Οι τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Ισπανία, σχετικά με τη δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης μετά από τις εκλογές της 20η Δεκεμβρίου 2015, πιθανότατα δημιουργούν ερωτηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ελάχιστα εξοικειωμένο με τα ισπανικά πολιτικά δρώμενα. Θα ακολουθήσει μια υποτυπώδης ανάλυση, σε μια προσπάθεια να φανούν κάποιες ελάχιστα γνωστές στο ελληνικό κοινό πτυχές της ισπανικής πολιτικής.
Ήδη από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών είχαν διαφανεί νέα δεδομένα για την ισπανική πολιτική σκηνή που θα οδηγούσαν πιθανότατα σε δυσκολίες προσαρμογής των πρωταρχικών παραγόντων του ισπανικού πολιτικού συστήματος.
Πριν γίνει αναφορά στα νέα δεδομένα, ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί από την αρχή ότι ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του τους δύο κυρίαρχους άξονες της ισπανικής κοινοβουλευτικής πραγματικότητας: τα κόμματα κρατικής εμβέλειας (ολόκληρης της ισπανικής επικράτειας), αλλά και τα κόμματα περιφερειακής εμβέλειας (κόμματα των αυτόνομων περιφερειών). Οι δύο αυτοί άξονες αποτελούν κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ισπανικής ημι-ομοσπονδιακής οργάνωσης του κράτους, που σε επίπεδο αντιπροσώπευσης εκφράζεται στις Αυτόνομες Περιφέρειες, τα Τοπικά Κοινοβούλια, το Κεντρικό Κοινοβούλιο και τη Γερουσία.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 20ης Δεκεμβρίου, λοιπόν, ανέδειξαν νέα δεδομένα στο πεδίο της κυβερνησιμότητας της χώρας. Το κύριο εντοπίζεται στο κομματικό σύστημα της χώρας που παρουσίασε ξεκάθαρες μεταβολές: η παλαιότερη κυριαρχία δύο μεγάλων κομμάτων ολόκληρης της επικράτειας είχε αισθητά υποχωρήσει, καθώς παρατηρούνταν πτώσεις του εκλογικού ποσοστού τόσο του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος (Partido Popular, PP, από 186 το 2011 σε 123 έδρες το 2015), όσο και στο ποσοστό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Socialista Obrero Espanol, PSOE, από 110 σε 90 έδρες). Ταυτόχρονα, νέα κόμματα αναδεικνύονταν και μάλιστα ανταγωνιστικά στα δύο μεγάλα κόμματα: το κόμμα των Πολιτών (Ciudadanos, C/s, 40 έδρες), στα δεξιά, και το κόμμα των Μπορούμε (Podemos, 69 έδρες, μαζί με τα συνεργαζόμενα μ’ αυτό κόμματα), στα αριστερά. Τα μικρότερα κόμματα, αλλά και τα περιφερειακά, μείωσαν αισθητά τα ποσοστά τους και των αριθμό εδρών τους, σε σχέση με τις εκλογές του 2011, στο σύνολο των 350 εδρών του Ισπανικού Κοινοβουλίου.
Από τα εκλογικά αποτελέσματα γινόταν ξεκάθαρο ότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση θα μπορούσε να σχηματιστεί, θα ήταν κυβέρνηση συνεργασίας. Και αυτό, όχι γιατί δεν θα μπορούσε τυπικά και θεσμικά να δημιουργηθεί κυβέρνηση μειοψηφίας από το Λαϊκό Κόμμα, αλλά γιατί δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια τέτοια κυβέρνηση εκ των πραγμάτων: παρόλο που το Λαϊκό Κόμμα παραμένει το πρώτο κόμμα σε αριθμό ψήφων και εδρών, ο τρόπος διακυβέρνησης, οι πολιτικές που εφάρμοσε, αλλά και ο χειρισμός σοβαρών εθνικών θεμάτων κατά την προηγούμενη τετραετία καθιστούν κάτι τέτοιο απίθανο. Τα κόμματα με ικανό αριθμό αντιπροσώπων, το καθένα για διαφορετικούς λόγους, δεν δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης σε μια τέτοια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Πρόκειται για τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η εξουσία κατά την προηγούμενη τετραετία από την απόλυτη πλειοψηφία του Λαϊκού Κόμματος, τον τρόπο χειρισμού της οικονομικής κρίσης με την εφαρμογή τιμωρητικών και όχι απλά αντιλαϊκών μέτρων, την πεισματική άρνηση για διάλογο για εθνικά θέματα ύψιστης σημασίας και την ταυτόχρονη αποκάλυψη σειράς σκανδάλων που δικαστικά απειλούν όχι μόνο πολλά μέλη της ηγεσίας του, αλλά και το ίδιο το Λαϊκό Κόμμα ως θεσμό. Ακόμη και η ίδια η εκλογική συσπείρωση του Λαϊκού Κόμματος είναι ύποπτη για διαφθορά.
Η συγκυβέρνηση μ’ ένα τέτοιο κόμμα, δε συμφέρει αυτή τη στιγμή το Σοσιαλιστικό Κόμμα, για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης μεγάλης συμμαχίας, καθώς το πολιτικό κόστος θα ήταν πολύ μεγάλο. Μία κυβέρνηση συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα δε συμφέρει ούτε τους Ciudadanos, καθώς τα δύο κόμματα απευθύνονται στο ίδιο ουσιαστικά μέρος του εκλογικού σώματος, με χαρακτηριστικό άξονα ανταγωνισμού αυτόν μεταξύ “παλιού” και “νέου”. Δεν θα ήταν υπερβολή η εκτίμηση ότι το κόμμα των Θιουδαδάνος περιμένει την εξέλιξη των δικαστικών υποθέσεων που βαρύνουν την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος για να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα εκλογικά του ποσοστά με τις ψήφους που παραδοσιακά έλεγχε το Λαϊκό Κόμμα.
Αυτός ο άξονας (political cleavage) μεταξύ “παλιού” και “νέου” ισχύει και για τα δύο κόμματα στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος (PSOE και Podemos), πράγμα που δυσκολεύει εξίσου τη δημιουργία κυβέρνησης. Το κόμμα των Ποδέμος βασίστηκε στην αντιπαράθεση “παλιού” και “νέου”, αποκαλώντας μάλιστα τους Σοσιαλιστές “κάστα”. Επιπλέον, το άθροισμα των 69 εδρών που προβάλλεται ως η εκλογική δύναμη των Ποδέμος δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο: οι Ποδέμος συμμετείχαν στις εκλογές ως χαλαρός συνασπισμός με μια σειρά άλλων τοπικών οργανώσεων και κομμάτων που συγκέντρωσαν τις 27 από τις 69 συνολικές έδρες. Το γεγονός ότι πρόκειται για χαλαρό συνασπισμό επιβεβαιώνεται τόσο από τον πρόσφατο σχηματισμό κοινοβουλευτικών ομάδων, όσο και από την πορεία των διαπραγματεύσεων με τους Σοσιαλιστές.
Παρόλες τις μετεκλογικές προγραμματικές του εξαγγελίες, το κόμμα των Ποδέμος έχει να υποδείξει έντονο προσωποκεντρικό αρχηγισμό, φτωχό προγραμματικό σχέδιο, μηδενική κυβερνητική εμπειρία και κουλτούρα, ενώ εξακολούθησε μέχρι την τελευταία στιγμή την επίθεσή του στο PSOE, με το οποίο υποτίθεται ότι προσδοκούσε να έρθει σε συνεννόηση. Και όλα αυτά, ενώ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος της αριστεράς διεκδικούσε σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης για τη χώρα. Ωστόσο, η συνεργασία των δύο κομμάτων για τη δημιουργία κυβέρνησης αριθμητικά πάλι δεν θα επαρκούσε, καθώς θα απαιτούσε και άλλες συνεργασίες με περιφερειακά κόμματα. Επιπλέον, μια ανάλυση αποκλειστικά προς αυτήν την κατεύθυνση θα άφηνε ανεξήγητη την προσπάθεια των Σοσιαλιστών για συμφωνία με άλλα κόμματα, κυρίως με τους Θιουδαδάνος, στα δεξιά.
Έτσι, αποδεικνύεται μοιραία η επικέντρωση στο θέμα της Καταλονίας. Ο χειρισμός – ή καλύτερα η πεισματική άρνηση ενασχόλησης με το θέμα από τον Μαριάνο Ραχόι – του καταλανικού αιτήματος για δημοψήφισμα με στόχο την ανεξαρτησία της μέχρι τώρα Αυτόνομης Περιφέρειας δεν αποδεικνύεται μόνο μέγιστο πολιτικό λάθος, αλλά καταφανές εμπόδιο στο σχηματισμό κυβέρνησης στη χώρα επί του παρόντος.
Η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Σοσιαλιστών και Θιουδαδάνος, παρόλο που προβάλλεται ως προγραμματική βάση συνεννοήσης μεταξύ των δύο κομμάτων, βασίζεται ταυτόχρονα και στην κοινή αντίθεση των δύο κομμάτων στο καταλανικό αίτημα. Το κόμμα των Θιουδαδάνος άλλωστε προέρχεται από την Καταλονία και είχε δημιουργηθεί ως η νέα δεξιά που απευθυνόταν στο μέρος του εκλογικού σώματος που δεν ήταν ικανοποιημένο με την τοπική πολιτική του Λαϊκού Κόμματος. Από την πλευρά τους οι Σοσιαλιστές αρνούνται να αποδεχτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Καταλανών και αντιπροτείνουν την καθαρή ομοσπονδιοποίηση του ισπανικού κράτους. Το ίδιο εμπόδιο, μεταξύ άλλων, παρουσιάστηκε και στις διαπραγματεύσεις των Σοσιαλιστών με τους Ποδέμος – παρόλο που οι τελευταίοι δεν έχουν παρουσιάσει συγκεκριμένη πολιτική θέση σχετικά με το θέμα, αλλά υποστηρίζουν αρκετά αφηρημένα ένα καταλανικό δικαίωμα αυτοδιάθεσης – αλλά και με άλλα περιφερειακά κόμματα.
Ωστόσο, τόσο το επιχείρημα της ομοσπονδιοποίησης όσο και του αφηρημένου δημοψηφίσματος φαίνονται πλέον ξεπερασμένα. Πρόκειται για επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα και διεξοδικά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας· τώρα είναι μάλλον ανεπαρκή. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξακολουθεί να κατέχει την κεντρική θέση για το σχηματισμό κυβέρνησης στη χώρα, ωστόσο, η μη αναγνώριση του τραγικού λάθους που συντελέστηκε κατά την προηγούμενη τετραετία από τον Μαριάνο Ραχόι, αλλά και η άρνηση να επεξεργαστεί πιο ευέλικτες λύσεις εμποδίζει τη διαχείριση της κατάστασης και, άρα, την κυβερνησιμότητα της χώρας.
Το πιο πιθανό για την Ισπανία, έτσι όπως διαγράφεται η κατάσταση, είναι να πάει σε εκλογές τον ερχόμενο Ιούνη. Στην πολιτική, ωστόσο, όπως και στους λαβυρίνθους, παρουσιάζονται εκπλήξεις, μερικές φορές ευχάριστες. Σίγουρα πάντως, εκπλήξεις δεν παρουσιάζονται όταν οι πρωταγωνιστές διατηρούν μια στατική έλλειψη ευελιξίας. Η κίνηση είναι ζωή, έλεγε ο Eduard Bernstein.