Ολοι οι παρατηρητές συμφωνούν ότι ύστερα από χρόνια οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, με διαφορετική, βέβαια, ένταση σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, τα εκλογικά αποτελέσματα αναμένεται να ευνοήσουν τα κόμματα που δεν άσκησαν εξουσία και τώρα είναι σε θέση να κρίνουν και να επικρίνουν δίκαια ή άδικα τις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν στα χρόνια αυτά της κρίσης και δεν μπόρεσαν να την αντιμετωπίσουν.
Σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα είναι «αντιευρωπαϊκά», ξενοφοβικά, εθνικιστικά ή λαϊκιστικά, συχνά συντηρητικά έως και ακροδεξιά, βρίσκοντας ακροατήριο σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που υπέφεραν και υποφέρουν από τις συνέπειες της κρίσης. Τα κόμματα που άσκησαν ή ασκούν σήμερα την εξουσία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, συντηρητικά, χριστιανοδημοκρατικά ή λαϊκά κόμματα, από τη μία πλευρά, και σοσιαλδημοκρατικά ή εργατικά, από την άλλη, «ετοιμάζονται» να υποστούν τις συνέπειες της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή κρίση.
Ωστόσο, η κριτική που υφίστανται για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την οικονομική κρίση τα κυβερνητικά κόμματα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά σε σχέση με αυτά στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου έχει πολύ διαφορετικό περιεχόμενο.
Στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά τα κυβερνητικά κόμματα κατηγορούνται από τα κάθε μορφής «αντιευρωπαϊκά» κόμματα ότι ζημίωσαν τους πολίτες τους με την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική τους, επιδεικνύοντας υπερβολική αλληλεγγύη στις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, οι οποίες από τα δικά τους σφάλματα εκτροχιάστηκαν.
Δεν τους αξίζει συνεπώς η συνδρομή που τους παρέχεται, μερικές φορές μάλιστα δεν τους αξίζει να είναι στην Ευρωζώνη. Τα «αντιευρωπαϊκά» αυτά κόμματα υποστηρίζουν ότι χρειάζεται επιστροφή στο εθνικό κράτος και στο εθνικό νόμισμα, προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση (π.χ. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία).
Αντίθετα, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, τα κόμματα που άσκησαν εξουσία κατηγορούνται από τα «αντιευρωπαϊκά» κόμματα ότι δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τα δεινά της οικονομικής κρίσης για τους πολίτες, επειδή δεν διαπραγματεύτηκαν αποτελεσματικά τις δανειακές συμβάσεις (Μνημόνια) που υπέγραψαν με την τρόικα (Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ). Η ευρωπαϊκή συνδρομή δεν ήταν συνεπώς αρκετή για να περιορίσει τις συνέπειες της κρίσης και η συμμετοχή των χωρών αυτών στην Ευρωζώνη επιδείνωσε την κατάσταση. Υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ανεξάρτητη εθνική οικονομική πολιτική που θα μπορούσε να φτάσει στην έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η σημερινή εμπλοκή στις σχέσεις της Ελλάδας με τους εταίρους και δανειστές της σχετικά με το χρηματοδοτικό «κενό» του 2014-2015 και την ελάφρυνση του χρέους σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε εκλογικούς υπολογισμούς των ευρωπαϊκών χωρών του Βορρά μπροστά στις ευρωεκλογές. Με άλλα λόγια, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν θα ήθελαν να δείξουν περισσότερη αλληλεγγύη προς τη χώρα μας για να μην κατηγορηθούν από τα «αντιευρωπαϊκά» κόμματα και υποστούν εκλογικές απώλειες. Προτιμούν το χρηματοδοτικό «κενό» να καλυφθεί με νέο Μνημόνιο και νέα μέτρα, αντί διαφόρων διευκολύνσεων που ζητά η Ελλάδα, ενώ οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους να γίνουν μετά τις ευρωεκλογές.
Από την άλλη πλευρά, στη χώρα μας, η συγκυβέρνηση θα ήθελε να καλυφθεί το χρηματοδοτικό «κενό» χωρίς νέα επώδυνα για τους πολίτες μέτρα και παράλληλα να προχωρήσουν οι σχετικές συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους πριν από τις ευρωεκλογές.
Είναι προφανές ότι, εκτός από το αναμφισβήτητο όφελος για τη χώρα μας από μία τέτοια ευνοϊκή εξέλιξη, η σημερινή συγκυβέρνηση προσπαθεί να αυξήσει τα εκλογικά κέρδη των δύο κομμάτων που τη συγκροτούν και συνεπώς να περιορίσει τα οφέλη των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία την κατηγορούν ως υπεύθυνη για όλες τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης.
Είναι σήμερα πρόωρο να εκτιμηθεί ποια λύση θα υπάρξει στην εμπλοκή αυτή…