— της Judith Thurman / New Yorker | Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—
Το 2004, ο Φίλιπ Ροθ εξέδωσε το μυθιστόρημα The Plot Against America (στα ελληνικά, Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, εκδόσεις Πόλις, 2007, μτφ. Ηλίας Μαγκλίνης). Οι τέσσερις βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος, που λαμβάνει χώρα μεταξύ Ιουνίου του 1940 και Οκτωβρίου του 1942, είναι οι Ροθ από το Νιούαρκ, μια οικογένεια Αμερικανών εβραίων – η Μπες, ο Χέρμαν και οι δυο τους γιοι, ο Φίλιπ και ο Σάντι. Υποστηρίζουν με ζήλο τον Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, μόνο που στην ελεύθερη ανάπλαση της ιστορίας από τον Ροθ, ο Ρούζβελτ χάνει τις εκλογές για την τρίτη θητεία από έναν απρόσμενο ρεπουμπλικανό υποψήφιο, τον αεροπόρο Τσαρλς Λίντμπεργκ, η νίκη του οποίου αλλάζει τα πάντα όχι μόνο στην αμερικανική πολιτική αλλά και στην ίδια τη ζωή.
Ο πραγματικός Λίντμπεργκ ήταν οπαδός του απομονωτισμού και είχε υιοθετήσει ένα σύνθημα που δανείστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ για τη δική του προεκλογική καμπάνια αλλά και για το διάγγελμα της ορκωμοσίας του: «America First» – «Πρώτα η Αμερική». Ο μυθοπλαστικός Λίντμπεργκ, όπως και ο πραγματικός Τραμπ, εξέφραζε τον θαυμασμό του για έναν δολοφόνο Ευρωπαίο δικτάτορα, ενώ η εκλογή του αποθράσυνε τους ξενόφοβους. Στο βιβλίο του Ροθ, μια ξένη δύναμη –η ναζιστική Γερμανία– εμπλέκεται στις αμερικανικές εκλογές, με αποτέλεσμα να γεννηθεί η θεωρία ότι ο πρόεδρος υπόκειται σε εκβιασμούς. Στην πραγματική ζωή, οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ διερευνούν τους δεσμούς του Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την πιθανότητα να υπάρχει ντοσιέ με μυστικές πληροφορίες που δίνει στη Ρωσία τη δυνατότητα να επηρεάζει το καθεστώς του.
Ο Ροθ έγραψε στο Times Book Review ότι Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής δεν γράφτηκε ως πολιτικό «roman a clef», για πραγματικά πρόσωπα. Σκοπός του μάλλον ήταν να δραματοποιήσει μια σειρά από υποθετικά σενάρια που τελικά δεν συνέβησαν στην Αμερική αλλά αποτελούσαν «την πραγματικότητα κάποιου άλλου» – δηλαδή των εβραίων της Ευρώπης. «Το μόνο που κάνω», έγραφε, «είναι να από-καθορίζω το παρελθόν –αν υπάρχει τέτοιο ρήμα– για να δείξω πώς θα μπορούσαν όλα να ήταν διαφορετικά και να έχουν συμβεί εδώ».
Την περασμένη βδομάδα, ο Ροθ ερωτήθη μέσω e-mail μήπως τελικά όντως συνέβη εδώ. Η απάντησή του ήταν: «Ευκολότερα κατανοεί κανείς την εκλογή ενός φανταστικού προέδρου όπως ο Τσαρλς Λίντμπεργκ από ό,τι ενός πραγματικού, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Λίντμπεργκ, παρά τη συμπάθειά του στους Ναζί και τις ρατσιστικές του τάσεις, ήταν ένας μεγάλος ήρωας της αεροπλοΐας, ο οποίος είχε επιδείξει εκπληκτικό θάρρος και αεροναυτική ιδιοφυΐα με τη διάσχιση του Ατλαντικού το 1927. Είχε χαρακτήρα, είχε υπόσταση και, μαζί με τον Χένρι Φορντ, ήταν, την εποχή εκείνη, ο διασημότερος Αμερικανός παγκοσμίως. Ο Τραμπ δεν είναι παρά ένας απατεώνας. Το πιο σχετικό βιβλίο για τον πρόδρομο του Τραμπ είναι το The Confidence Man (Ο έμπιστος) του Χέρμαν Μέλβιλ, αυτό το ζοφερά απαισιόδοξο, τολμηρά επινοητικό μυθιστόρημα –το τελευταίο του Μέλβιλ– που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται επίσης Η τέχνη της απάτης.
Η αμερικανική πραγματικότητα, η «Αμερικανική παράνοια», σημειώνει ο Ροθ, καθιστά πιο δύσκολο το να γράψεις μυθοπλασία. Μήπως ο Ντόναλντ Τραμπ υπερβαίνει τη φαντασία των μυθιστοριογράφων;
«Δεν είναι ο Τραμπ ως χαρακτήρας», απάντησε ο Ροθ, «ως ανθρώπινος τύπος –ο τύπος του κτηματομεσίτη, ο στυγνός και πορωμένος καπιταλιστής– που υπερβαίνει τη φαντασία. Είναι ο Τραμπ ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών».
«Γεννήθηκα το 1933», συνεχίζει, «τη χρονιά που ορκίστηκε πρώτη φορά ο Ρούζβελτ. Ήταν πρόεδρος μέχρι που έγινα δώδεκα. Από τότε είμαι Ρουζβελτικός Δημοκρατικός. Πολλά πράγματα με θορύβησαν ως πολίτη κατά τη θητεία του Ρίτσαρντ Νίξον και του Τζορτζ Γ. Μπους. Ό,τι κι αν είχα θεωρήσει όμως ως έλλειμμα στον χαρακτήρα ή τις πνευματικές τους ικανότητες, κανείς από τους δύο δεν παρουσίαζε την ένδεια του Τραμπ σε επίπεδο ανθρώπου: την άγνοια γύρω από τη διακυβέρνηση, την ιστορία, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την ανικανότητα να εκφράζει ή να αντιλαμβάνεται ύφος ή αποχρώσεις λόγου, την ανυπαρξία οποιασδήποτε αξιοπρέπειας και τη χρήση ενός λεξιλογίου εβδομήντα επτά λέξεων που μάλλον θα πρέπει να ονομάζεται Καθικικά παρά Αγγλικά».
Ο Ροθ αποσύρθηκε από το γράψιμο στα εβδομήντα επτά του, αλλά με δεδομένες τις απειλές του Τραμπ για φίμωση της δημοσιογραφίας που στέκεται κριτικά απέναντί του, ποιον ρόλο βλέπει να έχουν οι Αμερικανοί συγγραφείς σήμερα;
«Σε αντίθεση με τους πολλούς συγγραφείς της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’70, οι Αμερικανοί συγγραφείς ποτέ δεν είδαν να τους κατάσχεται η άδεια οδήγησης ή να απαγορεύεται στα παιδιά τους να εγγραφούν σε τριτοβάθμιες σχολές. Οι συγγραφείς εδώ δεν ζουν σκλαβωμένοι σε ένα ολοκληρωτικό αστυνομοκρατούμενο καθεστώς, και δεν θα ήταν σώφρον να φερόμαστε ως αν να συμβαίνει αυτό, εκτός εάν –ή έως ότου– υπάρξει πραγματική επίθεση στα δικαιώματά μας και η χώρα αρχίσει να πνίγεται στα ψέματα του Τραμπ. Στο μεταξύ, φαντάζομαι πως οι συγγραφείς θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται με σθένος την πελώρια αμερικανική ελευθερία να γράφεις ό,τι σου αρέσει, να μιλάς ανοιχτά για την πολιτική κατάσταση ή να οργανώνεσαι με όποιον τρόπο θεωρείς κατάλληλο».
Πολλά κομμάτια από τη Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής απηχούν συναισθήματα που εκφράζονται σήμερα από ευάλωτες ομάδες Αμερικανών – μετανάστες και μειονότητες που έχουν θορυβηθεί από την εκλογή του Τραμπ όσο και οι εβραίοι του Νιούαρκ από την εκλογή του Λίντμπεργκ. Το βιβλίο καταγράφει επίσης την παρόρμηση της άρνησης. Η εκλογή του Λίντμπεργκ καθιστά σαφές στο επτάχρονο «Φίλιπ Ροθ» ότι «το απρόβλεπτο είχε πια συντελεστεί. Με άλλη μορφή, αυτό το νομοτελειακά απρόβλεπτο ήταν ό,τι μαθαίναμε στο σχολείο ως “Ιστορία”, αθώα ιστορία, όπου, ό,τι στον καιρό του θεωρούνταν αναπάντεχο, καταγράφηκε ως αναπόφευκτο. Ο τρόμος του απρόβλεπτου είναι αυτό που συγκαλύπτει η επιστήμη της Ιστορίας, μετατρέποντας τη συμφορά σε έπος».
Όταν ρωτήθηκε αν αυτή η προειδοποίηση όντως έγινε και πραγματικότητα, ο Ροθ απάντησε: «Το μυθιστόρημά μου δεν γράφτηκε ως προειδοποίηση. Εγώ απλώς προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν τα πράγματα για μια εβραϊκή οικογένεια σαν τη δική μου, σε μια εβραϊκή κοινότητα όπως το Νιούαρκ, αν είχε ενσκήψει και εδώ κάτι που να θυμίζει έστω και αμυδρά ναζιστικό αντισημιτισμό το 1940, στο τέλος της πιο έντονα αντισημιτικής δεκαετίας στην ιστορία του κόσμου. Ήθελα να φανταστώ πώς θα το αντιμετωπίζαμε, που σημαίνει ότι έπρεπε πρώτα να επινοήσω μια δυσοίωνη αμερικανική κυβέρνηση που να μας απειλεί. Όσο για το πώς μας απειλεί ο Τραμπ, θα έλεγα ότι, όπως και για τις αγχωμένες και φοβισμένες οικογένειες στο βιβλίο μου, το πιο τρομακτικό απ’ όλα είναι ότι ο άνθρωπος αυτό κάνει τα πάντα και το οτιδήποτε να μοιάζει πιθανό, συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της πυρηνικής καταστροφής».
Εικόνα εξωφύλλου: Tom Bachtell