Ο ιδεοψυχαναγκασμός, όπως είναι γνωστό, είναι εκείνη η λυτρωτική εσωτερική ανορθολογικότητα, που αναγκάζει το άτομο να προβεί σε τελετουργίες μαγικού επιχρίσματος ή σε επινοήσεις, προκειμένου να αποτρέψει – νομίζει – το άγχος που το κατακλύζει. Συχνότατα είναι παρεπόμενη εκτροπή μιας ή περισσότερων ιδεοληψιών, όπως θρησκοληψία, κομματικοληψία , ποδοσφαιροληψία , κ.ά.
Όταν όμως η ιδεοληψία είναι μαζικά εκτεταμένη, τότε ο συνακόλουθος ιδεοψυχαναγκασμός συλλογικοποιείται και συνεπώς – μέχρι κάποιου βαθμού – απονομιμοποιείται ως παθογένεια.
Λίγο – πολύ φαινόμενα μερικού ή μεγαλύτερου ψυχαναγκασμού αφορούν στους πιο πολλούς από μας, αρκεί να μην γίνεται υπέρβαση μιας γραμμής, που αποκεί και μετά απειλείται ευθέως και παρατεταμένα η ατομική ή /και συλλογική ορθολογικότητα.
Επί του παρόντος, η νέα κυβερνητική εξουσία κατασκεύασε έναν απλοϊκό όσο και σύνθετο ιδεοψυχαναγκαστικό μηχανισμό, τόσο σε οπαδούς της με την σχεδόν καθημερινή επαναληπτικότητα των συγκεντρώσεων ανάσας όσο και στον εαυτό της, όπου ως προοίμιο και κατάληξη μιας ιδιότυπης προσευχής, διαλαλεί πως η δημοκρατία δεν εκβιάζεται αλλά και πως η δημοκρατία επέστρεψε στον τόπο, που την επινόησε. Στον ενδιάμεσο απομένοντα λογικό χώρο ανάμεσα στα δύο παραπάνω διαλαλήματα, αναπτύσσει τις πολιτικές της δράσεις εστιασμένες αφενός στην υπαρκτή ανθρωπιστική κρίση και αφετέρου σ’ έναν υποκρυπτόμενο λαϊκιστικό αντιευρωπαϊσμό με παράλληλη προβολή αδιέξοδων συναισθηματικών εξάρσεων. Όλα ετούτα κινητοποιούν πρωτίστως και κυρίως το θυμικό, αλλά καθόλου την ορθολογικότητα και τις ποσοτικοποιημένες νόρμες, που την συνοδεύουν. Μια αμφίδρομη συλλογική αγχώδης τελετουργία συντελείται, με τους συγκεντρωμένους από την μια και την πολιτική εξουσία από την άλλη η οποία και αγκαλιάζει νοερά την συνάθροιση με σκοπό την διαφυγή από το άγχος της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης. Παράλληλα έχει και η ίδια το δικό της λεκτικό τελετουργικό, που ενώ για όλους είναι προφανές και αδιαμφισβήτητο για την ίδια φαίνεται, πως δεν είναι γι’ αυτό και το επικαλείται διαρκώς αντί του αναγκαίου αποδεικτικού λόγου, που θα στηρίξει την προσπάθειά της στην εμπράγματη πολιτική που επιθυμεί να ασκήσει.
Η ιδεοληψία που αφορά – λένε – στην έλευση για πρώτη φορά της Αριστεράς, είναι συνάμα τροφοδοτούσα ενθουσιασμό, αλλά και αποτρεπτική αναγκαίων δράσεων, οδηγεί δε στο τέλος σ’ έναν πολιτικό συλλογικό Μεσσιανισμό ως ηγεμονικής κοινωνικής δύναμης, που όμως δεν έχει καμία οργανική σχέση με την αντίληψη πολιτικών λύσεων και δυναμικών, που ή ίδια η Αριστερά επικαλείται.
Έτσι, οι ιδεοληψίες, ο ιδεοψυχαναγκασμός και η χιλιαστική μεσσιανική αντιμετώπιση επί 25 ημέρες, έχουν οδηγήσει μια χώρα στο παίγνιο των παιδικών μας χρόνων, την κρεμάλα λέξεων με μόνη την διαφορά πως αντί του κρεμώμενου ανθρώπινου σκίτσου, κινδυνεύει να βρεθεί στην κρεμάλα των παιγνίων η ίδια η πραγματικότητα, η οποία εν προκειμένω ορίζεται ως Ελλάδα.