω πως κάποτε σαν επικεφαλής του δικού μου, ομόδοξου με το δικό σου, κόμματος σε οδυνηρότερες συνθήκες από αυτές της χώρας σου πήρα σχεδόν μόνος μια δύσκολη απόφαση, αντίρροπη από αυτά που εσύ στόχευες εδώ, για την χώρα μου. Να πώς: παραμέρισα για λίγο το ιδεολόγημα , το θεώρημα και επανέφερα στον λογισμό μου μια παρεξηγημένη λέξη , τον πατριωτισμό , την πατρίδα.
Σ’ ένα παραδιπλανό κουτί άφησα τις ιστορικότητες των διαχρονικών μα και ταξικών ενδοσυστημικών αντιθέσεων και πάντρεψα την σκέψη μου με δυό φράσεις που συχνά έλεγε ο γεννήτορας της σύγχρονης εκδοχής της πατρίδας μου, ο Ελ. Βενιζέλος», συνέχισε ο Έλληνας.
«Ναι φυσικά και τον ξέρω τον Βενιζέλο, αδρά βέβαια , αλλά γνωρίζω» είπε διακόπτοντας ο Πέδρο με την αδιόρατη θλίψη ανάμεικτη με τον πολιτικό κυνισμό.
« Έλεγε, λοιπόν, εκείνος πως τα κόμματα υπάρχουν χάριν της προκοπής των λαών αφενός και αφετέρου εξομολογείτο την πεποίθησή του πως δεν θα αργούσε η μέρα , που θα τον αποκαλούσαν προδότη , όλοι τους» συνέχισε ο νομικός και πολιτικός κ. Β.
Ξάφνου ο Σάντσεθ είπε: «Ένοιωθα πως η βούλησή μου δεν έβγαινε, αλλά ταυτόχρονα πίστευα πως θα μπορούσα να κάνω την δική μου ενότητα , με τους Κεντρώους, τους Ριζοσπάστες και κάποιους αυτονομιστές .Εγώ φυσικά θα διοικούσα και θα είχα το έλεγχο επί των ανοησιών, που θα μου έλεγαν . Άλλωστε ξέρω καλά το δράμα , που βιώνετε στην Ελλάδα από αυτό το ανελέητο εξουσιαστικό υβρίδιο. Όμως δεν θα το έκανα έτσι».
«Πέδρο ξέρεις πως θα έχανες πιά γιατί και οι πολίτες άρχιζαν να χάνουν την βολή τους με τις συνεχείς εκλογές. Άσε που, ακουσίως, θα έκαμες ήρωα και κυρίαρχο τον αντίπαλό σου. Ναι γνωρίζω για τα σκάνδαλα, ωστόσο ας μην ενοχοποιούμε τους πάντες γι’ αυτά. Ξέρεις εμείς αυτόν τον επαναλαμβανόμενο βόρβορο τον πληρώσαμε πολύ ακριβά και ως χώρα και ως κόμμα. Για σας τουλάχιστον μαθαίνω – απόψε μου το είπαν – πως η Δικαιοσύνη είναι Δικαιοσύνη κι όχι σκαμνάκι πλεχτό για να την πατάνε» έλεγε με έξαρση δεινότητας και επιχειρημάτων ο κ. Β.
«Τι μου συστήνεις», ρώτησε ο Σάντσεθ.
«Τι να πώ, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω…ωστόσο επειδή δεν μου αρέσει η λέξη έρημος θα σού έλεγα υπομονή ….βίωσε ελεύθερα το πένθος της απώλειας των φιλοδοξιών σου, καταθλίψου, αποδέξου το και ξαναβγές – αν το θέλεις – στην δεύτερη πολιτική σου ζωή με επίκαιρους και πιο ώριμους στόχους…Βασικά σου ανέφερα το τετράπτυχο του Φρόιντ, μιας και – όπως σου είπα – η λέξη έρημος δεν μου αρέσει γιατί δεν υπάρχει, παρά μόνο στους φόβους μας», φώναξε ο κ. Β.
«Τώρα δηλαδή τι κάνεις, εννοώ πως χειρίζεσαι τον εαυτό σου, έχεις επίκαιρες φιλοδοξίες;», απόρησε φωναχτά ο Ισπανός.
«Κοίταξε, οι αριθμοί απέδειξαν την ορθότητα των εθνικών πράξεών μου. Είναι η αποδεικτική μέθοδος του ιστορικού δικού μας Σ/δημοκράτη Κ. Σημίτη – τον ξέρεις φίλος του δικού σας Πέπε, επίσης συνεργάστηκε καλά με τον Αθνάρ τον Λαϊκό, όταν συνέπεσαν οι Πρωθυπουργίες τους- , συνεπώς δεν ασχολούμαι ματαιόδοξα με την δικαίωση …η ζωή είναι αμείλικτη και την δίνει ή δεν την δίνει. Τώρα κάνω Αντιπολίτευση χωρίς ειδικούς ρόλους και οφίκια , μιλώ με τους πάντες, αρκετοί από τους πολίτες που με έβλεπαν επιφυλακτικά με αποδέχονται – πλέον – ως παρουσία μα το πιο σημαντικό είναι πως πηγαινοέρχομαι σε τόπους της χώρας μου και μιλάμε για δύσκολα πράγματα: αυτογνωσία, πατριωτισμό, Κράτος Δικαίου, εθνική μεταρρυθμιστική στρατηγική μα κυρίως, προσπαθώ με πολλούς άλλους να κάνω την απόγνωση εμπράγματη ελπίδα…όλους μας αλλάζουν τα πράγματα και φυσικά και μένα, κι αυτό μου φτιάχνει το κέφι», χαμογέλασε απαντώντας ο Έλληνας.
«Είναι νωρίς για μένα να συμβούν μερικά από όσα είπες, ίσως δεν θα τα κάνω ποτέ, μα πες μου ….ποιες καινούργιες φιλοδοξίες έχεις, που συναρτώνται με την αποκατάσταση της κανονικότητας στην Ελλάδα;», βιάστηκε ο Πιέδρο να πει, ίσως και για να τον ξεβολέψει από την σιγουριά του.
«Δεν ξέρω, μου αρέσει όμως πολύ αυτό που κάνω… Κάποτε είχα άλλα στο μυαλό μου, που δεν βγήκαν, έχασα…Κάπως, όμως, κάτι έκανα για την χώρα μου που της χρωστάω… αν μου δίνονταν η νόμιμη ευκαιρία, με χαρά θα το έκανα πάλι…και…ξέρεις …κάποιος έγραψε για μένα: ο χαμένος που νικάει», έκλεισε την κουβέντα απαντώντας έτσι ο κ. Β.
Όλα αυτά και άλλα, που δεν μπόρεσα να ακούσω, γινήκανε με όρθιους τους συνομιλητές, που μετά την καινούργια αστική αβρότητα του αποχαιρετισμού συνέχισαν αυτό που πριν έκαναν.
Ο ένας να περάσει λίγο ακόμα τον καιρό του στην Μαδρίτη μέχρι την αναχώρησή του κι ο άλλος να συνεχίσει οργίλος «να μην αποδέχεται την ήττα του»
…..Και ο αγωνιώδης ζόφος συνεχίζει λαβωμένος στην Ελλάδα, ενώ η Ισπανία ίσως αποκτήσει το δικαίωμα να ελπίσει.