“Tρελός”, “απρόβλεπτος”, “νευρικός”… είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται συχνά στον Τ. Ερντογάν από υπουργούς της ελληνικής κυβέρνησης, όταν επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις κινήσεις του. Οι ενέργειες του είναι λάθος να εξηγούνται με ψυχολογικούς όρους. Δεν πρόκειται για κάποια μεμονωμένα περιστατικά αλλά για σαφή στρατηγική, η εσφαλμένη ερμηνεία της οποίας οδηγεί και σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Ο Τ. Ερντογάν, όταν ανέλαβε την εξουσία το 2003 γνώριζε ότι η πραγματική εξουσία στην Τουρκία είναι ο στρατός. Το “βαθύ κράτος” ήταν εχθρικό απέναντί του. Το είχε βιώσει με τραυματικό τρόπο. Το 1998 ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης και το 1999 καταδικάστηκε σε δεκάμηνη φυλάκιση, που συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το συγκεκριμένο διάστημα εξαιτίας των απόψεων του. Χρησιμοποίησε λοιπόν την Ε.Ε προκειμένου να αποδυναμώσει το ρόλο του στρατού και να ενισχύσει την δική του εξουσία, πράγμα που κατάφερε. Βοήθησε σε αυτό η ανοδική πορεία της τουρκικής οικονομίας, ειδικά μετά την εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ το 2001, σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση του οποίου διαδραμάτισε ο Κεμάλ Ντερβίς. Η άνοδος της τουρκικής οικονομίας επέτρεψε σε εκατομμύρια ανθρώπους να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Το ΑΕΠ της Τουρκίας ήταν 200 δισ. Δολάρια το 2001 και σήμερα έχει εκτιναχθεί στα 905 δισ. δολάρια. Μια νέα μεσαία τάξη δημιουργήθηκε.
Όλοι αυτοί αποτελούν τη σταθερή εκλογική βάση του Ερντογάν. Παράλληλα άλλαξαν και οι στρατηγικοί προσανατολισμοί. Από το 2007, έγινε σαφές ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει μέλος της ΕΕ (αν υπήρχε ποτέ μια τέτοια πιθανότητα). Οι δύο πλευρές από τότε τηρούν μαι ειδική σχέση. Η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, ενώ σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η γερμανική Bosch, κατασκευάζουν σημαντικό μέρος των συσκευών τους στη γειτονική χώρα. Η ΕΕ διαθέτει οριακές δυνατότητες παρέμβασης και από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινή αμυντική πολιτική το κάθε κράτος αντιδρά αναλόγως των συμφερόντων του.
Ο Τ. Ερντογάν εκμεταλλευόμενος την οικονομική ανάπτυξη, τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ισχυρό club των G20 παράλληλα με την μουσουλμανική ταυτότητα της χώρας του, επεχείρησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας να διαδραματίσει το ρόλο της γέφυρας μεταξύ μουσουλμανικού και δυτικού κόσμου. Παράλληλα επιχειρούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στους τουρκογενείς πληθυσμούς στα νότια της Ρωσίας. ‘Ηταν η εποχή που μιλούσε για “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”.
Οι γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή, άλλαξαν τα σχέδιά του. Σήμερα βρίσκεται σε σύγκρουση με τη Συρία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οι σχέσεις με την Σαουδική Αραβία έχουν ψυχρανθεί, ενώ οι Κούρδοι αποτελούν ένα μόνιμο πονοκέφαλο. Οι συμμαχίες με τη Ρωσία και το Ιράν είναι συγκυριακές αφού τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα τους έρχονται σε σύγκρουση. Η στήριξη των Κούρδων από τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκές χώρες οδηγεί πολύ συχνά τον Ερντογάν σε αντιδυτικό παραλήρημα.
Είναι σαφές από όλες τις κινήσεις του (εισβολή στο Αφρίν, αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου και της ΑΟΖ της Κύπρου) ότι επιδιώκει την αναθεώρηση του status quo της περιοχής υπέρ της Τουρκίας. Θέλει και σε αυτό το σημείο να υπερκεράσει τον Κεμάλ Ατατούρκ με τον οποίο συγκρίνει τον εαυτό του. Προφανώς δε, κρίνει ότι είναι ευνοϊκή συγκυρία να προωθήσει τις επιδιώξεις του εκμεταλλευόμενος ένα κομβικής σημασίας γεγονός: την ασάφεια που επικρατεί στην Ουάσιγκτον. Οι ΗΠΑ που αποτελούσαν μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο δύναμη με καθοριστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και στον υπόλοιπο κόσμο, υπό τον Ντ. Τράμπ βρίσκονται σε αναζήτηση στρατηγικής. Είναι χαρακτηριστικό της σύγχυσης που επικρατεί ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος πριν από 4 μέρες ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία, ενώ τη Δευτέρα με αφορμή τις επιθέσεις στη Ντούμα, προειδοποίησε τη Ρωσία και τους συμμάχους της ότι «θα πληρώσουν το τίμημα» και πρόσθεσε ότι σύντομα θα ληφθούν «μείζονες αποφάσεις»,
Δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει διαβάσει σωστά τις εξελίξεις. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι ο Τ. Ερντογάν βρισκόταν πριν από δύο μήνες στην Αθήνα, αμφισβητώντας με τον πιο επίσημο τρόπο κι επί ελληνικού εδάφους της Συνθήκη της Λωζάνης, ότι καταλήφθηκε εξαπίνης με τη σύλληψη των δύο στρατιωτικών στον Έβρο, ότι ο υπουργός ‘Αμυνας πήγε να καταθέσει στεφάνι στα ‘Ιμια και παρεμποδίστηκε από τουρκικά πλοία δίχως να είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει το γεγονός.
Πρέπει να επανεξετάσουμε την κατάσταση. Η Τουρκία επιδιώκει ένα συμβάν που θα επιβάλλει να κάτσουμε στο τραπέζι και να συζητήσουμε το σύνολο των διεκδικήσεων της. Η Ελλάδα είναι μια ισχυρή χώρα και μπορεί να υπερασπιστεί την κυριαρχία της. Χρειάζεται παράλληλα συμμάχους. Δεν μπορούμε να εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες παρέμβασης στην ΕΕ. Με δεδομένες τις οριακές δυνατότητές της, είναι απαραίτητη η σύναψη διμερών συμμαχιών. Κυρίως με ΗΠΑ. Γαλλία, Βρετανία. Είναι θετική η ενίσχυση των σχέσεων με το Ισραήλ. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι η σωστή εκτίμηση των κινήσεων της Άγκυρας. Γι΄ αυτό επείγει η συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, προκειμένου να διαμορφωθεί εθνική στρατηγική.
thetoc.gr