Καθώς ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούγκερ συζητά στην Αθήνα (4/8) με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Α. Σαμαρά το ζήτημα μιας ενδεχόμενης «εμπλοκής» της ΕΕ στο κυπριακό, η απώλεια του Δ. Στεφάνου έκανε τα πράγματα πιο πολύπλοκα. Έφερε στη μνήμη την εποχή που η ελληνική κυβέρνηση σχεδίαζε, ξεπερνούσε εμπόδια και άλλαζε το ρου της κυπριακής ιστορίας. Με την συντονιστική δράση του Κ. Σημίτη μια ομάδα με ταλέντο και γνώσεις απέδειξε ότι διέθετε ικανότητες και επιμονή κατορθώνοντας ότι, λίγους μήνες πριν, φαινόταν απίθανο -την ένταξη της νήσου στην ΕΕ. Μαζί με τον Κ. Σημίτη ο Γ. Κρανιδιώτης, ο Ν. Θέμελης, ο Π. Ιωακειμίδης. Στη συνέχεια και όταν ο πρόεδρος της Κύπρου Γ. Κληρίδης ζήτησε ενισχύσεις για να βελτιώσει πτυχές του σχεδίου λύσης του τότε ΓΓ του ΟΗΕ, ο Κ. Σημίτης παρέδωσε στον κύπριο πρόεδρο την εκλεκτή ομάδα των Γ. Παπαδημητρίου, Δ. Στεφάνου και του πρέσβη στη Λευκωσία Χ. Παναγόπουλου. Μαζί με τη «δίδυμη» ομάδα στην Αθήνα το δικό τους σημαντικό μερίδιο στην επιτυχία είχαν ο τότε πρόεδρος της Κύπρου Γ. Κληρίδης, ο τέως πρόεδρος Γ. Βασιλείου, ο ΥΠΕΞ Ι. Κασουλίδης, ενώ στην Αθήνα προωθητικό ρόλο είχε ο τότε ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου.
Ένα μεγάλο τμήμα αυτής της αθηναϊκής δίδυμης ομάδας δεν ζει. Τελευταία απώλεια ο Δ. Στεφάνου, ο οποίος διέθεσε χρόνο και ιδέες για να προχωρήσει η διαπραγμάτευση στο κυπριακό κάτω από την αιγίδα του ΟΗΕ. Σε εκδήλωση στο Λήδρα Palace στην Πράσινη Γραμμή με ομιλητή τον Γ. Παπανδρέου τον θυμάμαι να παρακολουθεί με ξεχωριστό ενδιαφέρον κάθε κίνηση της ισχυρής ομάδας των τ/κ πολιτικών αρχηγών που προσήλθε για να ακούσει την ομιλία, πάνω σε κείμενο στου οποίου την σύνταξη είχε ουσιαστική συμβολή.
Η συζήτηση Σαμαρά-Γιούγκερ σχετικά με την εμπλοκή της ΕΕ στο κυπριακό είναι κρίσιμης σημασίας για το μέλλον των διακοινοτικών συνομιλιών. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, χρειάζεται πρώτα να απαντήσουμε το ερώτημα με ποιες πολιτικές θα διευκολυνθεί το επόμενο βήμα και με ποιες «διαστάσεις» θα ενταχθεί σε μια προοπτική. Δεν θα προκύψει ένα αποτέλεσμα, μόνο επειδή το «θέλουμε». Χρειάζεται να το προετοιμάσουμε, να του δώσουμε εφικτό και σαφές περιεχόμενο, άρα να έχει την ικανότητα να κινητοποιήσει το σύστημα της ΕΕ σε μια κατεύθυνση. Συνεπώς μια ενεργητική δραστηριότητα της Αθήνας στο κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις μπορεί να διαφοροποιήσει τα σημερινά αδιέξοδα. Μερικοί θεωρούν ότι αυτά τα θέματα είναι «αλληλοσυγκρουόμενα» αλλά η σημαντικότερη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας μετά τη Μεταπολίτευση, αυτή του Ελσίνκι, έδειξε ότι, παρά την αυτοτέλειά τους, το ένα επηρεάζει το άλλο και αν θέλουμε ουσιώδη πρόοδο στο κυπριακό οφείλουμε να μελετήσουμε την διορατικότητα του Κ. Σημίτη όπως την συντόνισε το 1999 –ένταξη της Κύπρου, χρονοδιάγραμμα για παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και στήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Οι συνομιλίες στη Λευκωσία ανάμεσα στον πρόεδρο Αναστασιάδη και τον τ/κ ηγέτη Ν. Έρογλου, δεν παράγουν πρόοδο, παρά τις ελπίδες που δημιούργησε το Κοινό Ανακοινωθέν τον περασμένο Φεβρουάριο. Χρειαζεται μια ευρύτερη ματιά στα πράγματα και ειδικότερα μια ερμηνεία γιατί η Άγκυρα μπλοκάρει την πρόταση που διασυνδέει τις συνομιλίες με την θεσμική ΕΕ. Πιθανώς αυτό το σημείο να χρειάζεται μια πιο εξειδικευμένη ανάλυση για να φωτίσει πτυχές της τριγωνικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας-Κύπρου που αυτή τη στιγμή παρεμποδίζουν την πρόοδο στις συνομιλίες. Το ίδιο στοίχημα είναι μπροστά μας, όπως ήταν το 1999. Εξίσου δύσκολο, σε άλλες συνθήκες, με πολλές παραμέτρους αλλά με την ίδια σαφήνεια ως προς το στόχο της συνολικής επίλυσης ενός κατ’ εξοχή ευρωπαϊκού προβλήματος.
Είναι ειδικού κυπριακού ενδιαφέροντος το καθαρό ερώτημα: πού θα ήταν η Κύπρος σήμερα, αν δεν πετύχαινε ο Κ. Σημίτης την μεγάλη αλλαγή πλεύσης των «14» στο Ελσίνκι; Εύκολα μπορεί κάποιος να υπολογίσει ότι η Κύπρος σήμερα θα ήταν μια χώρα εκτός ΕΕ, μια μικρή Αργεντινή στην Α. Μεσόγειο. Το ότι η Κύπρος ζει τη σημερινή περιπέτεια οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αγνόηση όλων των προειδοποιήσεων που με τη μορφή «συστάσεων» απέστελλε δημοσίως και επι σειρά ετών η Επιτροπή στην κυπριακή πολιτική ηγεσία, αλλά επειδή ήταν διατυπωμένες σε διπλωματική γλώσσα μερικοί νόμιζαν ότι αφορούσε κάποιο άλλο κράτος.
Το μείζον θέμα, συνδέεται σταθερά με το μέλλον, τις δυσκολίες του παρόντος όπως προσδιορίζονται στη σημερινή πραγματικότητα. Ποιον Γόρδιο Δεσμό καλούμαστε να λύσουμε σήμερα; Τι μπορούμε να κάνουμε; Ο Νίκος Θέμελης αφηγείται για εμάς σήμερα, ένα γεγονός που οργανώθηκε έξι μήνες πριν το Ελσίνκι και που μιλά αφ’ εαυτού:«Μιλούσαμε (με τον Γ. Κρανιδιώτη) ελεύθερα και νιώθαμε ότι τα χνώτα μας ξεπερνούσαν απλώς το ταίριασμα μιας φιλίας. Ήταν κάτι που το είχε αντιληφθεί ο πρωθυποοργός μας και γι’ αυτό συχνά μας εμπιστευόταν από κοινού τις εντολές του. Μια τέτοια ήταν εκείνη που μας έφερε για τελευταία φορα μαζί, σε αποστολή το καλοκαίρι του 1999. Αμέσως μετά οριστικοποιηθηκε η στρατηγική μας, που οδήγησε μετά από έξι μήνες στις αποφάσεις του Ελσίνκι, μας ανέθεσε την πρώτη κρούση στην γερμανική κυβέρνηση η οποία δεν μπορούσε να ήταν άλλη από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ…Προς το τέλος της συνάντησης ήταν φανερό ότι ο γερμανός ΥΠΕΞ, άνθρωπος ευθύς κατά τα άλλα στη διατύπωση των απόψεών του, προβληματιζόταν πια σοβαρά και εγκατέλειπε την αρχική του θέση που ήταν η άκρα επιφυλακτικότητα με την οποία είχε υποδεκτεί την πρόταση και το σκεπτικό του Γιάννου…» (Ν. Θέμελης, ομιλία στη Λευκωσία στην εκδήλωση απονομής του βραβείου Πρωτοποριακής Δημιουργίας «Γ. Κρανιδιώτης» στον ίδιο, (25 Φεβρουαρίου 2009).