Η κρίση της ελληνικής οικονομίας εκδηλώθηκε ως κρίση δημόσιου χρέους, λόγω του ύψους του 120% το 2009, το οποίο θεωρήθηκε μη βιώσιμο από τις αγορές και ανέστειλαν τον δανεισμό στη χώρα. Το ύψος του δημόσιου χρέους δεν εξηγεί φυσικά από μόνο του την ίδια την αναστολή, παρά μόνο σε σχέση με την οικονομική συγκυρία της διεθνούς κρίσης του 2008. Διότι το ελληνικό χρέος ήταν 120% ήδη από το 1993, καθώς ήταν δημιούργημα πρωτίστως της δεκαετίας του 1980. Το δημόσιο χρέος μπορεί να σταθεροποιήθηκε γύρω στο 120% τα επόμενα 15 χρόνια, αλλά αυτό έγινε με την απρόσκοπτη αναχρηματοδότησή του από τις αγορές και την προσθήκη φρέσκων δανειακών κεφαλαίων, καθώς ο γρήγορος ρυθμός ανόδου της οικονομίας υπερέβαινε το τρέχον επιτόκιο δημόσιου δανεισμού. Σε αδρές γραμμές κάθε δεκαετία από το 1980 μέχρι την κρίση προσέθεσε περίπου 100 δισ. στο ελληνικό δημόσιο χρέος.
Φυσικά ο ελληνικός προϋπολογισμός παρέμεινε ελλειμματικός για 30 συνεχή χρόνια τόσο και πρωτογενές επίπεδο, όσο και συνολικά μαζί με τα τοκοχρεολύσια. Κάποιες ελάχιστες χρονιές καταγράφονται ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί σε πρωτογενές επίπεδο, αλλά όλοι στο σύνολό τους είναι ελλειμματικοί. Η μελέτη του ελληνικού προϋπολογισμού, σε σύγκριση με αυτούς των ευρωπαϊκών χωρών οδηγεί σε ένα απλό συμπέρασμα. Δεν είναι ούτε το ύψος, ούτε η σύνθεση των δημοσίων δαπανών που διαφέρουν στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, κινούνται λίγο κάτω από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Είναι το πρόβλημα των φορολογικών εσόδων, καθώς εκεί υπάρχει μόνιμη υστέρηση, σε όλη την περίοδο, και μάλιστα αποκλειστικά σε μία κατηγορία εσόδων, αυτής της φορολόγησης φυσικών προσώπων, και εν μέρει κατηγοριών επιχειρήσεων.
Οι δύο δανειακές συμβάσεις μετατόπισαν το χρέος από τη σφαίρα των ιδιωτικών αγορών στο επίπεδο του διακρατικού δανεισμού. Αυτό είναι εν μέρει ακριβές εξαιτίας της φύσης του διακρατικού δανεισμού. Οι εταίροι δεν έβαλαν χρήματα φορολογουμένων, όπως συχνά ισχυρίζονται οι Ευρωπαίοι εταίροι. Ο Μηχανισμός Στήριξης που ιδρύθηκε, ο EFSF που μετεξελίχθηκε στον ESM, είναι μηχανισμός με περίπου 80 δισ. ίδια κεφάλαια, τα οποία αποτελούν και το δημοσιονομικό κόστος των κρατών-μελών. Τα 600 δισ. του Μηχανισμού προέρχονται από κανονικό δανεισμό από τις αγορές και απλά φέρουν τις εγγυήσεις των ισχυρών οικονομιών. Αυτό εκ των πραγμάτων δεσμεύει τον Μηχανισμό να δανείζει χρήματα στις χώρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, με όρους όμως που προσεγγίζουν τα συνήθη κριτήρια της αγοράς.
Η αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους έχει υποστεί τρεις διαδοχικές αλλαγές. Πρώτον έγινε «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους, με το PSI, κατά τη μετάβασή του στο νέο καθεστώς. Αυτό ήταν περίπου 100 δισ., αλλά δεν προκάλεσε μείωση του συνολικού χρέους, καθώς προστέθηκε νέος ισοδύναμος δανεισμός. Μετά δε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το καθαρό όφελος αποτιμάται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Δεύτερον, η αποπληρωμή του χρέους επεκτάθηκε σε βάθος 30 χρόνων με εξομάλυνση της αποπληρωμής του κεφαλαίου και των τόκων, έτσι που να δίνει ένα σταθερό ποσό αποπληρωμής της τάξης των περίπου 9 δισ. ετησίως. Αυτό περιέλαβε και τη μείωση του επιτοκίου. Τρίτον, παρέμεινε το πρόβλημα του 2014-2016, όταν και υπάρχει υψηλή αποπληρωμή ομολόγων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες και δεν έχει προβλεφθεί ο τρόπος αποπληρωμής των, το περίφημο χρηματοδοτικό κενό των 11 δισ.
Η διαχείριση του δημόσιου χρέους παραμένει άλυτο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία. Κυρίως διότι με το μνημόνιο το χρέος αυξήθηκε, δεν μειώθηκε. Για την ακρίβεια εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, από το 120% έφθασε στο 172%. Η βασική αιτία είναι προφανής. Η τεράστια μείωση του ΑΕΠ λόγω των ακραίων πολιτικών λιτότητας. Δεύτερον πρόβλημα είναι η αποπληρωμή του ειδικά κατά την πρόωρη περίοδο, μέχρι το 2020. Η ελληνική οικονομία καλείται να πληρώσει περίπου 80 δισ. από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού και τις ιδιωτικοποιήσεις. Μόνο που οι υπολογισμοί αυτοί που απορρέουν από το Μεσοπρόθεσμο είναι εκτός τόπου και χρόνου. Οι ιδιωτικοποιήσεις ως στόχος έχουν επίσημα μειωθεί από 50 σε 22 δισ., ελλείψει αντικειμένου προς ιδιωτικοποίηση, και ανεπίσημα σε περίπου 10 δισ. Και το πλεόνασμα του προϋπολογισμού δεν μπορεί να υπάρξει σε ποσοστά 4% του ΑΕΠ, σε μία οικονομία με το υψηλότερο ρεκόρ ύφεσης που έχει καταγραφεί διεθνώς από το 1929 και μετά.
.
Τι μένει λοιπόν στους εμπνευστές του ελληνικού μνημονίου; Όχι πολλά. Ούτε μία νέα επιμήκυνση ή απομείωση του επιτοκίου καθιστούν το χρέος βιώσιμο. Το καθιστούν λίγο πιο δαιχειρίσιμο αλλά όχι βιώσιμο. Δεύτερον, κάθε επιπρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή απλά θα επιτείνει το υφεσιακό πρόβλημα και θα αποδυναμώσει περαιτέρω το πρόβλημα της διαχείρισης του χρέους. Τρίτον, η αναπτυξιακή ατζέντα του μνημονίου, δηλαδή των χαμηλών μισθών, των ιδιωτικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών έχει πλήρως βαλτώσει. Το αδιέξοδο είναι πλήρες. Οι διαμάχες γύρω από τις επιμέρους προσαρμογές του ελληνικού προγράμματος σκιαμαχούν πάνω σε ένα πρόγραμμα που απλά πρέπει να εγκαταλειφθεί το ταχύτερο δυνατόν.