Ο φόβος του ΚΙΝΑΛ πριν κτυπήσει πέναλτι

Γιώργος Σιακαντάρης 11 Ιουν 2019

Ο αποκλεισμός του Ευάγγελου Βενιζέλου από την πρώτη θέση στο Επικρατείας του Κινήματος Αλλαγής έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δήλωσε πως αιφνιδιάστηκε αρνητικά με την κίνηση της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής. Ως αρνητική εξέλιξη που δεν συμβάλλει στην ενότητα του χώρου έκρινε το γεγονός και ο στρατηγικός νικητής εντός του ΚΙΝΑΛ στις ευρωεκλογές Νίκος Ανδρουλάκης. Και οι δύο αντιμετωπίστηκαν με απαξιωτικό τρόπο από την κυρία Γεννηματά. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συντριπτική, δεν ήταν όμως και στρατηγική. Γιατί η διαφορά του από το ΚΙΝΑΛ τού επιτρέπει να παραμένει «παίκτης» στο παιγνίδι της εναλλαγής στην εξουσία. Μόνο ένα ισχυρό ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να τον βγάλει από το παιγνίδι. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άφηνε μια χαραμάδα με τις κατάλληλες πολιτικές – στις οποίες συμπεριλαμβάνω και την τοποθέτηση του Ευ. Βενιζέλου ως πρώτου στο Επικρατείας – στην ανατροπή των συσχετισμών δυνάμεων μεταξύ των δύο κομμάτων.

Το ΚΙΝΑΛ με αυτό το αποτέλεσμα δεν είχε κερδίσει το παιγνίδι, ήταν όμως έτοιμο να κτυπήσει το τελευταίο πέναλτι. Τη στιγμή όμως που ο διαιτητής σφύριζε την εκτέλεσή του, ο προπονητής του φοβούμενος μήπως μπει γκολ, αποσύρει τους βασικούς παίκτες που θα το κτυπούσαν και βάζει να το κτυπήσουν παίκτες που δεν έχουν παίξει ποτέ μπροστά σε πολύ κόσμο. Ας αφήσω όμως εδώ τις ποδοσφαιρικές αναλογίες. Το πρόβλημα είναι ότι η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ φοβήθηκε την ενίσχυσή του κόμματος. Αυτός ο φόβος κρυβόταν και πίσω από το κεντρικό σύνθημα «όχι στη Δεξιά και στη Νεο-Δεξιά».

Είναι μέγιστο σφάλμα το να προσπαθείς να κατηγοριοποιήσεις ως Νέα Δεξιά ένα κόμμα που δίχασε τους πολίτες σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, κατέφυγε στον πιο παλαιοκομματικό λαϊκισμό, έγινε κήρυκας της επιδοματικής αναπαραγωγής της φτώχειας, κόμμα ενός εξουσιαστικού συστήματος που δεν κατανοούσε καν την κεφαλαιώδη σημασία της διάκρισης των εξουσιών, εξ ου και η ευκολία της διάκρισης μεταξύ μιας δημοκρατίας των πολλών κατά μιας δημοκρατίας των λίγων, της δημοκρατίας μας κατά της δημοκρατίας σας. Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ότι ήταν μια Νέα Δεξιά, αλλά ότι μετασχηματίστηκε από κόμμα της αριστερής ασυναρτησίας σε αποϊδεολογικοποιημένο  αριστεροδεξιό κόμμα καρτέλ.

Αυτός ο φόβος εκφράστηκε και μέσα από την άρνηση ανοίγματος στους νέους και στα νέα μεσαία στρώματα. Το αποτέλεσμα της ανδρεοπαπανδρεοποίησης της προεκλογικής εκστρατείας αποτυπώθηκε στο 3% των νέων ηλικίας 17-24 που το ψήφισαν έναντι 10% στις άνω των 55 ηλικίες. Οχι γιατί οι νέοι δεν σέβονται τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά γιατί η επίκληση του ΠαΣοΚ και της όποιας δικαίωσής του δεν τους λέει τίποτα, τόσο πολιτικά όσο και – πολύ περισσότερο – αισθητικά. Ας αφήσουμε κατά μέρος ότι σε μια σοβαρή συζήτηση για τις πηγές του ελληνικού λαϊκισμού δεν μπορεί να απουσιάζει η κριτική στη μια ψυχή του ΠαΣοΚ, που ήταν ακριβώς ο λαϊκισμός. Στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ απογείωσε τον εθνολαϊκισμό, αλλά δεν τον εφηύρε. Ο μεγαλύτερος όμως φόβος αφορούσε την πιθανότητα να κληθεί το ΚΙΝΑΛ να συμμετάσχει την επόμενη μέρα σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με το πρώτο κόμμα που είναι η ΝΔ. Γι’ αυτό μας είχε προϊδεάσει η σταθερή γραμμή της «εθνικής συνεννόησης».

Πίσω από την καταδίκη των πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ την ίδια στιγμή πρόβαλλε ως κυρίαρχο αίτημα η κυβέρνηση «εθνικής συνεννόησης» των τριών. Δεν είναι τυχαίο πως με φανατισμό υποστήριζαν αυτή την κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ πολιτική κάποιοι από την πλειοψηφία της ΔΗΜΑΡ όπως ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ο Δημήτρης Χατζησωκράτης και κάποιοι άλλοι που σήμερα πλασάρονται στη δεύτερη θέση του Επικρατείας του ΚΙΝΑΛ. Ηταν αυτοί οι αριστεροί «εθνικοσυνεννοησάκηδες», όπως τους αποκαλούσα σε άρθρο μου στο «Βήμα» σε ανύποπτο χρόνο (5.8.2018). Τα αποτελέσματα για τους Θεοχαρόπουλο – Χατζησωκράτη γνωστά. Για τους «δεύτερους»; Μη βάλετε στοίχημα. Θα το χάσετε. Και αυτά γνωστά είναι. Ο αποκλεισμός Βενιζέλου δεν προέκυψε επειδή δήθεν το ΚΙΝΑΛ αποφάσισε να στρατευθεί μετά τις εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ. Προέκυψε γιατί στο ΚΙΝΑΛ φοβήθηκαν τις ευθύνες να συμμετάσχουν την επόμενη μέρα στη διακυβέρνηση του τόπου, αν η ΝΔ δεν έπαιρνε αυτοδυναμία. Τώρα της την εξασφάλισαν. Τελικά η απόφαση εξοστρακισμού του Βενιζέλου – εκπροσώπου του καντιανού ιδανικού του πολιτικού που συνδυάζει την απαίτηση για συνύπαρξη της πολιτικής τόλμης με την επιστημονική κατάρτιση – είναι ευεξήγητη. Κάπου όμως έχει δίκιο η κυρία Γεννηματά.

Ο κ. Βενιζέλος εξέφραζε όντως άλλη πολιτική γραμμή. Οπως και ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος έκανε μια προεκλογική εκστρατεία που δεν στηριζόταν σε συνθήματα και αναθέματα, αλλά στην ανάδειξη ενός λόγου προγραμματικού καλυπτόμενου από αντίστοιχες δράσεις στο Ευρωκοινοβούλιο. Ενός λόγου που δεν δίσταζε να εγγυηθεί την κυβερνητική σταθερότητα του τόπου, με την προϋπόθεση της σημαντικής ενίσχυσης του ΚΙΝΑΛ. Ακόμη όμως και με όλες αυτές τις αρνητικές εξελίξεις η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ αποτελεί προϋπόθεση για τη μετατροπή της συντριπτικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ σε στρατηγική. Εξάλλου η επομένη των εκλογών «θα είναι μια καινούργια μέρα» (Σκάρλετ Ο’ Χάρα, «Οσα παίρνει ο άνεμος»).