Ο εξευτελισμός ως επιλογή

Τάσος Γιαννίτσης 06 Δεκ 2015

Ο??ταν ο Adam Smith, ο πατέρας της οικονομικής επιστήμης, και άλλοι μεγάλοι διανοητές εκθείαζαν το σύστημα της αγοράς, δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν ότι πέρα από προϊόντα και υπηρεσίες θα εμφανίζονταν στην αγορά προς πώληση και δημοκρατικές αξίες, συνειδήσεις, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, γενικά κάθε ένα από τα μεγάλα ιδεώδη που γεμίζουν τα βιβλία των παιδιών μιας κοινωνίας στα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσής τους ― μέχρι και αυτά να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει. Εμείς ξέρουμε, βέβαια, πόσο αντί για το Χαμόγελο της Τζοκόντας κυριαρχούν οι γκριμάτσες στη ζωή. Εχουμε δει πόσο χαμηλότερα από το χαμηλότερο μπορούν να φτάσουν τα πάντα. Δεν έχουμε δει όμως τον πάτο του «χαμηλού», και ευτυχώς, υπάρχουν πάντα δυνάμεις που σπρώχνουν προς τα επάνω.

Το 2014 ψηφίστηκε ο νόμος ενάντια στον ρατσισμό. Η πανηγυρική έναρξή του έγινε με το σούρσιμο της επιστήμης, της ελευθερίας της σκέψης, της πανεπιστημιακής υπόστασης στα ποινικά δικαστήρια, και μάλιστα στο πρόσωπο ενός ατόμου που έχει αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή για να αναδείξει, να στηρίξει, να συμβάλει στην ιστορία της Ελλάδας στον Μεσοπόλεμο, στον Πόλεμο, στη δικτατορία, που διεύθυνε επιστημονική σειρά για την αρχαιολογία και την ιστορία της Ελλάδας και της Κύπρου, και πολλά άλλα που βρίσκονται εύκολα στο Διαδίκτυο. Το πρόσωπο έχει το όνομα Heinz Richter ― δεν τον ξέρω προσωπικά. Θυμάμαι όμως την αίσθηση που βίωσα, όπως και πολλοί Ελληνες, όταν το 1973 εκδόθηκε στη Γερμανία το βιβλίο του «Η Ελλάδα μεταξύ Επανάστασης και Αντεπανάστασης 1936-1946». Αντιπαραβάλλω την αίσθηση εκείνη με τη σημερινή: την απόλυτη ντροπή.

Ομως, ούτε το πρόσωπο ούτε η συμβολή του έχουν σημασία για το θέμα. Οποιος και αν ήταν, σημασία έχει ο δικός μας αυτοεξευτελισμός. Εξεγειρόμαστε ενάντια σε διάφορα που παραβιάζουν, αν και συνήθως δήθεν παραβιάζουν, αξίες και θεσμούς. Σαρκάζουμε διάφορα που βλέπουμε να συμβαίνουν σε άλλες γειτονικές ή μη γειτονικές αυταρχικές χώρες, που διατάζουν την ιστορία τους, διατάζουν τη σκέψη, τρομοκρατούν συνειδήσεις, σκοτώνουν τη σκέψη, ακόμα και μέσα από δολοφονίες προσώπων. Δεν βλέπουμε ότι η απόστασή μας από όλα αυτά μικραίνει και μάλιστα στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας και προκειμένου να εξασφαλιστεί μια μικρή θέση στο τραπέζι με τα φρούτα της εξουσίας ή μιας ασήμαντης δημοσιότητας ― για να μη μας ξεχάσουν.

Ο Heinrich Heine -άλλος ένας «καταραμένος» Γερμανός- έγραψε το 1821 το συγκλονιστικό «Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Εκεί που καίγονται βιβλία, στο τέλος καίγονται και άνθρωποι». Θα προσέθετα ότι εκεί που καίγεται η ελευθερία της σκέψης, της επιστημονικής ανάλυσης, της ιστορικής αναζήτησης, της αυτογνωσίας, καίγεται η δημοκρατία. Εδώ στην Ελλάδα, πριν φτάσουμε στο κάψιμο βιβλίων -ο Μίμης Ανδρουλάκης κάτι θα θυμάται-, έχουμε πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους: θεσπίζουμε νόμους αντιρατσιστικούς, που τους αξιοποιούν δήθεν δημοκράτες για να τρομοκρατήσουν δημοκράτες, προκειμένου να δοξαστούν από άλλους χαλαρούς δημοκράτες, τους οποίους παρακολουθούν με απάθεια οι υπόλοιποι δημοκράτες και με αλαλαγμούς ηδονής οι μη δημοκράτες.

Εχουμε πρόβλημα. Η δημοκρατία τρομοκρατείται. Ολα αυτά εκφράζουν αντιλήψεις και πρακτικές που κατάφεραν να τσακίσουν ανελέητα την ελληνική κοινωνία, έπειτα από μια σημαντική ανάσα που πήρε από το 1974 και μετά, και εννοούν να την αποτελειώσουν στα χρόνια της κρίσης. Η πανεπιστημιακή μου ιδιότητα από το 1975 μέχρι το 2011 και η όποια ιδιότητα υπάρχει από την ανάμειξή μου στη δημόσια ζωή της χώρας αισθάνομαι ότι ευτελίζονται και κακοποιούνται, και μάλιστα όχι λόγω νόμων ή θεσμών που ψηφίστηκαν σε παλιές, σκοτεινές περιόδους. Ξανά ανακαλύπτει κανείς πόσο το σκοτάδι αγγίζει και το σήμερα. Η μεγάλη κρίση καθώς και η συνολική και ιδίως ηθική κατάπτωση την οποία βιώνουμε είναι «σπιτική» -home made στα αγγλικά-, αν και θα ταίριαζε να αρχίσει κανείς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του ISIS, που λυπάμαι, αλλά δεν την ξέρω. Την κρίση την παράγουμε και τη μεγαλώνουμε με τα χέρια μας, εδώ στο σπίτι μας, και αυτή πάει όλο και πιο βαθιά, γιατί δεν αγγίζει τα χυδαία θέματα της οικονομίας, αλλά την καρδιά της πολιτικής, των αξιών και των ιδανικών μας και των υψηλών στιγμών της ιστορίας μας ως έθνους. Εκτός -ένα φοβερό «εκτός»-, εκτός κι αν αυτά πια δεν υπάρχουν. Αν το πουκάμισο είναι αδειανό και εμείς κάνουμε ότι δήθεν είναι γεμάτο. Ή, και αν δεν είναι αδειανό, φροντίζουμε να το αδειάσουμε απόλυτα και να βάλουμε ένα σκιάχτρο στη θέση της εθνικής μας ψυχής. Σε κάθε περίπτωση, εμείς, οι απόγονοι της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, δεν έχουμε αναστολή στο να κινούμαστε με γκριμάτσες προς τα πίσω, προς την εποχή του Γαλιλαίου ή και πιο παλιά -φαντάζομαι ο συνειρμός να είναι σαφής- και να πιστεύουμε ότι κινούμαστε προς τα εμπρός. Οι εχθροί μας είμαστε εμείς ― ευτυχώς δεν χωρεί γενίκευση.

Στην πραγματικότητα, πίσω από τη βαθύτατη κρίση μας, επιφανειακά μόνο βρίσκονται τα ελλείμματα, τα χρέη και οι οικονομικές και κοινωνικές καταρρεύσεις. Πίσω από τον καθρέφτη κρύβεται ένας τεράστιος όγκος χρεών διαφορετικού τύπου, τριπλά απεχθών και επονείδιστων, που συνεχώς παράγει ο αυτοεξευτελισμός της πολιτικής αυτής της χώρας ― άσχετα με το ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού.