Η φιέστα του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμtμαχία του περασμένου Σαββάτου υποψιάζομαι ότι προκάλεσε θλιβερές σκέψεις δυστυχώς σε πολύ λίγους γιατί η πλειοψηφία των πολιτών έχει εθιστεί πλέον στα μεγάλα λόγια, στις μετακινήσεις-μεταπηδήσεις βουλευτών, στις προσωπικές διευθετήσεις. Πήρε μεγάλη δημοσιότητα γιατί έδειξε την απεγνωσμένη προσπάθεια του πρωθυπουργού να διεμβολίσει την κεντροαριστερά με μια γκάμα προσώπων από -όχι μόνο το παλαιό- το παλαιότερο πολιτικό προσωπικό, από πολύ ολίγη ανανεωτική αριστερά, ως τη σκληρή ως χθες εθνικιστική ακροδεξιά των ΑΝΕΛ. Αυτή η τελευταία μάλιστα και άκρως ευρωσκεπτικιστική, επιβραβεύτηκε και με υποψηφιότητα στις Ευρωεκλογές. Δυσανάλογα μεγάλο θόρυβο για το μέγεθος της προκάλεσε η παρουσία στο Γαλάτσι και προσχώρηση στο ΣΥΡΙΖΑ μιας μικρής πλειοψηφίας της ΔΗΜΑΡ. Γιατί άραγε τέτοιος θόρυβος για ένα κόμμα που η τελευταία αυτόνομη καταγραφή του ήταν μόλις 0.49%; Γιατί παρά το μέγεθος του το κόμμα, μικρή απόγονος του ρεύματος των ιδεών της ανανεωτικής αριστεράς, υπερασπιζόταν σθεναρά τους θεσμούς, τις δημοκρατικές διαδικασίες, την εξυγίανση της πολιτικής ζωής, κατήγγελλε την απαξίωση της πολιτικής. Όλα τα παραπάνω βρέθηκαν στον αέρα όταν η ηγετική ομάδα της ΔΗΜΑΡ διέγραψε με αντικαταστατικό τρόπο 30 μέλη της ΚΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει πλειοψηφία για σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ, πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι από δηλώσεις και ανακοινώσεις καταγγελίας της κυβερνητικής πολιτικής. Φούντωσαν τα σενάρια συναλλαγής του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου, εκλεγμένου βουλευτή Επικρατείας με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη από την οποία είχε διαγραφεί μετά την υπερψήφιση από τον ίδιο, της συμφωνίας των Πρεσπών. Η συμφωνία αυτή χρησιμοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα πεπραγμένα του της 4ετίας, γιατί του έδωσε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τον ενοχλητικό Καμμένο, αφήνοντας πίσω του καμμένους που βαπτίστηκαν «προοδευτικοί». Προσπαθούν να πείσουν οι αριστεροί και κεντροαριστεροί της «γέφυρας» ότι η σύμπραξη τους με τον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Οι συναλλαγές, οι προσχωρήσεις με τον τρόπο που γίνονται και αφορούν όλα τα κόμματα εξουσίας, αποτελούν τη μεγαλύτερη χορηγία στην ακροδεξιά. Είχε αρχίσει από τις πλατείες των αγανακτισμένων και παραμονές εκλογών εντείνεται. Το θλιβερό είναι ότι σε αυτήν την απαξίωση και τον ευτελισμό της πολιτικής συμπράττουν και νεαρά σε ηλικία άτομα, οι ίδιοι που ως χθες κατήγγελλαν αυτά τα φαινόμενα.
Ο «θείος» Φρήντριχ Ένγκελς -διαβάζαμε στα νιάτα μας -είχε γράψει για κάποιον «έκανε το προσωπικό του πρόβλημα θεωρητικό και πολιτικό επιχείρημα». Να το θυμόμαστε που και που.