Ο Οργουελ σημειώνει ότι ο «εθνικισμός» ως στάση δεν αφορά μόνο την αφοσίωση στην ιδέα του έθνους. «Είναι η συνήθεια να ταυτίζεται κανείς με ένα έθνος ή οποιαδήποτε άλλη ενότητα, τοποθετώντας την πέρα από το καλό και το κακό. Το μοναδικό καθήκον που αναγνωρίζει είναι η προώθηση των συμφερόντων της». Ο Οργουελ ξεχωρίζει τον «εθνικισμό» από τον «πατριωτισμό» – την αφοσίωση σε έναν τόπο και έναν τρόπο ζωής που δεν θέλεις όμως να τον επιβάλεις στον υπόλοιπο κόσμο. Ο «εθνικισμός» είναι επιθετικός, κινητήρια δύναμή του είναι η πάλη για την εξουσία. Ο «πατριωτισμός» είναι πάντα αμυντικός.
Στα δικά μας τώρα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο παραδοσιακός «εθνικισμός», η αφοσίωση στην Ελλάδα των ελλήνων χριστιανών, πέθανε με βίαιο θάνατο με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Επισήμως τουλάχιστον, διότι τα ιδεολογικά του παραφερνάλια επέζησαν ως άτυπα κύτταρα, όχι μόνο στο κοινωνικό υποσυνείδητο αλλά και σε όλο το φάσμα του πολιτικού λόγου. Η ιδέα του «ανάδελφου Εθνους», της ακατάλυτης ιδιοπροσωπείας μας, κυκλοφορεί ακόμη ανάμεσά μας προσφέροντας στέγη ευκαιρίας.
Το αξιοσημείωτο όμως δεν είναι αυτό. Οταν στέκεις στον σύγχρονο κόσμο σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, η ιδιαιτερότητά σου είναι το ύστατο καταφύγιο της ορφανής σου συνείδησης. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στην Ελλάδα του 2012 ο πολιτικός λόγος που εκφράζει με περισσότερη αποτελεσματικότητα αυτή τη στάση είναι ο λόγος της Αριστεράς. Ισως γιατί στη μεταπολίτευση ήταν η δύναμη που αξιοποίησε την αρχή ότι η ιδεολογική ένταξη φτάνει να σε τοποθετήσει πέραν του «καλού» και του «κακού». Οχυρωμένη στις βασικές της αρχές, με το ΚΚΕ κύριο πόλο ιδεολογικής συσπείρωσης, παρέμεινε εις το διηνεκές «αντι-ευρωπαϊκή», «αντι-δυτική» σε μεγάλο βαθμό και εντάχθηκε με μισό μάτι στις αρχές του κοινοβουλευτισμού. Οι προσπάθειες ορισμένων ηγετών της, όπως ο Κύρκος, να τη βγάλουν από τα καλούπια της Ιστορίας της έπεσαν στο κενό. Ο χώρος που προήλθε από τη μετάλλαξη της ανανέωσής της, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ενεργοποίησε και πολλαπλασίασε με γεωμετρική πρόοδο όλα τα «εθνικιστικά» χαρακτηριστικά της ιστορίας της Αριστεράς. Και επειδή τα ενεργοποίησε, γιγαντώθηκε πολιτικά.
Ενεργοποίησε τον αντιευρωπαϊσμό, αυτόν που κρύβεται πίσω από τη διεκδίκηση της ανύπαρκτης «Ευρώπης των λαών», αλλά δύσκολα μπορεί να κρυφτεί όταν προτείνει ως μόνη πολιτική διέξοδο για την Ελλάδα τη σύγκρουση με τους ευρωπαίους εταίρους της. Ενεργοποίησε τον απομονωτισμό, όταν διακηρύσσει ότι το «ευρώ δεν είναι ταμπού», εννοώντας «σιγά μην τους έχουμε ανάγκη», και επιμένει να αγκιστρώνεται στο «ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης» – βλέπε πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν Δημόσιο – και το υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια. Ενεργοποίησε, τέλος, τη νέα Μεγάλη Ιδέα της καταρρακωμένης μας αξιοπρέπειας, πως η πτωχή Ελλάς θα αποτελέσει φάρο για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, πως από δω θα ξεκινήσει η κατάκτηση του κάστρου των Βρυξελλών – την ευγενή χορηγία Σλαβόι του Ζίζεκ. Κι αν πείθει όσους πείθει είναι γιατί κατάφερε να εντάξει όλα αυτά τα υλικά στη βασική αρχή παντός «εθνικισμού», στην εκ των ων ουκ άνευ παραδοχή ότι ο κόσμος αποτελείται από συμμάχους και εχθρούς, μετατοπίζοντας το κλασικό ρήγμα Αριστεράς – Δεξιάς στο φαντασιακό ρήγμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Γνωρίζει την τέχνη η Αριστερά, όπως δεν την γνωρίζει ο κ. Καμμένος που μπροστά στον δικό της εθνικισμό ο δικός του μοιάζει με σκορποχώρι.