Μετά το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα υπήρξαν πραγματικά η μεγαλύτερη πολιτική εφεύρεση στη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης. Παρίες της πολιτικής ζωής, στην αρχή, εκφραστές διαιρέσεων της βούλησης του έθνους που λογιζόταν από τους φιλοσόφους ως ενιαία, επέβαλαν στη συνέχεια την παρουσία τους. Πραγματικές πολεμικές μηχανές στον αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της εξουσίας.
Ιδιαίτερα το κόμμα-μαζών (mass party), αυτή η πρωτοποριακή για την εποχή της πολιτική οργάνωση, που κινητοποίησε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, άλλαξε τον τρόπο που οι άνθρωποι έβλεπαν και σκέφτονταν την πολιτική, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Το κόμμα-μαζών, εκτός από την ενστάλαξη πολιτικών ταυτοτήτων στους ψηφοφόρους, κατάφερε να θεσμοποιήσει τον ρόλο του και να εγγραφεί ως πρωταγωνιστής μέσα στον συνταγματικό κόσμο των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Αναμφίβολα, στα μέσα του 20ού αιώνα, η δημόσια σφαίρα άνηκε στα κόμματα.
Οι καιροί αλλάζουν. Στα τέλη του ’80, παρατηρήθηκαν οι πρώτοι τριγμοί στο κομματικό οικοδόμημα. Αρχικά, ήταν η δραματική συρρίκνωση του αριθμού των μελών τους. Οι πολίτες, συγκινούμενοι ολοένα και λιγότερο από τις πολύωρες, βαρετές και συχνά ανούσιες εσωτερικές διαδικασίες, εγκατέλειπαν τα κόμματα, με γοργούς ρυθμούς. Η τηλεόραση και στη συνέχεια το διαδίκτυο επιτελούσαν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά τις περισσότερες από τις λειτουργίες που τα κόμματα πραγματοποιούσαν παραδοσιακά. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ακτιβιστές αραίωσαν τόσο πολύ, ώστε τα κομματικά ηνία να μείνουν στα χέρια των ολιγάριθμων επαγγελματιών της πολιτικής και της επικοινωνίας. Το κόμμα-μαζών ξέκοβε από την κοινωνία, σφιχταγκάλιαζε το κράτος και η κομματική πολιτική καταντούσε το απόλυτο κρατικοδίαιτο επάγγελμα. Το κόμμα άρχισε να γίνεται συνώνυμο της διαφθοράς.
Η εκδίκηση, από την πλευρά της κοινωνίας, δεν άργησε να φανεί. Η αναπήδηση στη δημόσια σφαίρα μη-κομμάτων και γραφικών υποψηφίων (κόμματα κυνηγών και ψαράδων, «Τσιτσιολίνες», κ.λπ.) υποδείκνυε τη γέννηση μιας ισχυρής αντι-κομματικής και αντι-πολιτικής τάσης στο ευρωπαϊκό εκλογικό σώμα. Από γραφική, η τάση αυτή άρχισε να δείχνει επικίνδυνη όταν συνδέθηκε με αντισυστημικά και αντι-φιλελεύθερα αιτήματα και επαγγελίες. Επρόκειτο για αυτό που ονομάστηκε συνοπτικά – και κάπως αμήχανα: λαϊκιστική άκρα Δεξιά. Ο Λεπέν παρουσιάστηκε μπροστά στην πόρτα της γαλλικής Προεδρίας.
Η υπονόμευση του κομματικού φαινομένου δεν σταμάτησε εκεί. Ολοένα και πιο συχνά έδιναν παρών στον πολιτικό στίβο ηγέτες που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ισχύ των κομμάτων και των γραφειοκρατιών τους. Χαρισματικοί και σύγχρονοι έκαναν τα κόμματα να φαίνονται σαν ο πιο αναχρονιστικός θεσμός των δημοκρατιών μας. Ο Μπερλουσκόνι υπήρξε ο πιο χαρισματικός από αυτούς τους ηγέτες, αν και όχι απαραίτητα ο πιο σοβαρός.
Η απελπισία είναι σύμβουλος αλλαγής. Τα κόμματα αντιλήφθηκαν πως η «αντι-κοινωνία» που είχαν οικοδομήσει γνώριζε την αποσύνθεση πλέον και πως είχαν πάψει να είναι ελκυστικά. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα γα το σπάσιμο των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στην έννοια του μέλους και του μη-μέλους και η ριζοσπαστική, υπό το πρίσμα των ευρωπαϊκών πολιτικών συνηθειών, ιδέα της εκλογής των προέδρων των κομμάτων όχι από την κομματική βάση, αλλά από το εκλογικό σώμα στο σύνολό του. Από την άποψη αυτή, η επιλογή του Γ. Παπανδρέου, το 2004, υπήρξε μια τομή για όλη σχεδόν την Ευρώπη. Έκτοτε, αρκετά άλλα πολιτικά κόμματα υιοθέτησαν αυτήν την πρακτική χωρίς ίσως να αντιλαμβάνονται πως, μεσοπρόθεσμα, αυτή η επιλογή θα είχε συνέπειες για αυτά τα ίδια. Η κοινωνία θα εισχωρούσε στα κόμματα με έναν τρόπο βίαιο αλλά παροδικό και, σε μεγάλο βαθμό, θα υπονόμευε την ίδια τους την ύπαρξη.
Όλα αυτά τα χρόνια, τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να κατοχυρώσουν την παρουσία τους στην πολιτική ζωή με διάφορους τρόπους και να εμποδίσουν νεοεισερχόμενους να καταλάβουν την αρένα. Αφού έκαναν τον εαυτό τους μέρος των Συνταγμάτων των δημοκρατιών και υποχρέωσαν τους πολίτες να πληρώνουν φόρους για τα έξοδά τους, έβαλαν κάθε λογής θεσμικό φραγμό στους «απέξω». Σε αρκετές περιπτώσεις προχώρησαν σε ευφάνταστες ρυθμίσεις που φλέρταραν με τον αυταρχισμό, αλλά οι πολίτες και οι κοινωνίες τις θεώρησαν τότε φυσιολογικές (για παράδειγμα, ρύθμιση του τηλεοπτικού χρόνου με βάση τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή).
Οι χρόνοι, όμως, πράγματι αλλάζουν. Ό,τι προσπαθούσαν τα κόμματα να το εμποδίσουν να μπει από την πόρτα, εισβάλει τώρα από το παράθυρο. Τα σύγχρονα λαϊκιστικά κινήματα, οι νέοι παρίες της πολιτικής, αυτοί οι ημιάγριοι των διαδικασιών του κοινοβουλευτισμού, απειλούν να φέρουν τα πάνω-κάτω. Τα λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα, όπως αυτό του Γκρίλο, αποτελούν για το πολιτικό σύστημα ό,τι οι φυλές των Βησιγότθων και των άλλων βαρβάρων για την αρχαία Ρώμη: μια απειλή. Κι όμως, όλοι διαισθανόμαστε, πως -παρά την εντελώς πρωτόγονη, πολλές φορές, πολιτική τους αντίληψη και συμπεριφορά- συνιστούν μια κάποια ανανέωση στα βαλτωμένα ύδατα της πολιτικής, αλλιώς δεν θα ασχολούμασταν μαζί τους.
Οι χρόνοι αλλάζουν, μερικές φορές, πολύ γρήγορα. Τα πολιτικά κόμματα τα οποία γνωρίσαμε και με τα οποία μεγαλώσαμε εμείς, οι γονείς μας και οι παπούδες μας, σε κάποια χρόνια μάλλον δεν θα υπάρχουν πια. Ενδεχομένως, η δική μου γενιά ή η επόμενη να ζήσει και το τέλος των πολιτικών κομμάτων και την αντικατάστασή τους από άλλες οργανωμένες μορφές αντιπροσώπευσης. Μην τρομάζουμε. Το σημαντικό δεν βρίσκεται εδώ. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έζησε και στο παρελθόν χωρίς κόμματα και μπορεί να ξαναζήσει και στο μέλλον.
Το σημαντικό βρίσκεται αλλού. Στην ικανότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να αναγεννηθεί, απορροφώντας αιτήματα και αφομοιώνοντας νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις μέσα στο πλαίσιο της. Ας σκεφτούμε ότι το έκανε επιτυχημένα στο δέκατο ένατο αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού, με τη σταδιακή κατοχύρωση του καθολικού δικαιώματος της ψήφου. Το έκανε, επίσης, επιτυχημένα ενσωματώνοντας πολιτικές δυνάμεις που γεννήθηκαν ως ορκισμένοι εχθροί της. Μπορεί να το κάνει επιτυχημένα και τώρα, εφόσον αντιληφθεί πως επιβάλλεται να ανοίξει το πολιτικό παιχνίδι, καθώς η κλειστή πολιτική αγορά δεν προσφέρει τις λύσεις που προσέφερε άλλοτε. Χρειάζεται να μπει νέο αίμα. Τελικά, αυτοί οι βάρβαροι λαϊκιστές ίσως πράγματι να συνιστούν «μια κάποια λύσις». Όπως και να ?χει, οι καιροί θα μας το δείξουν.